Αίτηση υπαγωγής στην προστασία του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα υπέβαλε την Παρασκευή η ιδιοκτήτρια εταιρία της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, που εδώ και μήνες αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Η αίτηση κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και αφορά την υπαγωγή της εφημερίδας στο καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές της, όπως ορίζεται στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα πληροφορίες ήθελαν την ιδιοκτησία της εφημερίδας να έχει υποβάλει αίτηση για το άρθρο 99, ωστόσο αίτηση για την εφημερίδα δεν είχε κατατεθεί στο Πρωτοδικείο.
Εκείνο που είχε συμβεί ήταν ότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ιδιοκτήτριας εταιρίας είχαν πληρώσει το ποσό για το παράβολο κατάθεσης αίτησης.
Τι σημαίνει το άρθρο 99
Στο πλαίσιο του άρθρου 99 δίνεται η δυνατότητα σε μία επιχείρηση που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, να έλθει σε συνεννόηση με τους πιστωτές του και να υποβάλει μια πρόταση για τη ρύθμιση των οφειλών του, χωρίς να κινδυνεύει με κατάσχεση των περιουσιακών της στοιχείων.
Για να υπαχθεί στο άρθρο 99 μια εταιρεία θα πρέπει να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ουσιαστικά, ποιες ενέργειες θα πραγματοποιηθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί ρευστότητα για να εξυπηρετηθούν οι οφειλές. Αυτές συνήθως αφορούν την πώληση περιουσιακών στοιχείων, τη στόχευση σε νέες δραστηριότητες, την περικοπή εξόδων κ.α.
Κατά τη συζήτηση, όσοι θεωρούν ότι το σχέδιο αυτό δεν είναι εφαρμόσιμο, έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν και να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους. Εάν το δικαστήριο εκτιμήσει πως το σχέδιο έχει πιθανότητες υλοποίησης, εκδίδει απόφαση με την οποία εντάσσεται η εταιρεία σε διαδικασία συνδιαλλαγής. Συνήθως, όπου υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας το δικαστήριο δίνει την ευκαιρία της συνδιαλλαγής.
Ακολούθως ορίζεται ένας διαμεσολαβητής,, ο οποίος συγκεντρώνει όλες τις απαιτήσεις και υποβάλλει σε όλους τους πιστωτές μια πρόταση που προβλέπει «κούρεμα» των απαιτήσεών τους. Αυτό πρέπει να γίνει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι υποχρεωμένη η εταιρεία να πάρει δικάσιμο και εφόσον συναινεί η συντριπτική πλειοψηφία των πιστωτών, το δικαστήριο εγκρίνει εν τέλει το συμβιβασμό. Βεβαίως, μπορεί το δικαστήριο να μην επικυρώσει την συμφωνία εταιρείας-πιστωτών.
Η εμπειρία δείχνει ότι πολλές φορές η διαδικασία αυτή είναι προσχηματική για να κερδίσει χρόνο η εταιρεία ώστε να εκποιήσει περιουσιακά στοιχεία. Υπάρχουν όμως και υγιείς περιπτώσεις. Οταν για παράδειγμα, ο μέτοχος θέλει πραγματικά να σώσει την εταιρεία του και βάζει υποθήκη περιουσιακά του στοιχεία αλλά και μετρητά από την προσωπική του περιουσία. Τότε και οι τράπεζες συναινούν ώστε να εισπράξουν ένα μεγάλο μέρος των οφειλομένων τους.