Έτοιμη ατζέντα για τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων και την απελευθέρωση των επαγγελμάτων είχαν καταθέσει από την πρώτη κιόλας στιγμή της ένταξης της Ελλάδας στον τριμερή μηχανισμό στήριξης, εταιρείες συμβούλων και δικηγορικά γραφεία.
Όπως επισημαίνουν πηγές με άριστη γνώση της υπόθεσης, οι εταιρείες αυτές λειτουργούν για λογαριασμό επιχειρηματικών κύκλων, οι οποίοι είδαν την έλευση της τρόικας ως ευκαιρία για αλλαγή επί τω χείρω των εργασιακών σχέσεων, την αποδόμηση κεκτημένων δεκαετιών.
«Τους έφεραν έτοιμη την κωδικοποίηση της νομοθεσίας που ήθελαν να αλλάξουν και επικαλέστηκαν ως ακραία παραδείγματα επιδόματα που δίνονταν σε ΔΕΚΟ, τα οποία όμως στην πραγματικότητα παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα», επισημαίνει νομικός, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Μάλιστα, απέφυγαν να τους εξηγήσουν ότι τα συγκεκριμένα επιδόματα προβλέφθηκαν, προκειμένου να εξισορροπήσουν τους μισθούς σε ανθρώπινα και αξιοπρεπή επίπεδα, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν χαμηλοί», τονίζει.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η επικοινωνία μεταξύ των νομικών και των εκπροσώπων των δανειστών, ήταν συνεχής και διήρκησε πολλούς μήνες. «Τους πήγαιναν κείμενα που κατασυκοφαντούσαν την ελληνική αγορά, όπως ότι, τάχα, η τιμή του ψωμιού ρυθμίζεται από το κράτος, αφού δεν επιτρέπεται η «ζεστή γωνιά» στα σούπερ μάρκετ», επισημαίνει η ίδια πηγή.
Το ίδιο συνέβη, παρατηρούν, και με τα κλειστά επαγγέλματα, όπου μαζί με λογικά αιτήματα, όπως το άνοιγμα του κλάδου των φορτηγών δημόσιας χρήσης, εντάχθηκαν στην ατζέντα κι έγιναν προτεραιότητα αδιάφορα και ασήμαντα ζητήματα, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση διαφήμισης των δικηγορικών γραφείων.
«Τους έλεγαν με τον πιο άθλιο τρόπο ότι έχουμε την πιο ρυθμισμένη αγορά τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό δίκαιο και ότι δήθεν η Ελληνική αγορά εργασίας είναι Σοβιετία», σημειώνει ο ίδιος παράγων.
Όπως εξηγεί, παρουσίαζαν «μη αντιπροσωπευτικές, υπερβολικές ρυθμίσεις και τους έδιναν την αίσθηση ότι η Ελληνική αγορά εργασίας ελέγχεται πλήρως από το κράτος», αποσιωπώντας το γεγονός ότι ο «νόμος Παναγιωτόπουλου» του 2005 ελαστικοποίησε πλήρως την αγορά εργασίας. Όπως διαπιστώνει, εξ αρχής στόχος ήταν η κατάργηση του εργατικού δικαίου στη χώρα και η επικράτηση των ατομικών διαπραγματεύσεων.
Μάλιστα, τονίζει ότι κάτι αντίστοιχο επιχειρήθηκε και αναφορικά με τους ελεύθερους επαγγελματίες, στους κόλπους των οποίων κατά παράδοση εντοπίζεται σημαντική φοροδιαφυγή.
«Ενώ εστίαζαν το ενδιαφέρον της τρόικας στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή των επαγγελματιών, δεν έλεγαν κουβέντα για την νόμιμη φοροαποφυγή εύπορων στρωμάτων, η επίτευξη της οποίας παρέχεται, μάλιστα, ως υπηρεσία από δικηγορικά γραφεία», λέει.
«Βίλες των βορείων προαστίων ανήκουν σε εξωχώριες εταιρίες, οι οποίες δεν πληρώνουν καθόλου φόρους. Μάλιστα, ο ιδιοκτήτης την μισθώνει στον εαυτό του, εμφανίζεται ως ενοικιαστής και τα έξοδα εκπίπτουν από την φορολογία του», σημειώνει έμπειρος δικηγόρος. Το ίδιο συμβαίνει, όπως εξηγεί, και στα εταιρικά κέρδη, τα οποία συμψηφίζονται με «ζημιές» θυγατρικών στο εξωτερικό, παρουσιάζοντας μία τελική εικόνα ζημιογόνου επιχείρησης που, τελικά, δεν φορολογείται.