Το filiοque,το αλάθητο και το πρωτείο του Πάπα αποτελούν τους τρεις βασικούς πυλώνες της διαίρεσης μεταξύ Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ωστόσο με την πάροδο των αιώνων θεολόγοι, μοναχοί και κληρικοί με τις μελέτες, τις ερμηνείες αλλά και τα οράματά τους προσέθεταν διαρκώς ζητήματα στον μακρύ κατάλογο των μικρών ή μεγάλων διαφορών που χωρίζουν την Ανατολή από τη Δύση. Ανάμεσά τους και μια μοναχή, οι ενοράσεις της οποίας απασχόλησαν την Αγία Εδρα, την Υψηλή Πύλη, την τσαρική Ρωσία, και προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερα ρήγματα στο Σχίσμα που δημιουργήθηκε τον 11ο αιώνα στον χριστιανισμό, καθώς έφεραν την Παναγία να ζει και κατά μια εκδοχή να ενταφιάζεται στην Εφεσο.Τα οράματά της προκάλεσαν ανασκαφές και δημιούργησαν δοξασίες οι οποίες ενισχύθηκαν στη Δύση με αποφάσεις της Αγίας Εδρας που χαρακτήρισε την Εφεσο «ιερό τόπο», τους Πάπες που επισκέπτονται το σημείο και τους Τούρκους οι οποίοι προβάλλουν το προσκύνημα ως σπίτι της «Μαρίας ανά», δηλαδή ως σπίτι της «Μαρίας Μητέρας».Θέσεις, απόψεις και αντιλήψεις όμως που απορρίπτονται στην ορθόδοξη Ανατολή. Η Αννα Αικατερίνη Εμεριχ, μοναχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου σε ένα χωριό της Βεστφαλίας, στη Γερμανία. Κατάκοιτη επί πολλά χρόνια, έγινε παγκοίνως γνωστή όταν άρχισε να βλέπει οράματα, να εμφανίζει στίγματα στο σώμα της και μεταξύ άλλων να περιγράφει πώς έζησε τους χτύπους της καρδιάς της Αγίας Τριάδας. Οι εποχές είναι δύσκολες. Η Ευρώπη δέχεται τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τα «χτυπήματα» από τις επεκτάσεις του Μεγάλου Ναπολέοντα. Ετσι, παρά τον αρχικό σκεπτικισμό της, τελικά δέχεται τα οράματα της μοναχής, κυρίως μετά και την πίεση των πιστών που ενισχυόταν και από τη συγγραφή πραγματειών για τις ενοράσεις της.
Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Κερκύρας των ρωμαιοκαθολικών και καθηγητή της Δογματικής κ. Ιωάννη Σπιτέρη , «ηΕμεριχ έγραψε προτού πεθάνει στον πνευματικό της ότι είδε, σαν ταινία θα λέγαμε σήμερα,τη ζωή της Παναγίας και τους χώρους όπου έζησε.Εναν αιώνα μετά ο λαζαριστής π.Ρaulen,έχοντας στα χέρια τις μαρτυρίες της, έφθασε στην Εφεσο με μια ομάδα εργατών και ανασκάπτοντας την περιοχή βρήκε τα ερείπια του λεγόμενου “σπιτιού της Παναγίας”». Οπως σημειώνει ο κ. Ιωάννης, η παρουσία της Παναγίας στην Εφεσο ενισχύεται από μελέτες Πατέρων της Εκκλησίας, όπως ο Ειρηναίος της Λυών και ο Τερτυλλιανός, όπου αναφέρεται ότι η Παναγία πήγε στην Εφεσο συνοδεύοντας τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη. Αλλωστε, όπως σημειώνει, «δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η Σύνοδος της Εφέσου το 431 μ.Χ. κήρυξε στην ομώνυμη πόλη το Δόγμα της Παναγίας».
Από την πλευρά του ο Μητροπολίτης Αυστρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ. Μιχαήλ απορρίπτει τα περί Εφέσου και τονίζει: « Το 1894 λαζαριστές και καπουτσίνοι μοναχοί από τη Σμύρνη επισκέπτονται την Εφεσο, αγοράζουν ένα οικόπεδο από μουσουλμάνο και δηλώνουν ότι βρήκαν τον τάφο και το σπίτι της Παναγίας στη θέση Καπουλού. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Βασίλειος», προσθέτει ο κ. Μιχαήλ, «απέρριψε τις απόψεις τους. Ωστόσο η υποτιθέμενη ανακάλυψη είχε λάβει διαστάσεις και η Αγία Εδρα ετοιμαζόταν να αποστείλει στην περιοχή τρεις καρδιναλίους και μοναχούς για να καθιερώσουν το σημείο ως τόπο λατρείας.Τότε με παρέμβαση του Φαναρίου στη ρωσική πρεσβεία στην Πόλη και με τις πιέσεις που άσκησαν στη συνέχεια οι επικεφαλής της στην Υψηλή Πύλη η επίσκεψη ματαιώνεται.Με το θέμαασχολήθηκε και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο οποίος με δημοσιεύσεις του απέρριψε το ενδεχόμενο να έζησε στην Εφεσο η Παναγία και πολύ περισσότερο να ενταφιάστηκε στην περιοχή». Κατά τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεώργιο Φίλια η Παναγία «δεν επισκέφθηκε ποτέ την Εφεσο». Μάλιστα, όπως σημειώνει, «ο Ιωάννης ταξίδεψε στην Εφεσο μετά το 50 μ.Χ., όταν είχε συντελεστεί από ετών η Κοίμηση της Θεοτόκου». Ωστόσο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με απόφασή της χαρακτήρισε τον τόπο ως ιερό και το σπίτι της Παναγίας έχουν επισκεφθεί τέσσερις Προκαθήμενοί της, με τελευταίο τον σημερινό Πάπα, Βενέδικτο ΙΣτ΄.
