Ακούγοντας τους όρους «cyberbullying» και «sexting», αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα παιδιά αντιμετωπίζουν στο Διαδίκτυο κινδύνους που οι γονείς τους δεν μπορούν καν να… προφέρουν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα κινητά τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας και όλες οι διαδικτυακές εφαρμογές επικοινωνίας διευρύνουν τους ορίζοντες των παιδιών στους τομείς της πληροφόρησης, της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας. Ταυτόχρονα, ωστόσο εγκυμονούν κινδύνους που οι ανυποψίαστοι γονείς δεν αντιλαμβάνονται, δε μπορούν να προβλέψουν και συνεπώς συχνά αδυνατούν να καταπολεμήσουν.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ελληνική ομάδα του δικτύου «EU Kids Online», ενός ευρωπαϊκού δικτύου που μελετά τις διαδικτυακές πρακτικές των παιδιών σε 25 ευρωπαϊκές χώρες, το 6% των παιδιών 9-16 ετών που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο στην Ευρώπη δηλώνουν ότι έχουν υποστεί εκφοβισμό ή παρενόχληση μέσω ίντερνετ (cyberbullying), ενώ το 15% παραδέχονται ότι έχουν λάβει μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου μέσω διαδικτύου (sexting). Στην Ελλάδα, το 4% των παιδιών ηλικίας 9-16 έχουν παρενοχληθεί διαδικτυακά , ενώ το 11% δηλώνει ότι έχει λάβει σεξουαλικά μηνύματα μέσω διαδικτύου.

«Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι το Διαδίκτυο δεν γεννά προβλήματα εκ του μη όντος. Αντιθέτως, συμπεριφορές που ανέκαθεν υπήρχαν στην παιδική και εφηβική ζωή βρίσκουν ένα νέο όχημα για να εκφραστούν στο Διαδίκτυο. Η σεξουαλικές αναζητήσεις των εφήβων, τα καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα πειράγματα μεταξύ των συμμαθητών και οι κάθε είδους εκφάνσεις της παιδικής και εφηβικής συμπεριφοράς βρίσκουν στο Ιντερνετ και ειδικότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα νέο ανεξερεύνητο πεδίο στο οποίο εκδηλώνονται με τρόπους άλλοτε ακίνδυνους και άλλοτε παραβατικούς», εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» η υπεύθυνη της ελληνικής ομάδας του δικτύου «EU Kids Online», κυρία Λίζα Τσαλίκη, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ειδικότερα, ο όρος «bullying» αναφέρεται σε μια παραβατική συμπεριφορά που ανέκαθεν εκδηλωνόταν στα σχολεία της Ευρώπης – ανάμεσά τους και στα ελληνικά. Πρόκειται για τα κακοπροαίρετα πειράγματα, τις προσβολές και την άσκηση λεκτικής ή σωματικής βίας από φίλους ή συμμαθητές, η οποία φτάνει στα όρια του εκφοβισμού του παιδιού που την υφίσταται. Ο όρος «cyberbullying» αναφέρεται στις εν λόγω συμπεριφορές όταν αυτές πραγματοποιούνται μέσω διαδικτύου ή κινητών τηλεφώνων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα το δίκτυο «EU Kids Online» για το διάστημα 2009-2011, το 6% των παιδιών 9-16 ετών που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο στην Ευρώπη αναφέρουν ότι έχουν παρενοχληθεί διαδικτυακά, ενώ τα μισά από τα αυτά (3%) ομολογούν ότι έχουν παρενοχλήσει άλλα παιδιά.

Σε ό,τι αφορά τη συχνότητα της παρενόχλησης, το 5% των παιδιών αναφέρουν ότι κάποιος τους παρενόχλησε πάνω από μια φορά την εβδομάδα, το 4% αναφέρουν ότι παρενοχλήθηκαν μια με δυο φορές το μήνα, ενώ για το 10%, η εμπειρία αυτή συνέβη λιγότερο συχνά.

