Με επηρέασαν οι δύο γιαγιάδες μου. Εκείνη από την πλευρά του πατέρα μου ερχόταν από τα βουνά των Δυτικών Βαλκανίων. Μιλούσε βλάχικα με τον πατέρα μου όταν ήθελαν να μην τους καταλάβω. Θρησκευόμενη και φιλοβασιλική. Κρατούσε κρυμμένη τη φωτογραφία του βασιλιά από τους δύο αντιβασιλικούς γιους της. Η άλλη ήταν αστή Καβαλιώτισσα. Κάπνιζε πού και πού και ήταν ταξιδεμένη. Και οι δύο είχαν ζήσει πολύ δύσκολες στιγμές αλλά αυτό το λίγο που είχαν ήξεραν να το μοιραστούν.
Στην εφηβεία μου ασχολιόμουν με τα σκίτσα, τα κόμικς και άκουγα ροκ. Πριν γίνω 18 άρχισα να δουλεύω σε τυπογραφείο και νοίκιασα διαμέρισμα μαζί με δυο φίλους. Αν δεν ζούσες μαζί με την οικογένειά σου τότε, σε θεωρούσαν ανώμαλο ή ναρκομανή. Χάρη στη δουλειά έβγαλα κάποια χρήματα και έκανα το πρώτο μου ταξίδι. Με οτοστόπ, το 1986, Θεσσαλονίκη- Βενετία, μέσω Αυστρίας. Ενα ταξίδι στο κουτουρού, με διακόσια μάρκα στην τσέπη. Μαζί μου είχα μια τσάντα και ένα μεγάλο μπλοκ όπου έκανα σκίτσα για τους τουρίστες και έβγαζα χαρτζιλίκι.
Το ταξίδι με ταρακούνησε. Στη Θεσσαλονίκη εμάς που ψάχναμε το διαφορετικό μας αντιμετώπιζαν σαν παράξενους και τρελούς. Είδα ότι έξω αυτά τα «παράξενα» τα θεωρούσαν σημαντικά. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησα ένα μεγάλο ταξίδι με το Ιnterrail και έφθασα στο Δυτικό Βερολίνο. Επρεπε να διασχίσεις όλη την Ανατολική Γερμανία, σαν μέσα από κάψουλα, χωρίς το δικαίωμα να πατήσεις το πόδι σου κάτω. Με το που βγήκα από το τρένο έπεσα πάνω σε πανηγύρι. Είδα να συνυπάρχουν εκεί μετανάστες, πανκ, γκέι, γέροι, καλοντυμένες κυρίες. Ηταν ένα πολιτιστικό σοκ. Δεν πήρα το τρένο της επιστροφής. Το Βερολίνο ήταν ένα «Νησί με τις τρελές». Η αναλογία ανδρών – γυναικών ήταν 35-65 και όσοι Γερμανοί δεν ήθελαν να πάνε φαντάροι πήγαιναν εκεί. Εγώ επίσης δεν ήθελα να πάω φαντάρος στην Ελλάδα και κάθησα στο Δυτικό Βερολίνο.
Γράφτηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, μυήθηκα για τα καλά στα κόμικς. Για καλή μου τύχη μέσα σε λίγους μήνες βρήκα δουλειά κάνοντας σκίτσα σε γερμανικό κρατικό τηλεοπτικό κανάλι. Με προσέλαβαν, αν και εννέα Γερμανοί διεκδικούσαν τη δουλειά. Δούλευα στις σκαλωσιές, στις λαϊκές αγορές. Περιπλανιόμουν στους δρόμους, ζωγράφιζα φάτσες, δρόμους, έριχνα στο χαρτί τις φαντασιώσεις μου. Από τα πιο σημαντικά πράγματα που μου έμαθαν οι καθηγητές στη Σχολή ήταν ότι για τις καλές ιδέες δεν χρειάζεται οπωσδήπο τε καλλιγραμμία. Το «ατελές» έχει την αξία του.
Θυμάμαι την πτώση. Ζούσα σε ένα σπίτι που απείχε 500 μέτρα από το Τείχος και είδα τους πρώτους ανατολικογερμανούς επισκέπτες να περνάνε το Check Ρoint Charlie. Θυμάμαι τις ματιές τους, έμοιαζαν με ματιές ζώων που έχουν βγει από το κλουβί. Μέσα μου ένιωσα ότι εκείνη την ημέρα άλλαζε ο κόσμος. Το Βερολίνο άλλαξε. Η γειτονιά μου έγινε σικ, τα ενοίκια πήγαν πέντε φορές επάνω, τα μεροκάματα έπεσαν δραματικά. Τώρα υπήρχαν άφθονα φθηνά εργατικά χέρια. Το «Νησί με τις τρελές» ήταν και μια βιτρίνα της Δύσης. Και όταν το Τείχος έπεσε, η βιτρίνα έσπασε. Παρ΄ όλα αυτά, το Βερολίνο διατηρεί ακόμη έναν δικό του μοναδικό χαρακτήρα.
