Ο Παντελής Βλάχος επεδίωκε να σπουδάσει στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οχι να σπουδάσει μαθηματικά γενικώς, να σπουδάσει μαθηματικά στην Αθήνα. «Τελικά με τα μόρια που συγκέντρωσα μπορώ να περάσω στα αντίστοιχα τμήματα της περιφέρειας. Αυτή η επιλογή όμως δεν υπήρχε, το είχαμε συζητήσει επανειλημμένως στο σπίτι κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Θα περνούσα στο Μαθηματικό της Αθήνας ή σε κάποια άλλη σχολή στο Λεκανοπέδιο. Ως δεύτερη επιλογή μου έβαλα το ΤΕΙ Ναυπηγών. Στενοχωριέμαι λίγο που δεν θα σπουδάσω αυτό που ήθελα, όμως ίσως να είναι και καλύτερα έτσι, τουλάχιστον από απόψεως επαγγελματικής προοπτικής».
Παρόμοια με αυτή του Παντελή Βλάχου είναι και η περίπτωση του Νίκου Στάικου που συγκέντρωσε «αρκετά μόρια για να περάσω στους ηλεκτρολόγους ή στους χημικούς μηχανικούς – τις σχολές που με ενδιέφεραν περισσότερο δηλαδή – σε επαρχιακά πολυτεχνεία. Θα προτιμήσω όμως τους τοπογράφους του ΕΜΠ. Στην αρχή της χρονιάς οι γονείς μου με προέτρεψαν να δηλώσω όποια σχολή ήθελα, ανεξαρτήτως αν θα ήταν Αθήνα ή επαρχία. Αυτό στην πορεία άλλαξε. Δεν είναι τόσο ότι αντιμετωπίζουμε άμεσα οικονομικό πρόβλημα όσο ότι σε αυτή τη συγκυρία μια οικογένεια διστάζει να προγραμματίσει ότι για πέντε χρόνια θα έχει να αντιμετωπίσει αυτό το μεγάλο έξοδο. Επιπλέον, πιθανότατα θα χρειαστεί αργότερα να κάνω και κάποιο μεταπτυχιακό. Προσωπικά θα μου άρεσε να ζήσω μόνος μου στην επαρχία ως φοιτητής, αλλά τι να γίνει… Αλλωστε η σχολή που θα πάω είναι μέσα στα ενδιαφέροντά μου. Επίσης μπορώ να εργάζομαι περιστασιακά ως μουσικός, κάτι που έκανα και πριν».

«Ελάχιστες οι σχολές με προοπτική»

Οι δύο νέοι, που σε λίγους μήνες θα είναι φοιτητές, δεν αποτελούν τις εξαιρέσεις αλλά μάλλον τον κανόνα της εφετινής φουρνιάς των πανελλαδικών εξετάσεων. Φαινόμενο της τελευταίας τριετίας που εφέτος έφτασε στο απόγειό του, ένα πέρασμα από τα φροντιστήρια της πρωτεύουσας – εκεί όπου οι μαθητές πηγαίνουν ώστε να αναζητήσουν συμβουλές για τη σειρά συμπλήρωσης των σχολών στο μηχανογραφικό τους – πείθει εύκολα πως σε πολλές περιπτώσεις τα… γεωγραφικά κριτήρια υπερέχουν των ακαδημαϊκών.
«Είχα ακόμη και το ακραίο παράδειγμα γονιού που προτίμησε το παιδί του να εισαχθεί σε ΤΕΙ του ίδιου αντικειμένου από το αντίστοιχο ΑΕΙ στην επαρχία» λέει ο κ. Γιάννης Βαφειαδάκης, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Φροντιστηρίων Ελλάδος και ιδιοκτήτης φροντιστηρίου στο Αιγάλεω. «Η οικογένεια δεν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Είναι όμως τέτοια η ανασφάλεια που επικρατεί για το μέλλον που υπάρχει ο φόβος ότι όσοι γονείς στείλουν για σπουδές τα παιδιά τους στην επαρχία ίσως δεν καταφέρουν να τα υποστηρίξουν μέχρι τέλους».
Είτε επέλεξαν με γεωγραφικά είτε με ακαδημαϊκά κριτήρια, ο προβληματισμός των μαθητών για τις επιλογές στο μηχανογραφικό ήταν μεγαλύτερος από άλλες χρονιές. Η έννοια «σχολές με σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση» δεν υπάρχει πλέον. Οσοι συγκεντρώνουν πολύ καλούς βαθμούς κινούνται στη λογική της Ιατρικής και των παραδοσιακών πολυτεχνικών σχολών από τη θετική και τεχνολογική κατεύθυνση ή της Νομικής από τη θεωρητική κατεύθυνση, όπου ούτως ή άλλως οι επιλογές είναι περιορισμένες. «Περισσότερο για λόγους κύρους του πτυχίου παρά γιατί πραγματικά πιστεύουν ότι υπάρχει εξασφαλισμένη προοπτική» λέει ο κ. Βαφειαδάκης.
Και βέβαια σχεδόν κανένας δεν επιλέγει πια επαρχιακά ΤΕΙ με… μακρόσυρτα περίεργα ονόματα. «Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική κρίση, αλλά και με την απαξίωση αυτών των σχολών» λέει ο ιδιοκτήτης φροντιστηρίου κ. Γιώργος Τσολάκος. «Κάποτε υπήρχαν οικογένειες διατεθειμένες να ξοδέψουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ απλώς και μόνο για να πάρει το παιδί τους ένα πτυχίο. Πλέον αυτό δεν ισχύει» συμπληρώνει.
«Ετσι όπως είναι τα πράγματα ελάχιστες σχολές δίνουν κάποια προοπτική» λέει ο Χρήστος Καρβούνης που επιλέγει και αυτός ιατρικές και παραϊατρικές σχολές, πάντα μόνο στο Λεκανοπέδιο, «αλλιώς θα δώσω ξανά εξετάσεις». Περιγράφει μια σχολική χρονιά που «είχε πολύ διάβασμα στο φροντιστήριο και ελάχιστο ενδιαφέρον από τους καθηγητές στο σχολείο».

