Ο Α., 8 ετών, «φιλοξενούμενος» στο κέντρο κράτησης μεταναστών στο Φυλάκιο του Εβρου, έκανε εβδομάδες να βγει στο προαύλιο και όταν του επιτράπηκε «δεν είχε διάθεση να παίξει ούτε να μείνει στον ήλιο γιατί πονούσαν τα μάτια του. Κάθισε σε ένα πεζούλι στη σκιά και δεν απομακρύνθηκε από την πόρτα του κτιρίου».
Οι αδερφοί Ν.Α. και Ν.Β., 16 και 14 ετών αντίστοιχα, «φιλοξενούνταν» στο Φυλάκιο από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2011. Ένα μήνα αργότερα, όταν εντοπίστηκαν από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), ήταν η πρώτη φορά που πληροφορήθηκαν γιατί κρατούνταν στον Εβρο. Πρώτη φορά στον ήλιο βγήκαν στα μέσα Απριλίου! «Ο μικρότερος ήταν συγκινημένος γιατί είδε ότι ήταν άνοιξη. Και οι δυο κάθισαν στη σκιά γιατί πονούσαν τα μάτια τους από τον ήλιο».
Τα περιστατικά αυτά ασυνόδευτων ανηλίκων που μπαίνουν στην Ελλάδα παρανόμως από τον Εβρο αναφέρονται σε έκθεση του ΕΣΠ για τις συνθήκες της κράτησης των παιδιών που δόθηκε την Τρίτη στη δημοσιότητα. Το ΕΣΠ κατάφερε να διατηρήσει μια μόνιμη αποστολή έξι ατόμων στον Εβρο η οποία κατέγραψε τι ακριβώς συνέβαινε με τα ασυνόδευτα ανήλικα από τον Μάρτιο του 2011 ως τον Μάρτιο του 2012, όταν το κέντρο κράτησης μεταναστών στο Φυλάκιο έκλεισε για ανακαίνιση.
Στους 12 αυτούς μήνες, ήταν 572 τα ανήλικα που πέρασαν από το Φυλάκιο _ για τις συνθήκες που επικρατούν στο οποίο η Ελλάδα έχει επικριθεί επανειλημμένως από διεθνείς οργανισμούς. Ο πραγματικός αριθμός των παιδιών και εφήβων που εισέρχονται λαθραία στην Ελλάδα δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να βρεθεί. «Υπάρχει και σημαντικός αριθμός ανηλίκων που βρίσκονται νεκροί λόγω πνιγμού ή ψύχους και παραμένουν αζήτητοι», αναφέρει η έκθεση.
Στο κελί των ανηλίκων
Τα «ασυνόδευτα» αυτά είναι από τριών (!) ετών, καλύπτουν όλες τις ηλικίες αλλά τα περισσότερα είναι αγόρια έφηβοι 16 ετών. Κατάγονται κυρίως από το Αφγανιστάν και ακολουθούν το Πακιστάν, το Μαρόκο, η Αλγερία, οι λοιπές αφρικανικές χώρες, το Ιράν και η Συρία.
Σύμφωνα με την διεθνή νομοθεσία, τα παιδιά αυτά έχουν δικαιώματα όμως στην πράξη, αντιμετωπίζονται από τις ελληνικές αρχές ως παράνομοι μετανάστες.
«Το κελί των ανηλίκων (νούμερο 2) είναι ένας ορθογώνιος κλειστός τσιμεντένιος χώρος δυναμικότητας 40 ατόμων. Η πρόσοψη-είσοδος αποτελείται από κάγκελα από το δάπεδο ως το ταβάνι σε όλο το μήκος της. Το κελί έχει πρόσοψη σε ένα κλειστό, σκοτεινό και ρυπαρό διάδρομο που επικοινωνεί με το υπόλοιπο κτίριο με μια βαριά πόρτα η οποία παραμένει τις περισσότερες της ημέρας κλειστή, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα να μπει επιπλέον αέρας ή φως. Το κελί των ανηλίκων δεν αερίζεται επαρκώς, έχει μόνο ένα μικρό παράθυρο ψηλά από το οποίο μπαίνει ελάχιστο φως τις πρωινές ώρες», αναφέρει η έκθεση.
Οι τουαλέτες είχαν «μόνιμα προβλήματα διαρροής, με αποτέλεσμα τα λήμματα να πλημμυρίζουν το δάπεδο». Μέσα στο κελί «δεν υπήρχαν καρέκλες, τραπέζι ή αποθηκευτικοί χώροι μόνο σειρές από σιδερένιες κουκέτες. Τα σεντόνια, τα στρώματα και οι κουβέρτες, εκτός του ότι ήταν λίγα και δεν επαρκούσαν για όλα τα παιδιά, επιπλέον ήταν βρώμικα και σε άθλια κατάσταση καθώς δεν ανανεώνονταν ούτε καθαρίζονταν κατά τη διάρκεια της κράτησης. Επίσης, οι αρχές δεν χορηγούσαν τακτικά ή σε όλους προσωπικά είδη υγιεινής (οδοντόβουρτσες, οδοντόκρεμα, σαμπουάν, σαπούνι ή χαρτί υγείας), ενώ ζεστό νερό υπήρχε σπάνια».
