Ερώτηση στη Βουλή για τον διαλυμένο προσομοιωτή μετρό που βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της Σταθερές Συγκοινωνίες ΑΕ (ΣΤΑΣΥ) και την απένταξη του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) του ΤΡΑΜ από τα συγχρηματοδοτούμενα έργα, που αποκάλυψε «Το Βήμα», κατέθεσαν οι βουλευτές της ΝΔ, κκ. Μ. Βαρβιτσιώτης και Μιχ. Παπαδόπουλος.
Στην ερώτησή τους προς τον υπουργό Υποδομών κ. Μ. Βορίδη οι δύο βουλευτές ρωτούν για ποιους λόγους η διοίκηση της ΣΤΑΣΥ ΑΕ απένταξε το ΟΠΣ και τι προτίθεται να πράξει ο υπουργός αναφορικά με την υπόθεση του προσομοιωτή, «ώστε να υπάρξει πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης και καταλογισμός ευθυνών όπου υπάρχουν».
Μάλιστα, η παρέμβαση του βουλευτή Β’ Αθηνών και του τομέαρχη Μεταφορών της ΝΔ έρχεται στον απόηχο της εντολής του γενικού γραμματέα του υπουργείου Υποδομών, κ. Αρ. Μπουρδάρα για διερεύνηση από το Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης των καταγγελιών περί παροχής από τη ΣΤΑΣΥ διπλάσιου εφάπαξ, ύψους 33.000 ευρώ μόνο στους εργαζομένους της πρώην ΗΣΑΠ ΑΕ, αντί των 15.000 ευρώ που λαμβάνουν οι υπόλοιποι υπάλληλοι των πρώην ΤΡΑΜ και ΑΜΕΛ.
Παράλληλα, όπως αποκαλύπτει σήμερα «Το Βήμα», η ΣΤΑΣΥ έχει ζητήσει από την Αττικό Μετρό, χωρίς να έχει, βέβαια, την αρμοδιότητα, την ακύρωση της επέκτασης του τραμ προς τον Πειραιά και τη μη εφαρμογή του νόμου για τις αστικές συγκοινωνίες, χωρίς να εισακουστεί.
Διένεξη των κ.κ. Τσίτουρα και Βασιλειάδη
Σύμφωνα με τον νόμο Ρέππα για τις αστικές συγκοινωνίες της Αττικής, όλα τα έργα σταθερής τροχιάς του Μετρό, του Τραμ και των ΗΣΑΠ πέρασαν στην αρμοδιότητα της Αττικό Μετρό (ΑΜ), δηλαδή της εταιρείας που κατασκευάζει τους πλέον σύγχρονους μητροπολιτικούς σιδηροδρόμους της Ευρώπης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, κατά τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΣΤΑΣΥ, κ. Κ. Βασιλειάδη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στις 7 Δεκεμβρίου έστειλε επιστολή στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΑΜ, κ. Χρ. Τσίτουρα με την οποία απαρίθμησε τα έργα που παρέλαβε η ΣΤΑΣΥ από τις ΑΜΕΛ, ΤΡΑΜ και ΗΣΑΠ κι εξέθεσε τον προβληματισμό του για την πορεία των έργων σταθερής τροχιάς, τα οποία, κατά την άποψή του πρέπει να εκτελέσει η ΣΤΑΣΥ, και όχι η κατά νόμον αρμόδια, ΑΜ.
Στην επιστολή του, η οποία δεν κοινοποιείται ούτε στην μητρική εταιρία (ΟΑΣΑ) ούτε στο υπουργείο Υποδομών, ο κ. Βασιλειάδης, παρά το ότι πρόκειται για έργα, τα οποία έχουν μελετηθεί κι ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, ο επικεφαλής της ΣΤΑΣΥ ζητά:
– Η κατασκευή της νέας επισκευαστικής βάσης των ΗΣΑΠ στον Πειραιά (προϋπολογισμού 97 εκατ. ευρώ) να μην γίνει από την ΑΜ, αλλά από την ΣΤΑΣΥ, διότι «δεν είναι έργο ανάπτυξης ούτε επέκτασης».
– Η υπογειοποίηση της γραμμής των ΗΣΑΠ στο κομμάτι Φάληρο – Πειραιάς και η κατασκευή του σταθμού «Κεράνης» (70 εκατ. ευρώ χωρίς τη σηματοδότηση) να μην προχωρήσουν διότι «δεν εξυπηρετούνται νέες περιοχές του λεκανοπεδίου», θα υπάρξει απώλεια εσόδων 25 εκατ. ευρώ για 15 μήνες, θα επιβαρυνθεί το κόστος λειτουργίας της εταιρίας λόγω του νέου σταθμού, θα καθυστερεί κατά 4% το δρομολόγιο Πειραιάς – Κηφισιά και δεν θα μπορεί να γίνει απόσβεση της δαπάνης.