«Γιατί να σας διδάξουμε;»

«Κάποιοι μας το έλεγαν ανοικτά» πετάγεται ο Ανδρέας Μποταΐτης: «Από τη στιγμή που μας κάνανε τέτοιες μειώσεις και εσείς δεν ενδιαφέρεστε, αφού πηγαίνετε στο φροντιστήριο, ποιος ο λόγος να κάνουμε μάθημα;». Και αυτός επέλεξε σχολές στην Αθήνα ή στην επαρχιακή πόλη όπου υπάρχει οικογενειακό σπίτι. «Εμένα προσωπικά με βοήθησε το φροντιστήριο, είχα όμως συμμαθητές που δεν κατάφεραν να πάνε εφέτος για οικονομικούς λόγους, μερικοί από αυτούς ωστόσο τα πήγαν αρκετά καλά στις εξετάσεις».
«Νομίζω ότι υπάρχει και κάτι θετικό στην όλη ιστορία» λέει η Ελευθερία που πιθανότατα πετυχαίνει τον στόχο της εισαγωγής της στο Μαθηματικό της Αθήνας. «Από τη στιγμή που κανένα πτυχίο δεν εξασφαλίζει τίποτα σίγουρο, θεωρώ πως ο καθένας πρέπει να σπουδάσει και να ασχοληθεί με αυτό που θέλει. Τότε θα έχει και μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχει».
Προτεραιότητες και προοπτικές
«Οταν είσαι 18 δεν είσαι σίγουρος τι θέλεις να κάνεις»

Λίγα χιλιόμετρα μακριά, σε ένα άλλο φροντιστήριο στο Περιστέρι, μια παρέα παιδιών κάνει και αυτή τις τελευταίες προσθαφαιρέσεις σχολών προτού συμπληρώσουν τα μηχανογραφικά τους. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως η Μαρία, που «αν και περνούσα σε τμήμα οικονομικής επιστήμης στην επαρχία, θα προτιμήσω για οικονομικούς λόγους το τμήμα Αγροτικής Οικονομίας στο Γεωπονικό».

Περιπτώσεις όπως η Αλεξάνδρα που είχε αποκλειστικό στόχο την Ψυχολογία στην Αθήνα και «πιθανότατα πετυχαίνω τον στόχο μου. Αν δεν τα κατάφερνα όμως θα έδινα ξανά εξετάσεις». Και περιπτώσεις όπως της Βάσως και της Αργυρώς που έγραψαν καλύτερα απ’ ό,τι περίμεναν και «αν και στο σπίτι υπάρχει προβληματισμός για το θέμα των εξόδων, από τη στιγμή που μπορούμε να περάσουμε στη Νομική Κομοτηνής, οι οικογένειές μας θεωρούν πως είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να τη χάσουμε».
Με όποιο παιδί και να μιλήσεις ακούς για οικονομικού χαρακτήρα δυσκολίες στο σπίτι του, όμως «οι γονείς μας έθεσαν πρώτη προτεραιότητα τις δικές μας σπουδές, γι’ αυτό άλλωστε πληρώνουν και το φροντιστήριο». Και όλοι λένε, και φαίνεται να το εννοούν, ότι «καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς μας και προσπαθούμε να μη τους δημιουργούμε επιπλέον προβλήματα».
Για το μέλλον, τις επαγγελματικές προοπτικές και όλα αυτά που υποτίθεται ότι κρίνονται γι’ αυτούς αυτές τις ημέρες δεν βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα. «Αλλωστε τα πράγματα εξελίσσονται γρήγορα. Ακόμα κι έναν χρόνο πριν η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Μέχρι να αποφοιτήσουμε εμείς τα πράγματα θα έχουν πάλι αλλάξει, δεν έχει νόημα να κάνεις προβλέψεις» λέει η Μαρία. «Και βέβαια», καταλήγει, «όταν είσαι 18 χρόνων μπορεί απλώς να μην είσαι ακόμα και τόσο σίγουρος για το τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου ή αυτό που λες πως θες σήμερα να μην ισχύει στο μέλλον».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