ί
Απόδειξη του γεγονότος ότι το Ιντερνετ δεν γεννά αλλά αναδεικνύει τα προβλήματα της «πραγματικής» ζωής είναι η σχέση μεταξύ διαδικτυακής παρενόχλησης και παρενόχλησης στον πραγματικό κόσμο, με άλλα λόγια μεταξύ του online και του offline bullying. Σύμφωνα με τα στοιχεία της παραπάνω έρευνας, το 56% των παιδιών που παραδέχθηκαν ότι έχουν επιδοθεί σε διαδικτυακό bullying, είπαν ότι το έχουν κάνει και στον πραγματικό κόσμο, ενώ το 55% των θυμάτων διαδικτυακού εκφοβισμού ανέφεραν ότι είχαν πέσει θύματα εκφοβισμού και στην καθημερινή τους ζωή. «Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα θύματα και οι θύτες του cyberbullying αποτελούν τη μειοψηφία, καθώς το 93% των παιδιών δεν είχαν καμιά εμπειρία από τις δύο», τονίζει η κυρία Τσαλίκη.

Σεξουαλικές αναζητήσεις και «sexting»
«Η ανταλλαγή μηνυμάτων με σεξουαλικό περιεχόμενο (sexting) – είτε ως κείμενο είτε ως εικόνες – δεν είναι φυσικά μία πρωτοφανής συμπεριφορά ανάμεσα στους εφήβους! Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει τμήμα της συμπεριφοράς των παιδιών προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, μέσα από το οποίο εξερευνούν τη σεξουαλικότητα τους, φλερτάρουν και παίζουν. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν αυτή η συμπεριφορά εκτροχιάζεται και μετατρέπεται σε παρενόχληση ή σε προσβολή της προσωπικότητας του παιδιού», αναφέρει η κυρία Τσαλίκη. Ειδικότερα, στη χώρα μας το 11% των παιδιών δήλωσαν ότι έχουν δεχθεί «sexting», ενώ μόλις το 2% παραδέχθηκαν ότι έχουν αποστείλει σεξουαλικά μηνύματα σε άλλους.

Ο σημαντικότερος παράγοντας, ωστόσο, που ανησυχεί τους γονείς και που σχετίζεται με τις «νέες γνωριμίες» στο Διαδίκτυο είναι το ενδεχόμενο το παιδί να προβεί σε επικίνδυνες συναντήσεις με αγνώστους ενήλικες, οι οποίες μπορούν να αποβούν επικίνδυνες για τη σωματική του ακεραιότητα. «Τα «καλά νέα» είναι ότι όλο και περισσότερα παιδιά χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να διευρύνουν τον κύκλο των φίλων τους, ως τμήμα δηλαδή της φυσιολογικής ζωής τους. Ωστόσο, μια πρώτη ματιά δείχνει ότι 3 στα 10 παιδιά (30%) γνώρισαν κάποιον στο διαδίκτυο τον οποίο δεν γνώριζαν πρωτύτερα «εκτός διαδικτύου»» αναφέρει η κυρία Τσαλίκη. Στη χώρα μας, το ποσοστό είναι χαμηλότερο, καθώς το 20% των παιδιών 9-16 ετών γνώρισαν κάποιον στο διαδίκτυο που δεν ήξεραν πριν, και το 6% εξ αυτών προχώρησαν σε δια ζώσης συνάντηση με τον άγνωστο.

