Εκατοντάδες τραπεζικοί υπάλληλοι κατακλέβουν πολλά εκατομμύρια ευρώ από «αδρανείς» λογαριασμούς χιλιάδων πολιτών, χωρίς τις περισσότερες φορές να γίνονται αντιληπτοί.
Σχεδόν όλα τα μεγάλα πιστωτικά Ιδρύματα ανακαλύπτουν ετησίως από 40 ως 200 κρούσματα (το κάθε ένα από αυτά) επιδρομής τραπεζικών υπαλλήλων σε λογαριασμούς χωρίς κίνηση. Ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν δημοσιοποιούνται αυτά τα κρούσματα υφαρπαγής χρημάτων και η υπόθεση κλείνει συνήθως ενδοτραπεζικά, με την απόλυση του ύποπτου υπαλλήλου.
Λόγω της έκτασης του φαινομένου ορισμένες τράπεζες έχουν εγκαταστήσει το τελευταίο χρονικό διάστημα σύστημα ηλεκτρονικού συναγερμού, ενώ διαπιστώνεται ότι η οικονομική κρίση μεγεθύνει αυτή την «ενδοτραπεζική» κομπίνα με τις υπεξαιρέσεις των χρημάτων.
Με βάση τους τελευταίους νόμους κάθε τράπεζα υποχρεούται να παραδίδει στο ελληνικό δημόσιο τα χρήματα από όλους τους λογαριασμούς που δεν παρουσιάζουν καμία κίνηση τα τελευταία 20 χρόνια, χωρίς μάλιστα να διερευνά αν οι κάτοχοι και οι δικαιούχοι των λογαριασμών είναι εν ζωή ή για ποιό λόγο αυτοί οι λογαριασμοί παρουσιάζουν μηδενικές συναλλαγές.
Οι τράπεζες σε αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται να ειδοποιούν κανέναν γι’ αυτό το «άδειασμα» των αδρανών λογαριασμών. Σύμφωνα με δηλώσεις υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών κάθε ένα από τα μεγάλα πιστωτικά Ιδρύματα αποδίδει τα τελευταία χρόνια στο Δημόσιο περίπου 1 ως 3 εκατ. ευρώ με βάση αυτή τη διαδικασία.
Κανένας από τους καταθέτες ή τους δικαιούχους δεν μπορεί να αντιληφθεί οτιδήποτε, αφού για διαφόρους λόγους δεν έχει καμία επίβλεψη και ενημέρωση για τις κινήσεις του λογαριασμού του. Επιπλέον, ακόμη κι αν αντιληφθεί την εκροή χρημάτων, ουδείς θα μπορεί να εντοπίσει τα ίχνη των τραπεζικών δραστών.
Πριν από μερικά χρόνια υπήρξε άλλη μία τέτοιου είδους απάτη στο Ξυλόκαστρο. Ομως σχεδόν όλες οι μεγάλες τράπεζες αντιμετωπίζουν εκατοντάδες τέτοια περιστατικά ετησίως με υπεξαιρέσεις χρημάτων με ενδροτραπεζικές εντολές από παρανομούντες υπαλλήλους, και για τα οποία δεν αναφέρεται τίποτα.
Οι περισσότερες τράπεζες δεν έχουν σύστημα ηλεκτρονικού συναγερμού και υπολογίζεται ότι ανακαλύπτουν – με βάση πυκνούς εσωτερικούς ελέγχους – περίπου 100-200 κατά μέσο όρο τέτοια κρούσματα, χωρίς βεβαίως κανείς να γνωρίζει αν έχουν υπάρξει και άλλα, που δεν έχουν γίνει αντιληπτά. Οι περισσότεροι κλέβουν αρχικά μικρά ποσά, προκειμένου να δουν αν θα γίνουν αντιληπτοί, και μετά συνεχίζουν με μεγαλύτερες εκροές χρημάτων».
Παρ’ ότι οι υπάλληλοι ξέρουν ότι υπάρχει αυτό το σύστημα έγκαιρης ειδοποίησης, στα συγκεκριμένα πιστωτικά Ιδρύματα καταγράφονται και πάλι 40 ως 60 κρούσματα ετησίως. Υπολογίζεται ότι σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις τα απολεσθέντα ποσά – της πρώτης φάσης παρανόμων αναλήψεων – κυμαίνονται από 5.000 ως 15.000 ευρώ.