«Τα μεγαλύτερα ψέματα είναι αυτά που λέμε στον εαυτό μας», λέει το γνωστό ρητό και όπως όλα δείχνουν διαθέτει μεγάλη δόση αλήθειας ακόμα και στον τομέα της διατροφής! Σύμφωνα με ειδικούς διατροφολόγους, οι Ελληνες διαθέτουν όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε υγιεινές διατροφικές επιλογές, «κωδικοποιημένες» μέσα στις ετικέτες διατροφικής αξίας που αναγράφονται υποχρεωτικά σε όλα τα συσκευασμένα προϊόντα. Ωστόσο, η πλειονότητα των καταναλωτών δεν γνωρίζουν πώς να «αποκρυπτογραφήσουν» αυτές τις ετικέτες, με αποτέλεσμα να τις διαβάζουν επιλεκτικά και να καταλήγουν σε μία κατάσταση διατροφικής… ημιμάθειας. Τρεις ειδικοί διατροφολόγοι μιλούν στο «Βήμα» για τις παγίδες που κρύβουν τα «ψιλά γράμματα» στις ετικέτες διατροφικής αξίας και για το πώς μπορούν οι καταναλωτές να τις αποκωδικοποιήσουν προς όφελος της υγείας και της σιλουέτας τους.
1. Εξοικειωθείτε με τις μονάδες μέτρησης βάρους
Η σημαντικότερη παγίδα στις ετικέτες διατροφικής αξίας έγκειται στη μέτρηση των μερίδων. Ειδικότερα, κάθε εταιρεία είναι υποχρεωμένη να αναγάγει τις θερμίδες και τα θρεπτικά στοιχεία της εκάστοτε τροφής είτε στο βάρος των 100 γραμμαρίων είτε στο βάρος μίας μερίδας. Στο σημείο αυτό παραπλανώνται συχνά οι ανυποψίαστοι αγοραστές, διότι, όπως τονίζουν οι ειδικοί, η μερίδα που ορίζεται σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν συμπίπτει πάντα με την… ελληνική μερίδα.
«Είναι συχνό φαινόμενο σε τροφές υψηλής θερμιδικής αξίας, όπως για παράδειγμα στα λιπαρά τυριά, η ετικέτα να αναφέρεται σε μερίδα 25-30 γραμμαρίων. Ενας διατροφολόγος, βέβαια, γνωρίζει ότι 30 γραμμάρια τυριού αντιστοιχούν σε κάτι λιγότερο από τον όγκο ενός σπιρτόκουτου. Οι περισσότεροι καταναλωτές, ωστόσο, τρώνε «με το μάτι» και δεν αντιλαμβάνονται το πώς οι μερίδες τους μεταφράζονται σε μονάδες μέτρησης βάρους. Ο μέσος Ελληνας μπορεί να θεωρεί ότι τρώει μία «φέτα» τυρί και στην πραγματικότητα να καταναλώνει ποσότητα ίση με… τρεις ή τέσσερις μερίδες», τονίζει η κυρία Καλλιόπη Κλεφτούρη Μιχαήλ, καθηγήτρια του τμήματος Διατροφής και Διαιτολογίας του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης.
Αντίστοιχα παραδείγματα εμφανίζονται σε ένα ευρύ φάσμα τροφών. Για παράδειγμα, σε πολλές συσκευασίες σοκολάτας οι ετικέτες αναγράφουν τις θερμίδες και τα λιπαρά που αντιστοιχούν στη «μερίδα», δηλαδή στο… ένα τέταρτο της σοκολάτας, ενώ πλήθος τροφών που πωλούνται σε σακούλα (πχ. πατατάκια, γαριδάκια, ποπ κορν κλπ) ορίζουν τη «μερίδα» σε ποσότητα που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της σακούλας. Αντιστρόφως, εταιρίες που διαφημίζουν τις τροφές τους ως πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά (πχ. σε φυτικές ίνες, ιχνοστοιχεία κλπ), συχνά υπολογίζουν τα θρεπτικά στοιχεία με βάση τα 100 γραμμάρια προϊόντος, τη στιγμή που μία κοινή μερίδα περιορίζεται σε 30-40 γραμμάρια. Μάλιστα, ακριβώς επειδή οι ετικέτες αναγράφουν με ακρίβεια το βάρος στο οποίο γίνεται η αναγωγή, η πρακτική δεν είναι παράνομη και ανήκει στη σφαίρα ευθύνης του καταναλωτή να αποκωδικοποιήσει τις παρεχόμενες πληροφορίες.
