«Hταν το 1937 όταν τον είδα για πρώτη φορά, πιτσιρίκι εγώ, κοντά 7 ετών.Πήγαινε στην πλατεία Ηρώων, πίσω από το παλιό δημαρχείο του Αμαρουσίου. Εγώ έπαιζα στην πλατεία,εκείνος δούλευε υδρονομέας.Κανονικά τον είχαν παύσει, γιατί η κοινότητα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, αλλά είχε παρέμβει ο υπουργός Κώστας Κοτζιάς ζητώντας να συνεχίσουν να του δίνουν μισθό.Εκείνος όμως ήταν περήφανος:“Θέλω να βγάζω τα λεφτά μου τίμια” έλεγε και παρακολουθούσε από κοντά τη λειτουργία της πομόνας που αντλούσε το νερό για την ύδρευση της κοινότητας. Αρρενωπός, μεγάλου αναστήματος, ευθυτενής,ακόμα και σήμερα μπορώ να φέρω μπροστά μου την εικόνα του.Μάλιστα μίλαγε πολύ γρήγορα και έτσι που ήταν βροντώδης εμείς τα παιδιά τον φοβόμασταν λιγάκι». Ο 80χρονος σήμερα Δημήτρης Μασούρης, επίτιμος σχολικός σύμβουλος Φιλολόγων, καταθέτει τα δικά του βιώματα από τον θείο του, τον θρυλικό ολυμπιονίκη του 1896 Σπύρο Λούη. Ζητεί μόνο να είμαστε προσεκτικοί με το παρελθόν του: «Βλέπετε,οι αναμνήσεις τρέφουν το μέλλον.Και εγώ είμαι δεμένος με τις αναμνήσεις μου».

«Αυτοί είναι οι καλύτεροι»

Ο πατέρας του κ. Μασούρη έτρεξε και αυτός στον μαραθώνιο του 1896. «Είχε έρθει στο καφενείο του Αλημαλά στο Μαρούσι ένας γυμναστής από την Αθήνα, ο Κώστας Πιέτρης. Ζήτησε από τον παπά να φωνάξει τους ωκύποδες (=ταχύποδες) Μαρουσιώτες. Πέντε αγροτόπαιδα παράτησαν αμέσως τις τσάπες τους και παρουσιάστηκαν.Ανάμεσά τους ήταν ο Σπύρος Λούης και ο πρώτος ξάδελφός του και πατέρας μου Σταμάτης Μασούρης (ο προπάππος μου και η μητέρα του Λούη ήταν αδέλφια).Πήγαιναν με τα πόδια το πρωί στα χωράφια τους στη Μάκρη, στη Ραφήνα και αλλού, και το βράδυ γύριζαν στο Μαρούσι. Μεγάλο κατόρθωμα τότε.Πήγαν και άλλοι πολλοί, αλλά ο Πιέτρης είπε: “Οχι,αυτοί είναι οι καλύτεροι!”.Είχε πάρει και τη γνώμη του ιερέα που τα γνώριζε τότε όλα:“Είναι καλά παιδιά, να τους δείξεις εμπιστοσύνη, θα τα καταφέρουν”.Τους έστειλε στην Αθήνα να κάνουν αίτηση για τους προκριματικούς» .
Στον ολυμπιακό μαραθώνιο της 29ης Μαρτίου 1896 (σύμφωνα με το ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιούνταν ακόμη τότε) πήραν τελικά μέρος 17 αθλητές από πέντε χώρες. Ο Σπυρίδων Λούης εστέφθη νικητής με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψευδοσόφισμα από το ότι “παρέκαμψε” τη διαδρομή» τονίζει ο κ. Μασούρης. «Υπάρχουν αδιάψευστες μαρτυρίες.Ο δρόμος ήταν καθορισμένος και εποπτευόταν από συνοδεία ιππικού και πλήθος κόσμου που παρακολουθούσε.Αλλωστε και πολλοί Μαρουσιώτες είχαν πάει στον Μαραθώνα, στη διασταύρωση της Ραφήνας, στο Πικέρμι,στο Χαρβάτι,στον Σταυρό και στην Αγία Παρασκευή για να δουν τους συγχωριανούς τους και τους άλλους δρομείς. Τους είχαν ετοιμάσει μάλιστα βραστά αβγά και κρασί. Οι πέντε μαρουσιώτες μαραθωνοδρόμοι έτρεχαν όλοι μαζί. Μάλιστα κοντά στον Σταυρό ο Λούης φώναξε στον πατέρα μου:“Στάμο,τώρα ανοίγω και ό,τι γίνει,ακολουθάτε”».

