Ο πατέρας µου ήταν παιδί της Κατοχής και του Εµφυλίου. Μετά τον Εµφύλιο έφυγε στην Αυστρία για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Στον πολυσύχναστο δρόµο όπου έµενε για να συγκεντρωθεί άκουγε συνέχεια κλασική µουσική. Του οφείλω ευγνωµοσύνη που µε προέτρεψε: «Γίνε µουσικός για να είσαι ελεύθερος». Εκτός από την παρότρυνση του πατέρα µου, στη ζωή µου είχα µια µεγάλη ατυχία και τύχη µαζί. Είχα χρόνιο βρογχικό άσθµα, µε αποτέλεσµα να µην µπορώ να παίζω πολύ µε τα άλλα παιδιά και να περνάω πολλές ώρες στο σπίτι. Ετσι λοιπόν έγινα µουσικός. Το όνοµά µου είναι Νικόλαος Λαάρης. Γεννήθηκα το 1970 στη Μάνδρα Αττικής και περνούσα όλα µου τα καλοκαίρια στο χωριό του πατέρα µου, στην Αράχοβα. Μεγάλωσα στου Γκύζη, πήγα σε δηµόσιο σχολείο και ήµουν άριστος µαθητής. Θυµάµαι καλά το 1982, τη νέα εκπαιδευτική πολιτική που έφερε σε απόγνωση τους γονείς µου. Η νέα «φιλοσοφία» ήταν ότι όλοι ήµασταν καλοί, χωρίς να χρειάζεται να ιδρώνουµε. Αυτό, νοµίζω, έγινε επικρατούσα πολιτισµική σταθερά της κοινωνίας µας. Οταν όλοι θεωρούνται εξίσου καλοί, είναι επόµενο αυτός που θα κάνει την επιλογή να διαλέξει τον συγγενή του. Αυτή η πολιτική ισοπέδωσης ξεκίνησε τότε.
Ως µαθητής αισθανόµουν πολύ άνετα.
Αργότερα, ως έφηβος και ως νέος, αισθάνθηκα τον αποκλεισµό. Ηµουν ο άνθρωπος που δεν µπορούσε να καπνίσει και να καθήσει σε περιβάλλον όπου κάπνιζαν, λόγω του άσθµατος. Ετσι έγινα ο «περίεργος». Αυτό που δεν άλλαξε µε τα χρόνια ήταν η αγάπη µου για τη µουσική. Ηταν η αιτία που παράτησα το Πανεπιστήµιο. Είχα περάσει στην Αθήνα, στο Μαθηµατικό, και το άφησα στη µέση. ∆εν µετάνιωσα. Ετσι κι αλλιώς το κλίµα στο Πανεπιστήµιο θα το περιέγραφα ως «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Το πιάνο ήταν επιλογή των γονέων µου. Το πρώτο πιάνο που είχα το αγόρασε ο πατέρας µου από τον πρεσβευτή των Ηνωµένων Πολιτειών, ο οποίος έφευγε και το πωλούσε. Πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του 1977. Ηταν µάρκας Βούρλιντζερ, ένα τζαζ πιάνο, πραγµατικό κόσµηµα. Μετά πέρασα σε ένα ρωσικό πιάνο και στο τέλος σε γερµανικό – ήταν και το καλύτερο. Μάρκας Φέρστερ. Παράτησα το Πανεπιστήµιο και αφοσιώθηκα στο πιάνο. Εκείνα τα χρόνια συνέβη επίσης ένα «θαύµα»: έγινα καλά από το άσθµα. Χάρη στην εναλλακτική ιατρική. Υστερα από πολλά χρόνια έπαψα να είµαι εξαρτηµένος από τα χηµικά και τα φάρµακα. Και από τότε προσπαθώ να µην έχω εξαρτήσεις.
Στα 22 µου έδωσα εξετάσεις για να µπω στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο στο Λονδίνο. Μετά την ακρόαση, ένας βρετανός ιδιώτης χορηγός µού ανακοίνωσε ότι θα χορηγήσει τις σπουδές µου. Εκπρόσωπος της Ballantine’s. Ετσι λοιπόν ξεκίνησε το ταξίδι µου. Το περιβάλλον όπου βρέθηκα ήταν δύσκολο και απαιτητικό. Στο Λονδίνο έκανα το ντεµπούτο µου µπροστά στο κοινό. Ελαβα εξαιρετικές κριτικές από τις µεγαλύτερες βρετανικές εφηµερίδες και αυτό µου άνοιξε πόρτες. Στο Λονδίνο οι παρέες µου ήταν κυρίως Ελληνες, επειδή ήθελα να µιλώ ελληνικά. Ετσι κι αλλιώς δεν χρειαζόµουν την άψογη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Η γλώσσα στην οποία µιλούσα ήταν, κυρίως, η µουσική. Αργότερα, όταν αποφάσισα να κατευθυνθώ στον ακαδηµαϊκό τοµέα για να κάνω µάστερ, αναγκάστηκα να υιοθετήσω αυτό που θα λέγαµε «υποκρισία της γλώσσας»: ένα συγκεκριµένο ύφος της, όπως αυτό εκφραζόταν µέσα στο κατεστηµένο. Κατά τ’ άλλα στο Λονδίνο αισθάνθηκα σαν στο σπίτι µου. Το βιωµατικό µου δέσιµο µε την πόλη είναι πολύ βαθύ. Το Λονδίνο είναι ένα φοβερό κέντρο τέχνης και γραµµάτων και ρούφηξα την τέχνη του όσο µπόρεσα. Το θετικό µε το Λονδίνο ήταν ότι γινόσουν αποδεκτός για την αξία σου. Κάποια στιγµή όµως αισθάνθηκα τον εθνικισµό της κοινωνίας στον χώρο µου. Ενα πλαφόν που ως ξένος δεν επιτρέπεται ή δυσκολεύεσαι να περάσεις.
