Μία έκθεση 92 σελίδων για την ξενοφοβική βία στην Ελλάδα δημοσίευσε η οργάνωση Human Rights Watch. Σε αυτή διαπιστώνει απροθυμία των διωκτικών και των δικαστικών αρχών να αποτρέψουν τις αυξανόμενες επιθέσεις κατά μεταναστών, αιτούντων πολιτικό άσυλο και προσφύγων.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση με τίτλο «Μίσος στους δρόμους. Η ξενοφοβική βία στην Ελλάδα», «παρά τη σαφή επαναληπτικότητα των περιστατικών βίας και την αυξητική τάση, οι Αρχές δεν έχουν κατορθώσει να παρέμβουν αποτελεσματικά, με στόχο την προστασία των θυμάτων και τη λογοδοσία των δραστών».
«Άτομα, προερχόμενα από εμπόλεμες ζώνες, αποφεύγουν να κυκλοφορήσουν το βράδυ στην Αθήνα, λόγω του φόβου ότι θα δεχθούν επίθεση» επισήμανε η Τζούντιθ Σάδερλαντ, ερευνήτρια της οργάνωσης για τη δυτική Ευρώπη.
«Η οικονομική κρίση και η μετανάστευση δεν δικαιολογούν την αποτυχία της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τη βία, που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό» πρόσθεσε.
Στο πλαίσιο της έρευνας, η οργάνωση πήρε συνεντεύξεις από 59 άτομα, που ήταν θύματα ρατσιστικής βίας στο διάστημα Αύγουστος 2009 – Μάιος 2012, μεταξύ των οποίων 51 που δέχθηκαν σοβαρές επιθέσεις και κατέληξαν σε νοσοκομείο.
Όπως καταγράφεται, οι επιτιθέμενοι κινούνται σε ομάδες, συχνά φορούν σκουρόχρωμα ρούχα και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με μαντίλια ή κράνη.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η επίθεση γίνεται με μοτοσικλέτες, συνήθως με μαχαίρια ή σπασμένα μπουκάλια και, σε ορισμένα περιστατικά, την επίθεση ακολουθεί ληστεία των θυμάτων.
Όπως διαπιστώνεται, τα θύματα των επιθέσεων αποθαρρύνονται από τις αστυνομικές αρχές να καταγγείλουν τις επιθέσεις, με το επιχείρημα ότι είναι μάταιη η κίνηση έρευνας, εάν τα θύματα δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τους δράστες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η αστυνομία ενημερώνει τα θύματα- που μπορεί να είναι και παράνομα διαμένοντες αλλοδαποί- ότι, εάν προβούν σε καταγγελία, θα κρατηθούν.
Κατά την παρουσία της έκθεσης υπογραμμίστηκε ότι, ενώ το 2006 υπήρξε εγκύκλιος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ώστε να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα ρατσιστικά εγκλήματα, κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ από την πλευρά της αστυνομίας.
Επίσης, η νομοθέτηση των ρατσιστικών εγκλημάτων από το υπουργείο Δικαιοσύνης, το 2008, δεν έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα σε καμία καταδίκη για ρατσιστικό έγκλημα.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, παρότι δεν υπάρχουν γνωστές αναλύσεις της αστυνομίας ή δικαστικές αποφάσεις που να συσχετίζουν ομάδες πολιτών ή τη Χρυσή Αυγή με όσους εξαπολύουν βίαιες επιθέσεις κατά αλλοδαπών, υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι δράστες είναι μέλη συγκεκριμένων ομάδων που συνδέονται με το νεοκλεγέν στη Βουλή κόμμα.
Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τα εγκλήματα μίσους είναι παντελώς αναξιόπιστα, διαπιστώνει η Human Rights Watch και καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να αναλύσουν διεξοδικά το φαινόμενο της ξενοφοβικής βίας στην Ελλάδα και να παράσχουν οικονομική και τεχνική βοήθεια στη χώρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Ο εμπειρογνώμων της Human Rights Watch, Γιαν Έγκελαντ επισήμανε ότι, στον προγραμματισμό της οργάνωσης περιλαμβάνονται συναντήσεις με τους υπουργούς Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης, Εξωτερικών, με το συλλογικό όργανο των Ελλήνων Εισαγγελέων, τις αντιπροσωπείες της ΕΕ στην Ελλάδα και τους αρμοδίους στις Βρυξέλλες, προκειμένου να ενημερώσει για τον ανησυχητικό βαθμό συστηματικής παραβίασης των δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων, που υποφέρουν, ιδιαιτέρως σε περίοδο ύφεσης.
«Στόχος μας» τόνισε «είναι να κάνουμε το σύστημα της αστυνομίας και της δικαιοσύνης να λειτουργήσει όπως πρέπει».
Τόσο η κ. Σάδερλαντ όσο και ο κ. Έγκελαντ, υποστήριξαν ότι θα πρέπει να προβληματιστεί η πολιτική τάξη για την ιδιαιτέρως ξενοφοβική κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί στην κοινωνία.
«Η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, ως ευρωπαϊκή κρίση. […] Υποχρέωση της ΕΕ είναι να διασφαλίσει ότι όποιος φθάνει στο έδαφός της πρέπει να αντιμετωπιστεί με τα ίδια κριτήρια που αντιμετωπίζονται οι Ευρωπαίοι πολίτες. Θέλουμε να δείξουμε στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση πόσο σημαντικό είναι, σε περίοδο οικονομικής κρίσης, να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και, ειδικά, στις περιπτώσεις ρατσιστικών εγκλημάτων» κατέληξε ο Γιαν Έγκελαντ.