Συζήτηση ή απαγόρευση;
Το ερώτημα που γεννάται, συνεπώς, είναι αν οι γονείς μπορούν να επέμβουν στη διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών τους, ώστε να τα προστατεύσουν από τους κινδύνους, χωρίς να περιορίσουν τα οφέλη που μπορούν να αποκομίσουν από το διαδικτυακό «σερφάρισμα». «Κάθε γονιός ακολουθεί διαφορετικές προσεγγίσεις, οι οποίες καθορίζονται κυρίως από το βαθμό της εξοικείωσης που έχει ο ίδιος ο γονιός με το Διαδίκτυο. Ειδικότερα, η έρευνά μας έδειξε ότι οι γονείς που είναι χρήστες του διαδικτύου οι ίδιοι, υιοθετούν πιο μετριοπαθείς στάσεις σε σύγκριση με αυτούς που δεν το χρησιμοποιούν, οι οποίοι προβαίνουν σε απαγορεύσεις. Οι πρώτοι ακολουθούν τεχνικές όπως τη συζήτηση με τα παιδιά σχετικά με διαδικτυακές δραστηριότητες τους και την καθοδήγηση των παιδιών στη διαδικτυακή ασφάλεια είτε βοηθώντας τα σε περίπτωση που συναντήσουν δυσκολίες, είτε λέγοντας τους τι να κάνουν σε καταστάσεις που τους αναστατώνουν ή τα ενοχλούν. Αντιθέτως, οι δεύτεροι ακολουθούν πιο απαγορευτικές μεθόδους όπως την επιβολή κανόνων γύρω από το τι επιτρέπεται να κάνουν τα παιδιά και τι όχι, τον έλεγχο του υπολογιστή προκειμένου να δουν οι γονείς με τι ασχολούνται τα παιδιά τους ή τον έλεγχο των προφίλ των παιδιών στα διάφορα κοινωνικά μέσα, όπως και των μηνυμάτων στο email τους ή στο λογαριασμό instant messaging», τονίζει η κυρία Τσαλίκη.

Το κλειδί, ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές είναι να κατορθώσει ο γονιός να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού, ώστε αυτό να αποζητά την καθοδήγηση και τη βοήθεια του γονέα, όταν συναντά διαδικτυακές συμπεριφορές που το φέρνουν σε δύσκολη θέση. Πρόκειται για μία διόλου ευκαταφρόνητη πρόκληση, καθώς τα παιδιά έχουν μια εγγενή τάση να στρέφονται προς τους συνομίληκους τους σε ανάλογα προβλήματα και όχι προς τους γονείς τους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, παρότι τα παιδιά δηλώνουν ότι συμβουλές για το πώς να είναι ασφαλή στο διαδίκτυο τους έδωσαν οι γονείς τους σε ποσοστό 63% και οι δάσκαλοι τους σε ποσοστό 58%, όταν ανακύπτουν προβλήματα προτιμούν να στραφούν στους φίλους τους και όχι στους… ενήλικες συμβουλάτορες. Ειδικότερα, αν ένα παιδί αναστατώθηκε από διαδικτυακό bullying, στρέφεται σε κάποιον φίλο σε ποσοστό 50%, ενώ σε γονέα σε ποσοστό 40%. Αντίστοιχα, αν έπεσε θύμα «sexting», στρέφεται στους φίλους του σε ποσοστό 37%, ενώ στους γονείς σε ποσοστό 29%, και στην περίπτωση που συνάντησε στον πραγματικό κόσμο κάποιον άγνωστο που γνώρισε στο διαδίκτυο, στρέφεται σε φίλους σε ποσοστό 35%, ενώ στους γονείς σε ποσοστό 28%.

«Πρέπει να τονισθεί, ωστόσο, ότι ο ρόλος των γονέων σε θέματα ασφάλειας διαδικτύου κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, καθώς το 36% των παιδιών αναφέρουν ότι τους βοήθησαν οι γονείς τους όταν κάτι τους αναστάτωσε στο διαδίκτυο, ενώ το 24% ότι τους βοήθησε ο δάσκαλός τους. Συνεπώς το ζητούμενο είναι να εδραιωθεί μία σχέση εμπιστοσύνης μέσα από ανοιχτό μυαλό και ειλικρινή συζήτηση, ώστε το παιδί να μπορεί να μοιραστεί με το γονέα τον κίνδυνο ή το πρόβλημα που μπορεί να προκύψει», καταλήγει η κυρία Τσαλίκη.