Έτσι, προτείνει την ακύρωση της υπογειοποίησης και την δημοπράτηση της ανακαίνισης της γραμμής Φάληρο – Πειραιάς από τη ΣΤΑΣΥ και όχι από την ΑΜ.
Επίσης, ζητά την επανεξέταση της επέκτασης του τραμ προς τον Πειραιά, λόγω της επιλεγείσας κυκλικής πορείας και των πιθανών καθυστερήσεων στο έργο, ενώ τονίζει ότι η σύνδεση του αμαξοστασίου του Τραμ στο Ελληνικό με τον σταθμό Μετρό Αργυρούπολη πρέπει να εκτελεστεί με διαγωνισμό από την ΣΤΑΣΥ και όχι από την ΑΜ, καθώς η δεύτερη δεν διαθέτει «τεχνογνωσία κατασκευής κι επίβλεψης έργων τραμ».
Η απάντηση του κ. Τσίτουρα
Στις 9 Δεκεμβρίου ήρθε η απάντηση του κ. Τσίτουρα, η οποία κοινοποιήθηκε στα υπουργεία Υποδομών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και στον ΟΑΣΑ. «Μας δημιουργεί εντύπωση το γεγονός ότι δεν έχει γίνει ως φαίνεται κατανοητή από τη ΣΤΑΣΥ η μεταρρύθμιση που επήλθε στις αστικές συγκοινωνίες της Αττικής. Είναι σαφές από τον νόμο ότι τα έργα του δικτύου αστικού σιδηροδρόμου και Τραμ στην Αττική υλοποιούνται από την ΑΜ, ανεξάρτητα από το είδος των έργων και από την ιδιοκτησία των παγίων» σημειώνεται στο κείμενο.
«Δεν έχει νομικό έρεισμα η άποψή σας ότι η κατασκευή του έργου της νέας επισκευαστικής βάσης της γραμμής 1 πρέπει να γίνει από την ΣΤΑΣΥ. Δεν αντιλαμβανόμαστε ποια σκοπιμότητα θα εξυπηρετούσε να αναλάβει μία εταιρία λειτουργίας, όπως η ΣΤΑΣΥ, ένα έργο προϋπολογισμού περίπου 100 εκατ. ευρώ ή ενδεχομένως και άλλα έργα, όταν υπάρχει η δυνατότητα από τον νόμο τα έργα αυτά να γίνουν από την ΑΜ» υπογραμμίζεται στην απάντηση του κ. Τσίτουρα.
«Είναι αδιανόητο να φθάνετε στο σημείο να προτείνετε την ακύρωση στην πράξη της βούλησης του νομοθέτη. Από τον νόμο επελέγη η ΑΜ και όχι η ΣΤΑΣΥ για την αρμοδιότητα υλοποίησης των έργων του ΤΡΑΜ, ανεξάρτητα από τις δικές σας επιθυμίες, ή την αντίληψη που έχετε για τις δυνατότητες της ΑΜ να υλοποιήσει έργα ΤΡΑΜ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το έργο του ΤΡΑΜ ξεκίνησε, μελετήθηκε και δημοπρατήθηκε κατ’ ουσίαν από την ΑΜ και τα στελέχη της, ιδρύοντας στην πορεία ως θυγατρική την ΤΡΑΜ ΑΕ» συνεχίζει ο κ. Τσίτουρας.
«Προτείνετε να μην υλοποιηθεί ένα έργο έτοιμο σχεδόν για υπογραφή και με διασφαλισμένη την χρηματοδότηση, όπως είναι η επέκταση του ΤΡΑΜ στον Πειραιά, παραπέμποντας ουσιαστικά το έργο αυτό στις καλένδες και στη σίγουρη απένταξή του από το ΕΣΠΑ. Σας ενημερώνουμε λοιπόν ότι η ΑΜ σκοπεύει να προχωρήσει το έργο αυτό και θα επιδιώξει και τη χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία και των υπολοίπων έργων αρμοδιότητας των πρώην ΤΡΑΜ και ΗΣΑΠ» καταλήγει η επιστολή, με την οποία καλείται η ΣΤΑΣΥ να διαβιβάσει στον ΟΑΣΑ όλες τις σχετικές μελέτες και τα τεύχη δημοπράτησης των έργων ΗΣΑΠ και ΤΡΑΜ, «προκειμένου να υλοποιηθούν οι προβλέψεις του νόμου».