Χωρίς νερό, φαγητό, θέρμανση
Στο Φυλάκιο δεν υπήρχε θέρμανση. Σύμφωνα με το ΕΣΠ, η θερμοκρασία μέσα στο κελί των ανηλίκων είχε πέσει κάτω από τους 10 βαθμούς Κελσίου τον Οκτώβριο και έφθασε τους -16 τον Φεβρουάριο.
Η διατροφή που παρεχόταν στα ανήλικα αυτά σοκάρει: «Καθημερινά λάμβαναν ένα χυμό με ένα ψωμάκι το πρωί και ένα γεύμα πολύ κακής ποιότητας και μικρής ποσότητας ενώ δεν είχαν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Από αυτό το γεύμα, έπρεπε να κρατούν το μισό ώστε να έχουν κάτι για το βράδυ αλλά έπρεπε και να το προστατεύουν από τους πιο επιθετικούς εφήβους. Νερό αναγκαστικά έπιναν από τη βρύση της τουαλέτας του κελιού, το οποίο όμως δεν είναι πόσιμο. Πολλές φορές υπέφεραν από γαστρεντερίτιδες. Επίσης, ποτέ δεν τους παρεχόταν ένα ζεστό ρόφημα, γαλακτοκομικά προϊόντα ή αρκετά φρούτα».
Σε αυτές τις συνθήκες, στο κελί δυναμικότητας 40 ατόμων βρίσκονταν καθημερινά πολύ περισσότερα παιδιά, φθάνοντας ακόμη και τα 130 (!). «Ο παραπάνω συνωστισμός διαρκούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε συνδυασμό με την απραξία και την απουσία προαυλισμού έκανε την καθημερινότητα των ανηλίκων αφόρητη. Πολλά είναι τα παιδιά που δεν κοιμούνταν για μέρες μη έχοντας χώρο, άλλα στριμώχνονταν στις κουκέτες ανά τρία ενώ άλλα αναγκαστικά ξάπλωναν στο πάτωμα, πάνω σε χαρτόνια μέσα στα νερά ή και δίπλα σε λήμματα».
Για παράδειγμα στις 11 Ιουλίου 2011, τα παιδιά ήταν 116 (τα περισσότερα είχαν συλληφθεί πριν από ένα ή δυο μήνες). Ανάμεσά τους υπήρχε ένα νήπιο και πολλά 11-12 ετών. «Τα παιδιά κρέμονταν κυριολεκτικά από τα κάγκελα όλα μαζί σπρώχνοντας το ένα το άλλο για να πάρουν αέρα. Τα μικρότερα δεν μπορούσαν να φτάσουν στα κάγκελα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας κάθονταν 5-5 μαζί στις κουκέτες καθώς δεν υπήρχε κυριολεκτικά χώρος να σταθούν. Παρόλα αυτά, δεν προαυλίζονταν. Η λύση που δόθηκε ήταν να μοιραστούν κάποια το διπλανό κελί με τους ενήλικες».
«Δεν ήξεραν ότι βρίσκονταν στην Ελλάδα»
Πολλά από ανήλικα, όταν τα πλησίασε η αποστολή του ΕΣΠ, δεν ήξεραν καν σε ποια χώρα βρίσκονταν. Για τις ελληνικές αρχές αποτελούν «ανεπιθύμητη ευθύνη», συμπεραίνει η έκθεση. Συχνά η κράτησή τους σε αυτές τις συνθήκες ματαίωσε κάθε ελπίδα επανένωσής τους με την οικογένειά τους την οποία μερικά είχαν χάσει στο ταξίδι προς την Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αδερφών Ν.Α. και Ν.Β. που αναφέραμε στην αρχή. «Είχαν να μιλήσουν με τη μητέρα τους από την ημέρα που εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους. Δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν τηλεκάρτα και δεν τους επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν το τηλέφωνο». Την ημέρα που τους εντόπισε η αποστολή του ΕΣΠ επικοινώνησαν με την μητέρα τους μέσω τηλεφώνου τρίτου και την ενημέρωσαν πού βρίσκονταν. «Από εκείνη την ημέρα η μητέρα προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τα παιδιά τηλεφωνώντας η ίδια στο Φυλάκιο. Ποτέ δεν την άφησαν να μιλήσει με τα παιδιά της ούτε προσπάθησε κανείς να επικοινωνήσει μαζί της».