Το γενεαλογικό δέντρο της Παναγίας έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών, καθώς προκύπτει ότι είχε συγγένεια με τον Ιωσήφ αλλά και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. «Τα Ευαγγέλια καταγράφουν το γενεαλογικό δέντρο του Ιωσήφ και του Χριστού» δηλώνει η καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κυρία Δήμητρα Κούκουρα. Ολα τα πρόσωπα, προσθέτει, «συνδέονται με τον Αβραάμ και τον Δαβίδ.Μάλιστα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρει ότι “ο γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού προερχόταν από τον Δαβίδ, απόγονο του Αβραάμ». Και αυτό για να πληρωθούν οι υποσχέσεις του Θεού προς τον Αβραάμ και τον Δαβίδ, ότι από γόνο της δικής του γενιάς θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Και αναφέρεται μόνο η γενεαλογία του Ιωσήφ και όχι της Παναγίας διότι την εποχή εκείνη οι γυναίκες δεν καθόριζαν το γένος.
Φαίνεται όμως από τους Ευαγγελιστές ότι και η Μαρία και ο Ιωσήφ προέρχονται από την ίδια ρίζα, αυτή του Αβραάμ. Παρ΄ όλα αυτά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ιωσήφ είναι προστάτης της Παναγίας και σε καμία περίπτωση πατέρας του γιου της, ο οποίος εγεννήθη «εκ Πνεύματος Αγίου». Είναι όμως φανερό ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία είναι συγγενείς. Συγγενής της Παναγίας ήταν και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, αφού η Ελισάβετ, μητέρα του Βαπτιστή, ήταν θεία της Παναγίας και αδελφή της μητέρας της Αννας.
Κατά τους θεολόγους οι πληροφορίες που υπάρχουν για τη ζωή της Παναγίας είναι ελάχιστες. «Ολες οι θεολογικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για την Παναγία βασίζονται σε αναφορές που γίνονται από τους Ευαγγελιστές για τη Γέννηση και τη Σταύρωση του Χριστού και κυρίως στα απόκρυφα Ευαγγέλια,ιδιαίτερα από το Πρωτευαγγέλιο του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου,καθώς και ορισμένες μελέτες του 6ου και του 7ου αιώνα και την υμνολογία. Πιθανολογούμε περισσότερο τη ζωή της Παναγίας καθώς οι Πατέρες των πρώτων αιώνων αλλά αργότερα και θεολόγοι ήθελαν να αποφύγουν μια λατρεία της μητέρας του Χριστού γιατί μπορεί να συγχεόταν με τη λατρεία της θεάς Σελήνης και άλλων γυναικείων θεοτήτων που κυριαρχούσαν στον δυτικό και ανατολικό κόσμο της εποχής» τονίζει ο καθηγητής κ. Γ.Φίλιας. «Ακόμη απ΄ όλες τις πηγές μας», προσθέτει «προκύπτει ότι έζησε και τα 33 χρόνια του Χριστού. Γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο Χριστός την εμπιστεύθηκε στον Ιωάννη. Ωστόσο από εκεί και πέρα όλες οι έρευνες παρουσιάζουν αποκλίσεις. Σύμφωνα με τις αναφορές, η Παναγία καθημερινά έκλαιγε και ζητούσε από τον γιο της να την πάρει δίπλα του.Ετσι κατά μια εκδοχή η Παναγία έζησε μόνο έναν χρόνο μετά την Ανάσταση, καθώς φαίνεται ότι οι παρακλήσεις της εισακούστηκαν από τον γιο της. Μια άλλη εκδοχή την εμφανίζει να ζει τουλάχιστον δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση.Ωστόσο σχεδόν όλοι οι ερευνητές εκτιμούμε ότι δεν πρέπει να έζησε περισσότερο από πέντε χρόνια μετά την Ανάσταση».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