Όταν ο κ. Κ. Αρβανιτόπουλος, στενός συνεργάτης του νυν πρωθυπουργού κ. Αντ. Σαμαρά και εκπρόσωπος του ακαδημαϊκού πυρήνα της καραμανλικής δεξιάς, ανηφόρισε για πρώτη φορά για το υπουργείο Παιδείας πριν από οκτώ μήνες, το σκηνικό που είχε στηθεί στο κτίριο του Αμαρουσίου, ήταν τελείως διαφορετικό από εκείνο που βρίσκει σήμερα.
Δίπλα του μια ισχυρή υπουργός, η κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, που είχε όμως ήδη πληγεί από την πολύμηνη αντιπαράθεση της με την πανεπιστημιακή κοινότητα της χώρας και μαζί της μια υφυπουργός, η κυρία Εύη Χριστοφιλοπούλου, την οποία πολλοί χαρακτήριζαν «άκακη». Η δουλειά του ήταν εύκολη. Έπρεπε να δείξει διπλωματική ικανότητα, να ρίξει γέφυρες με τα πανεπιστήμια που διψούσαν για μια «καλή κουβέντα», να μην κάνει όμως κάποια μεγάλη αλλαγή ώστε να μην διαρρήξει την ενότητα της τότε κυβέρνησης και την περίφημη συναίνεση, αν και θα έπρεπε να δώσει την εντύπωση ότι το κάνει.
Τα δεδομένα στο Μαρούσι σήμερα δεν έχουν αλλάξει πολύ. Οι ισορροπίες στην νέα κυβέρνηση είναι και πάλι λεπτές. Αλλά ακόμη πιο λεπτές είναι στην κοινωνία. Η εικόνα της εκπαίδευσης, όπως την άφησε η τότε ηγεσία του υπουργείου και δεν κατάφεραν να την αλλάξουν οι επόμενοι μήνες με δύο διαφορετικούς υπουργούς, είναι αποκαρδιωτική.
Τα ΑΕΙ βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού, δεν έχουν χρήματα για να λειτουργήσουν παρά για τρεις μήνες, οι νυν πρυτανικές τους αρχές παύονται στο τέλος Αυγούστου στο μέσον της θητείας τους, τα νέα Συμβούλια Διοίκησης που θεσπίστηκαν με τον νέο Νόμο Πλαίσιο δεν έχουν εκλεγεί σε κανένα πανεπιστήμιο.
Πάντως, πολύτιμος σύμμαχος στις διαπραγματεύσεις με τα πανεπιστήμια και την αναζήτηση λύσης για την ομαλή εφαρμογή του νέου Νόμου αναμένεται να είναι ο νέος υφυπουργός του υπουργείου Παιδείας κ. Θ. Παπαθεοδώρου, πρύτανης έως χθες του πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Παράλληλα, μια ολόκληρη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της χώρας σχεδιάστηκε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά έμεινε πίσω λόγω του «κατεπείγοντα» χαρακτήρα που απέκτησε για αδιευκρίνιστους λόγους ο Νόμος για τα πανεπιστήμια.
Έτσι, ενώ το αναλυτικό πρόγραμμα στα δημοτικά άλλαξε, το γυμνάσιο έμεινε χωρίς καμία από τις αλλαγές που σχεδιάστηκαν, το ίδιο και η Β΄και η Γ΄Λυκείου, παρότι το αναλυτικό πρόγραμμα στην Α΄Λυκείου επίσης άλλαξε. Παρότι λοιπόν, σχεδιάστηκε μια μεταβατική περίοδος για το γυμνάσιο, ώστε να καταργηθούν οι εξετάσεις στα τρίμηνα, να καλλιεργηθεί η λογική της ενιαίας διδασκαλίας, των ενιαίων προγραμμάτων, της εισαγωγής στα «πρότζεκτς» (ομαδικές εργασίες) και να δίνονται πιστοποιήσεις ξένων γλωσσών και πληροφορικής στο τέλος του προγράμματος του, αυτό δεν έγινε ποτέ. Κι αυτό γιατί δεν ψηφίστηκε ποτέ το νομοσχέδιο για το Νέο και το Τεχνολογικό Λύκειο, για τα οποία εκφράστηκαν προεκλογικά σημαντικές διαφωνίες μεταξύ ΠαΣοΚ και Νέας Δημοκρατίας. Πίσω έμεινε και το νέο εξεταστικό σύστημα, παρότι εξαγγέλθηκε.
Οι εκπαιδευτικοί, από την άλλη πλευρά, δεν θα έχουν εφέτος ούτε επιμόρφωση, καθώς δεν προχώρησαν ούτε οι αλλαγές για τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που θα τους επιμόρφωναν ακριβώς στις παραπάνω αλλαγές.
Ταυτόχρονα, παρότι η Παιδεία έχει εξαιρεθεί από το μνημόνιο, εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, μαθητές και μια αξιοσημείωτα μεγάλη ομάδα από φοιτητές που πρόσκειται σε αριστερά και ακροαριστερά σχήματα και περιμένουν την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε επόμενη κατάληψη, χτίσιμο… γραφείου καθηγητή ή κινητοποίηση εντός και εκτός πανεπιστημίου, περιμένουν με το «όπλο στο χέρι» για να απαντήσουν σε κάθε νέα περικοπή στο χώρο της εκπαίδευσης.