Η κυβέρνηση προχωρά σε καταργήσεις και συγχωνεύσεις των 29 Φορέων Διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών παρά την αντίθετη θέση της Επιτροπής «Φύση 2000», η οποία αποτελεί από το 1998 το επίσημο επιστημονικό γνωμοδοτικό όργανο του Κράτους για τις πολιτικές και τα μέτρα που αφορούν την βιοποικιλότητα της χώρας.
Σε ανακοίνωσή τους, τα μέλη της Επιτροπής εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι στη συνοδευτική «Έκθεση Αξιολόγησης των Συνεπειών της Ρύθμισης» γίνεται αναφορά στη συμβολή της Επιτροπής «Φύση 2000» με τρόπο που «υπονοεί ότι τη βρίσκουν σύμφωνη οι επιχειρούμενες συγχωνεύσεις και καταργήσεις».
Oπως επισημαίνουν η Επιτροπή «Φύση 2000» δεν έχει συναινέσει στις προς ψήφιση αλλαγές του καθεστώτος των φορέων διαχείρισης. «Ως υπεύθυνο επιστημονικό γνωμοδοτικό όργανο, προσδιόρισε κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο αναζήτησης βέλτιστων λύσεων για την ολοκλήρωση του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών και όχι για αποσπασματικού τύπου ενέργειες που δεν επιλύουν πραγματικά προβλήματα, όπως αυτές που προβλέπει το επίμαχο άρθρο», αναφέρουν.
Εδώ και περίπου δύο χρόνια η Επιτροπή επιχειρεί με κάθε τρόπο να δείξει πόσο άκαιρες και λανθασμένες είναι οι από τότε δρομολογημένες αλλαγές, πόσο οδυνηρά καθυστερούν δράσεις και αποφάσεις που αποτελούν προαπαιτούμενα της διαχείρισης του βιολογικού πλούτου της χώρας αλλά και συμβατικές ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της στις οποίες δεν ανταποκρίνεται και πόσο όλα αυτά συνδέονται με χαμηλή απορροφητικότητα των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.
Πέραν των ειδικών εκθέσεων που έχει υποβάλει η Επιτροπή «Φύση 2000», οι απόψεις της έχουν με σαφήνεια εκφραστεί και δημόσια, σε σειρά ειδικών εκδηλώσεων, στην Ελλάδα αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ έχουν κατατεθεί και στη σχετική ηλεκτρονική διαβούλευση (βλ. https://www.opengov.gr/minreform/?c=1727).
«Εκεί, γίνεται αναλυτικότερη αναφορά στους λόγους που δεν επιτρέπουν την υποστήριξη των επιχειρούμενων αλλαγών, όπως και στις περισσότερο σοβαρές από τις τεράστιες καθυστερήσεις και ελλείψεις που αφορούν στη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών της χώρας μας», τονίσουν στην ανακοίνωσή τους τα μέλη της Επιτροπής.
Οι επιχειρούμενες αλλαγές, όπως επισημαίνουν, δεν θεραπεύουν τίποτα στη φάση αυτή ούτε συμβάλλουν στη μείωση του κράτους. Και καταλήγουν: «Οι φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, έτσι όπως στήθηκαν, δεν αποτελούν παρά έργα ευρωπαϊκών προγραμμάτων και τύποις μόνον είναι οντότητες του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Πέραν της αναγκαίας συμμετοχής που ισχύει για οποιοδήποτε ευρωπαϊκό πρόγραμμα, στο οποίο παίρνει μέρος η χώρα, δεν επιβαρύνεται από αυτούς ο κρατικός προϋπολογισμός. Ας υποστηριχθεί τουλάχιστον το έργο τους στο πλαίσιο της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου κι ας προετοιμαστεί η πολιτεία να αναλάβει πραγματικές και όχι προσχηματικές ευθύνες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των σχημάτων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, αυτών των ‘βιολογικών διαμαντιών’ της χώρας. Είμαστε αρωγοί σε αυτό, όπως άλλωστε οφείλουμε από το ρόλο που η ίδια η πολιτεία μας έχει αναθέσει».
Δεν προκύπτει εξοικονόμηση πόρων
Παρατηρήσεις επί του σχεδίου νόμου «Κατάργηση και συγχώνευση νομικών προσώπων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα – Σύσταση Γενικής Γραμματείας για το συντονισμό του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις» έστειλαν σήμερα Δευτέρα στους έλληνες βουλευτές και 11 περιβαλλοντικές οργανώσεις (Αρκτούρος, Αρχέλων, Δίκτυο Μεσόγειος SOS, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Εταιρία Προστασίας Πρεσπών, Καλλιστώ, MEDASSET, MOm και WWF Ελλάς).
Στην επιστολή τους καλούν τα μέλη του Κοινοβουλίου να καταψηφίσουν το άρθρο 9 καθώς «είναι άκαιρο, άστοχο, αποσπασματικό, ατεκμηρίωτο, στερείται οικονομικού αντικειμένου και ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη διατήρηση της φυσικής μας κληρονομιάς».
Ειδικότερα όσον αφορά τις δαπάνες των φορέων διαχείρισης (ανέρχονται σε περίπου 4.7 εκατ. ευρώ για τον καθένα), αυτές καλύπτονται από ευρωπαϊκούς πόρους, κυρίως από το ΕΣΠΑ (συνολικά της τάξης των 100 εκατ. ευρώ) και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ τα διοικητικά συμβούλια δεν είναι αμειβόμενα.
Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει το σχέδιο νόμου δεν εντοπίζει σχετικές εξοικονομήσεις στον κρατικό προϋπολογισμό.
Επίσης, επιβεβαιώνεται από την Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων στην οποία επισημαίνεται: «Αν και δεν επιτυγχάνεται εξοικονόμηση κρατικών πόρων δεδομένου ότι οι φορείς αυτοί δεν χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, θα προκύψει ωφέλεια από τον καλύτερο καταμερισμό των δαπανών, από τη χρησιμοποίηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα του περιβάλλοντος, από την κοινή χρήση υποδομών για τη διαχείριση και τη φύλαξη των περιοχών και θα τους προσδώσει περισσότερες πιθανότητες χρηματοδότησης από κρατικούς πόρους, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν».
Επιπλέον, όπως αναφέρουν στην επιστολή τους οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, «είναι άξιο απορίας, πώς θα καταμεριστούν καλύτερα πόροι από την κοινή χρήση υποδομών διαχείρισης και φύλαξης στην περίπτωση π. χ. του νέου ΦΔ Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης, στον οποίο σήμερα συγχωνεύονται οι ΦΔ Σαμαριάς και Καρπάθου – Σαρίας».