Η ανταπάντηση του κ. Βασιλειάδη
Στις 12 Δεκεμβρίου, ο κ. Βασιλειάδης απάντησε στην επιστολή του κ. Τσίτουρα, σημειώνοντας ότι ο ίδιος είχε «προσωπικά εισηγηθεί τις διατάξεις» του νόμου Ρέππα, επιμένοντας ότι «το έργο της επισκευαστικής βάσης του Πειραιά πρόκειται για έργο αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας της ΣΤΑΣΥ και, άρα, ουδεμία σχέση έχει με την ανάπτυξη και την επέκταση του δικτύου αστικού σιδηροδρόμου». «Η Αττικό Μετρό δεν κατασκευάζει έργα με ταυτόχρονη διακίνηση επιβατών στο δίκτυο», όπως κάνει η ΣΤΑΣΥ, ανέφερε ο κ. Βασιλειάδης, ενώ σχετικά την αρνητική του άποψη για την υλοποίηση των έργων των ΗΣΑΠ και του τραμ θεωρεί ότι «είναι υποχρεώσή μας να την εκφράσουμε, ιδιαίτερα στη σημερινή οικονομική συγκυρία». Αυτή τη φορά η επιστολή του, όμως, κοινοποιήθηκε αρμοδίως.
Το «άδειασμα» από τον κ. Δημητρίου
Στον επικεφαλής της ΣΤΑΣΥ απάντησε στις 16 Δεκεμβρίου η μητρική εταιρία, δηλαδή ο ΟΑΣΑ. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, κ. Δημ. Δημητρίου εξέφρασε την έκπληξή του για την επιστολή της ΣΤΑΣΥ «προς τρίτους (εταιρία εκτός του ομίλου ΟΑΣΑ, χωρίς σχετική κοινοποίηση στον ΟΑΣΑ) αναφορικά με τις απόψεις της (χωρίς σαφή αναφορά αν είναι προσωπικές θέσεις ή αποφάσεις συλλογικού οργάνου)».
«Η έκπληξή μας είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν τόσο κατά την συνήθη επικοινωνία με τη διοίκηση της ΣΤΑΣΥ όσο και κατά την πρόσφατη πρόσκληση του διευθύνοντα συμβούλου σε συνεδρίαση του ΔΣ του ΟΑΣΑ δεν έγινε η παραμικρή αναφορά ή υπόδειξη στο συγκεκριμένο θέμα» σημειώνεται.
«Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι τόσο στην κοινή λογική όσο και στη συνήθη πρακτική στην ημεδαπή και αλλοδαπή στα θέματα διοίκησης επιχειρήσεων με δομή ομίλου και διαμόρφωσης εταιρικών σχέσεων με τρίτους, απαιτείται η συνεννόηση μεταξύ θυγατρικής και μητρικής εταιρίας» σημειώνεται.
«Οι απόψεις της ΣΤΑΣΥ σε θέματα σχεδιασμού (που αποτελεί αρμοδιότητα του ΟΑΣΑ) είναι χρήσιμες, ωφέλιμες και θεμιτές, όταν προκύπτουν μέσα από διαβούλευση, ανταλλαγή απόψεων και θεμελιώνονται επαρκώς, γεγονός που κατά την άποψή μας δεν γίνεται στην συγκεκριμένη επιστολή» τονίζει ο κ. Δημητρίου.
«Ο Ν. 3920/11 περιγράφει με σαφήνεια και ξεκάθαρα τις αρμοδιότητες τόσο του ΟΑΣΑ όσο και της ΣΤΑΣΥ. Κάθε άλλη ερμηνεία είναι αυθαίρετη, εκτός νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου, ενώ παράλληλα δημιουργεί προβληματισμούς για την σκοπιμότητα και τους στόχους της» υπογραμμίζεται.
Στην επιστολή του, ο κ. Δημητρίου συμφωνεί με τον κ. Τσίτουρα και, σχετικά με την δεύτερο γράμμα του κ. Βασιλειάδη, σχολιάζει ότι «δεν αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενό του».
«Παρακαλούμε θερμά τις θυγατρικές μας εταιρίες, σήμερα και στο μέλλον, να μας κάνουν κοινωνούς των επίσημων απόψεών τους, ιδιαίτερα όταν αυτές τροποποιούνται σε σχέση με προγενέστερες» καταλήγει η επιστολή, ζητώντας ακόμη κι ευρύτερες τοποθετήσεις, «με την αναγκαία προϋπόθεση να απευθύνονται κατ’ ευθείαν στον ΟΑΣΑ (σε θέματα αρμοδιότητάς του) με σχετική τεχνοοικονομική τεκμηρίωση, χωρίς παρακάμψεις και αδήλωτες προθέσεις».