Υστερα από πέντε χρόνια στο Λονδίνο, µου δίνεται η ευκαιρία να δουλέψω στο Μόναχο, µε το Θεατρικό Μπαλέτο του Μονάχου. Εµεινα εκεί τρία χρόνια. Η διαφορά µεταξύ Λονδίνου και Μονάχου είναι ότι το Μόναχο είναι µια καθαρή πόλη και βαθιά πολιτισµένη. Στο Μόναχο ένιωθα πάντα περαστικός. Ισως γιατί παράλληλα πηγαινοερχόµουν στο Λονδίνο για το µεταπτυχιακό. Ηθελα να συνεχίσω την ακαδηµαϊκή µου καριέρα. Μετά το µεταπτυχιακό στο Λονδίνο, πήρα µια υποτροφία στη Νέα Υόρκη όπου έφθασα το 2002, όταν τα σηµάδια από την επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους ήταν ακόµη πολύ ορατά. Στη Νέα Υόρκη δούλεψα πολύ σκληρά και ένιωσα ότι ρίζωσα. Η Αµερική έχει επίσης πλαφόν, για όσους δεν είναι Αµερικανοί και λευκοί, αλλά είναι αόρατο και βρίσκεται πολύ πιο ψηλά από εκείνο των κοινωνιών της Ευρώπης. Στη Νέα Υόρκη άρχισα αµέσως να διδάσκω. Την τρίτη χρονιά έγινα λέκτορας. Οι συνθήκες στο Πανεπιστήµιο όπου βρισκόµουν, στη Μουσική Σχολή του Μανχάταν, αν και είναι από τις λιγότερο πλούσιες σχολές, κυµαίνονταν από ικανοποιητικές ως εκπληκτικές. Οσον αφορά τις βιβλιοθήκες, δεν έχω δει καλύτερες… Στη Νέα Υόρκη έµεινα οκτώ χρόνια και εκεί ανακάλυψα την ευρωπαϊκή µου ταυτότητα. Οι καλύτεροι φίλοι µου ήταν από την Ευρώπη. Και σε όλες αυτές τις περιπλανήσεις είχα πάντα στο µυαλό µου την επιστροφή στην Ελλάδα…
Το ταξίδι µού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω αληθινούς φίλους, Ελληνες και ξένους. Με εξέθεσε στον χώρο µου σε πολύ υψηλή τέχνη και µε ανάγκασε να µετρηθώ µαζί της. Να ανακαλύψω πόσο αλλάζει το κοινό από χώρα σε χώρα. Το αµερικανικό κοινό γελάει εκεί που ο Ευρωπαίος θα έµενε σιωπηλός. Οι Αµερικανοί είναι ίσως πιο ρηχοί αλλά και πιο ειλικρινείς από εµάς τους Ευρωπαίους. Ταξιδεύοντας ανακάλυψα επίσης ότι το τρένο και το αεροπλάνο είναι οι χώροι όπου έχω έµπνευση και µπορώ να γράφω, περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο µέρος. Αυτά τα σύµβολα του ταξιδιού είναι ο καθαρτήριος χώρος για µένα…
Πριν από δύο χρόνια είχα πάει για διακοπές στους Φούρνους Ικαρίας και εκεί ερωτεύτηκα μια υπέροχη κοπέλα. Η κοπέλα μου έχει σπουδάσει στο Λονδίνο και είναι ερευνήτρια στη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών στο Αμστερνταμ. Αποφάσισα να αφήσω τη Νέα Υόρκη και να πάω μαζί της. Η πόλη των ποδηλάτων, όπου η τέχνη είναι ακριβή και ελιτίστικη. Μια άλλη διαφορά της Αμερικής από την Ευρώπη: για την ίδια παράσταση στην Ευρώπη χρειάζεσαι τα διπλά και τα τριπλά χρήματα. Η κοπελιά μου είναι μια εκπληκτική επιστήμων που έχει εκλεγεί εδώ και 20 μήνες σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Είναι όμως από αυτούς που δεν διορίζονται. Οσο για μένα, το διδακτορικό μου στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται και υπάρχει μόνο ένας εργοδότης, το κράτος, που δηλώνει ότι δεν θα προσλάβει άλλους. Σκεφτήκαμε την επιστροφή στην Ελλάδα αλλά, αυτή τη στιγμή, δεν ξέρουμε πού θα είμαστε σε έναν μήνα. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό το πράγμα στη ζωή μου.
Η ατμόσφαιρα που βρήκα αυτή τη φορά στην Ελλάδα είναι βαριά. Από την άλλη, σκέφτομαι, είναι η μοναδική μας ελπίδα να αλλάξουν οι δομές, να υπάρχει αξιοκρατία και ισονομία.
Πάντα αναρωτιέμαι: Τόσο γενναιόδωροι είμαστε, που έχουμε εξαγάγει στην Αμερική 3.500 ακαδημαϊκούς;
Στη στήλη «Grεεκs» οι Ελληνες που ζουν, προσωρινά ή μόνιμα, σε διάφορες χώρες του κόσμου αφηγούνται τις αληθινές ιστορίες τους και μιλούν για την Ελλάδα του χθες και του σήμερα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