Ενιωθα ότι έκλεινα έναν κύκλο στο Βερολίνο. Το ΄94 βρέθηκα με το πρόγραμμα Εrasmus στο Μπιλμπάο, στην Ισπανία. Νόμιζα ότι θα συναντούσα άφθονη σαγκρία, ταυρομαχίες, φλαμένκο και ήλιο. Εκεί οι άνθρωποι κρατούσαν ομπρέλες, έπαιζαν πιλότα (ένα είδος αρχαίου σκουός)
και μιλούσαν βασκικά. Μετά το Μπιλμπάο αποφάσισα να ακολουθήσω τη γυναίκα μου, τη Μαρί. Βερολινέζα εκείνη, ήθελε να σπουδάσει στη Βαρκελώνη. Την ακολούθησα. Ηταν η επιστροφή στη Μεσόγειο. Μια άλλη Μεσόγειος, πολιτισμένη. Η Βαρκελώνη που βρήκα είχε ακόμη επαρχιώτικη μυρωδιά. Ηταν σαφώς πιο δύσκολη από το Βερολίνο. Και πιο ρηχή. Αυτό που μου άρεσε ήταν το περιβάλλον σε σχέση με τα κόμικς. Και η ατμόσφαιρα της αναρχίας. Οταν λέμε αναρχία εδώ δεν εννοούμε μπάχαλο και περιθώριο. Εδώ οι αναρχικοί είναι ενταγμένοι στη γειτονιά τους, με συμμετοχή στα κοινά. Ενα μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη. Αυτό που με εντυπωσίασε επίσης ήταν ότι η Καταλωνία ήταν κάτι το διαφορετικό μέσα στην Ισπανία. Νομίζω ότι ένας από τους παράγοντες που έχει βοηθήσει στην ανάπτυξη της Ισπανίας τα τελευταία χρόνια είναι η άμιλλα και η συνύπαρξη αυτών των διαφορετικών περιοχών μέσα στην ίδια χώρα.
Το 1996 πέθανε ο πατέρας μου και γύρισα στην Ελλάδα. Για να βρεθώ κοντά στη μητέρα μου. Εζησα δύο δημιουργικά χρόνια. Δούλευα ως σκιτσογράφος στη «Θεσσαλονίκη», έκανα μαθήματα κόμικς, άνοιξα το «Εικονοπλαστείο». Τότε ήρθε στη Θεσσαλονίκη η Μαρί. Εμεινε έξι μήνες και δεν κατάφερε να νιώσει άνετα. Κυρίως γιατί ένιωθε ότι όσα χρόνια και αν περάσουν θα παραμείνει ξένη. Θα ήταν απλά «η φίλη του Γιώργου»… Αποφάσισα να αφήσω ξανά τη Θεσσαλονίκη. Αν ήταν να ζήσουμε κάπου, ας ζούσαμε σε ένα μέρος όπου θα ήμασταν και οι δύο ξένοι. «Φεύγεις τώρα που βολεύτηκες;» είπαν κάποιοι φίλοι μου.
Βαρκελώνη, ξανά. Από το 1998 δουλεύω σαν εικονογράφος, ζωγράφος για τοιχογραφίες, διδάσκω κόμικς. Από το 2004 άρχισα να διδάσκω στα δημόσια σχολεία της Καταλωνίας. Σχεδιάζω παιδαγωγικά, μη ανταγωνιστικά παιχνίδια για παιδιά, για το πώς να αντιμετωπίζουν τα ρατσιστικά στερεότυπα και να συνυπάρχουν με το διαφορετικό. Εκπροσωπώ την Ισπανία στα διεθνή συνέδρια για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Οταν έμεινε έγκυος η Μαρί, πήραμε την απόφαση να πάμε να ζήσουμε στα ψηλά βουνά. Εκανα την αντίθετη πορεία του πατέρα μου. Βλάχος εκείνος, παράτησε τα βουνά και εγκαταστάθηκε στην πόλη.Το μέρος όπου ζω λέγεται Cercs, στα Πυρηναία, 850 μέτρα υψόμετρο, απομακρυσμένο από τα πάντα, μέσα σε μια φανταστική φύση. Σε μια περιοχή που έχει βέβαια τα προβλήματά της. Εδώ μεγαλώνουν τα δύο παιδιά μου.
Μετά από δώδεκα χρόνια με πονάει πιο πολύ ο τόπος όπου ζω από οπουδήποτε αλλού.
Πώς βλέπω την Ελλάδα; Δεν παραβλέπω την πρόοδο που έχει γίνει αλλά με εντυπωσιάζει και με θλίβει ο συνδυασμός γκρίνιας, εσωστρέφειας, ρατσισμού και σπατάλης που δεν έχει όμοιό του στην Ευρώπη. Και στην Ισπανία υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, δεν υπάρχει όμως η μπόχα της παρακμής. Ισως γιατί οι πολίτες συμμετέχουν περισσότερο στα κοινά από όσο στην Ελλάδα.Τι μου έμαθε το ταξίδι; Οτι, όσα και να ξέρεις, τίποτα δεν ξέρεις. Ο μόνος τρόπος για να βελτιωθείς είναι να μάθεις. Οτι το να αγαπάς τον τόπο όπου ζεις δεν είναι δικαίωμα μόνο των ανθρώπων που γεννήθηκαν εκεί…
Στη στήλη «Grεεκς» οι Ελληνες που ζουν, προσωρινά ή για πάντα, σε διάφορες χώρες του κόσμου αφηγούνται τις αληθινές τους ιστορίες και μιλούν για την Ελλάδα του χθές και του σήμερα
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