Οπως εξηγεί η κυρία Κλεφτούρη, οι Ελληνες ως λαός έχουν τη συλλογική τάση να… υποτιμούν την ποσότητα της τροφής που καταναλώνουν. «Ερευνες έχουν δείξει ότι η μερίδα του Ελληνα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της αντίστοιχης μερίδας στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και είναι συχνό φαινόμενο Ελληνες που ταξιδεύουν στο εξωτερικό να παραπονιούνται για τις μικρές μερίδες στα ευρωπαϊκά εστιατόρια. Μία βόλτα στο κρεοπωλείο θα σας πείσει ότι η ελληνική μπριζόλα είναι πολύ μεγαλύτερη από το ευρωπαϊκό φιλέτο, ενώ συχνά τη σαλάτα, το τυρί ή ακόμα και τις αλοιφές, όπως το τζατζίκι, ο Ελληνας τις υπολογίζει «εκτός» της κύριας μερίδας του. Αυτή η διατροφική κουλτούρα είναι λογικό ότι επηρεάζει ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε τις ετικέτες των τροφίμων», καταλήγει η κυρία Κλεφτούρη.
2. Εξετάστε τις τροφές σας σφαιρικά
Κλειδί στην αποκρυπτογράφηση μίας ετικέτας διατροφικής αξίας αποτελεί η έννοια της «Ενδεικτικής Ημερήσιας Πρόσληψης» (GDA). «Η Ενδεικτική Ημερήσια Πρόσληψη είναι η συνολική ημερήσια ποσότητα που ενδείκνυται να προσλαμβάνεται από τους ενήλικες σε θερμίδες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, σάκχαρα, λιπαρά, κορεσμένα λιπαρά, νάτριο/αλάτι και φυτικές ίνες. Το GDA είναι ένα έγκυρο και επιστημονικά τεκμηριωμένο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στις θέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας», εξηγεί ο κλινικός διαιτολόγος-διατροφολόγος κ. Γιάννης Χρύσου, γενικός γραμματέας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διατροφής.
Οπως υπογραμμίζει, το σύστημα GDA αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μορφή αξιολόγησης ενός διατροφικού προϊόντος, διότι εξετάζει και ποσοτικοποιεί πολλούς παράγοντες ταυτόχρονα. Το λάθος που κάνουν πολλοί καταναλωτές, ωστόσο, είναι ότι εμμένουν σε ένα θετικό χαρακτηριστικό του προϊόντος (πχ. στη δημοφιλή έκφραση «χαμηλό σε λιπαρά») και δεν εξετάζουν τις υπόλοιπες πληροφορίες, παρότι είναι όλες διαθέσιμες με λεπτομερή ανάγνωση της ετικέτας.
«Ολες οι πληροφορίες είναι εκεί. Είναι στο χέρι του καταναλωτή να δει τη σφαιρική εικόνα», τονίζει ο κ. Χρυσού. Αν και είναι σύνηθες φαινόμενο να εξετάζουν οι καταναλωτές την περιεκτικότητα σε θερμίδες και λιπαρά, οι ετικέτες αναγράφουν επιπλέον στοιχεία που λίγοι καταναλωτές μπορούν να «αποκρυπτογραφήσουν».
«Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες είναι μεγάλης σημασίας. Το ποσό που αναφέρεται ως ενδεικτική ημερήσια πρόσληψη είναι τα 50 γρ. και προκύπτουν από την παραδοχή ότι σε ένα ισορροπημένο ημερήσιο διαιτολόγιο το 10-15% της συνολικής ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης προέρχεται από πρωτεΐνη. Τα γραμμάρια της πρωτεΐνης είναι σημαντικό να υπολογίζονται κυρίως σε πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται σε ανάπτυξη, όπως είναι οι έφηβοι, αλλά και σε άτομα τρίτης ηλικίας ή αθλούμενους», σχολιάζει ο κ. Χρύσου.
«Αντιστρόφως, οι υδατάνθρακες και κυρίως τα απλά σάκχαρα συχνά περνούν απαρατήρητα, τη στιγμή που η πρόσληψή των τελευταίων πρέπει να περιορίζεται γιατί έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν στην πρόκληση παχυσαρκίας, σακχαρώδη διαβήτη και αυξημένων επιπέδων τριγλυκεριδίων. Κρυφός εχθρός είναι και το νάτριο (το αλάτι), το οποίο συνδέεται με τον κίνδυνο υπέρτασης και την επιδείνωση της αγγειακής λειτουργίας. Τέλος, οι φυτικές ίνες θα έπρεπε να τραβούν την προσοχή των καταναλωτών, καθώς η επαρκής πρόσληψη τους συμβάλλει στην μείωση των επιπέδων χοληστερόλης αλλά και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του παχέως εντέρου», καταλήγει ο ίδιος.
3. Αξιολογήστε τις προσωπικές σας ανάγκες
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η Ενδεικτική Ημερήσια Πρόσληψη αποτελεί έναν γενικό δείκτη που υπολογίζεται με βάση τον «μέσο άνθρωπο». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις ανάγκες και στις συνακόλουθες συνιστώμενες ποσότητες ανάμεσα σε άτομα διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικού φύλου και διαφορετικής φυσικής δραστηριότητας.
«Το σύστημα GDA αναφέρεται στον «μέσο ενήλικα» στον οποίο αποδίδει 2.000 θερμίδες ημερησίως. Αυτό το σύστημα είναι γενικό και εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι πρέπει ο καθένας να το διαφοροποιεί, ανάλογα με την ηλικία του και το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας. Επίσης, είναι προφανές ότι δεν εφαρμόζεται με ακρίβεια στα παιδιά. Σε αυτόν τον τομέα έχουμε κενό ως χώρα! Δεν υπάρχουν στην Ελλάδα γενικές και καθορισμένες κατευθύνσεις από τους αρμόδιους φορείς για τις συνιστώμενες παιδικές ποσότητες που πρέπει να αναγράφονται σε όλες τις τροφές», τονίζει η κλινική διατροφολόγος κυρία Αννα Παπαγεωργίου.
Αντίστοιχες διαφορές εμφανίζονται και στους ενήλικες ανάμεσα στα δύο φύλα. Για παράδειγμα, η ενδεικτική ημερήσια πρόσληψη θερμίδων για τους άνδρες ορίζεται στις 2.500 θερμίδες και για τις γυναίκες στις 2.000 θερμίδες, αλλά οι ετικέτες τροφίμων δεν λαμβάνουν υπόψη τις παραπάνω διαφορές. Εναπόκειται, συνεπώς, στη νοημοσύνη του καταναλωτή να κάνει τις σωστές αναγωγές και να υπολογίσει με ακρίβεια – και κυρίως με ειλικρίνεια – τις ανάγκες του. Οπως τονίζει, ωστόσο, η κυρία Παπαγεωργίου η σωστή αποτίμηση των προσωπικών αναγκών δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. «Αντιθέτως, αυτό που παρατηρούμε είναι μεγάλη έλλειψη επίγνωσης των Ελλήνων σχετικά με το τι χρειάζεται το σώμα τους. Οι περισσότεροι υπολογίζουν «με το μάτι» ή – ακόμα χειρότερα – τρώνε σύμφωνα με το πόσο στρεσαρισμένοι είναι και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες του σώματός τους! Εν τέλει, αυτό το είδος διατροφής επιβραδύνει ακόμα περισσότερο το μεταβολισμό και οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο», καταλήγει η ίδια.