Αντιζηλία στην οικογένεια

Ο Σταμάτιος Μασούρης τερμάτισε τελικά όγδοος (ή έκτος, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή), αλλά ο χρόνος του δεν καταγράφηκε: «Ο πατέρας μου δεν ξανάτρεξε ποτέ.Μόνο γύρω γύρω στο κτήμα στο Μαρούσι, όπου τον προσέλαβε αργότερα δασοφύλακα η Ιφιγένεια Συγγρού.Δεν το ξεπέρασε που δεν ήρθε εκείνος πρώτος ενώ ήταν, όπως πίστευε, εφάμιλλος του Λούη. Από τότε είχε πάντα μιαν αντιζηλία με τον πρωτοξάδελφο.Ηταν και ο παππούς μου που τον τσίγκλαγε:“Καλά, δεν μου έλεγες να πάω εγώ;Θα τους είχα κάνει σκόνη”.Αργότερα,όταν του ζητούσα εγώ, ο μικρότερος γιος του, να μου μιλήσει για τον μαραθώνιο, έλεγε:“Τι τα θέλεις όλα αυτά;Ασ΄ τα,είναι στο παρελθόν.Επειτα, δεν ήρθα και πρώτος”. Και για τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου (στους οποίους ο Λούης παρέστη ως τιμώμενος προσκεκλημένος) είχε μόνο ένα πικρόχολο σχόλιο:“Μεγαλεία που τυχαίνουν στους ανθρώπους!”» .

«ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΚΟΜΗ ΒΟΗΘΟΥΣΕ…»

Ακόμη και μετά τον θάνατό του- πέθανε λίγους μήνες πριν από την ιταλική εισβολή- ο Σπύρος Λούης,όπως αφηγείται ο κ.Δ.Μασούρης,συνέχισε να είναι «παρών».«Ενα βράδυ,τον Δεκέμβριο του 1941, ένας μεθυσμένος Γερμανός μπήκε στο αγροτόσπιτό μας στο Μαρούσι κραδαίνοντας ένα στιλέτο και ζητώντας: “Ντράκμες, ντράκμες”. Μας έπιασε όλους στον ύπνο,εγώ και η αδελφή μου,τα μικρότερα από τα οκτώ παιδιά,τρέμαμε ολόκληρα.Ομως οι γονείς μου κατάφεραν να τον αφοπλίσουν.Υστερα τον πήγαμε τσούρμο,με τη συνοδεία όλης της γειτονιάς,στην Κομαντατούρ,κάπου ένα χιλιόμετρο από το σπίτι μας.Για μία εβδομάδα ο γερμανός φρούραρχος καλούσε τον πατέρα και τη μάνα μου για ανάκριση.Εβγαζαν καμιά δεκαριά στρατιώτες- ανάμεσά τους και τον δικό μας νυχτερινό “επισκέπτη”- και τους ζητούσαν να αναγνωρίσουν ποιος ήταν.Οι γονείς μου τον θυμούνταν βέβαια καλά.Και πάντα μετά την ανάκριση έρχονταν στο σπίτι μας να κάνουν έρευνα και αυτοψία.Οι ανακρίσεις ήταν ένα μαρτύριο.Ολη η γειτονιά μάς συμπαραστεκόταν.Υστερα από μία εβδομάδα η μάνα μου πήρε την απόφαση.O ίδιος ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για να ρίξει τα μούτρα του.Η μάνα μου όμως πήγε στο σπίτι του Σπύρου Λούη,κάπου 800 μέτρα από το δικό μας,και βρήκε τη νύφη του,από τον δεύτερό του γιο,τον Γιώργο,την κυρία Ευτυχία. »Αυτή η γυναίκα είχε γερονταγωγήσει και γηροτροφήσει τον Λούη με μεγάλη αφοσίωση.Αυτή ήταν που είχε συγκεντρώσει στοργικά και τα ενθυμήματά του,όσα σώζονταν.Η μάνα μου τής ζήτησε εκείνη τη φωτογραφία του στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου.Είναι η στιγμή που ντυμένος με φουστανέλα προσφέρει στον Χίτλερ ένα κλαδί αγριελιάς.Μόλις ο ναζί φρούραρχος είδε τη φωτογραφία και άκουσε πως ο πατέρας μου ήταν συγγενής του Λούη ένιωσε δέος.Πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά του και υψώνοντας το δεξί του χέρι είπε με βροντερή φωνή: “Χάιλ,Χίτλερ”. Η φωτογραφία είχε κάνει το θαύμα της.Οι γονείς μου αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι.Δεν τους ξαναπείραξε κανείς.Και από τον τάφο του ακόμη ο Λούης βοηθούσε τους συμπατριώτες του.Οπως μάθαμε αργότερα,τον γερμανό στρατιώτη που είχε εισβάλει στο σπίτι μας τον μετακίνησαν στο μέτωπο της Ρωσίας».
Σύμφωνα με τον κ.Μασούρη,δεν θα είναι η μοναδική φορά που το ενσταντανέ του έλληνα ολυμπιονίκη με την Αυτού Φαυλότητα,τον Φύρερ,έσωζε ανθρώπινες ζωές επί Κατοχής: «Είχαν δώσει τη φωτογραφία και σε άλλους που είχαν ανάγκη και κυνηγιούνταν από τους Γερμανούς.Πάντα “έπιανε”».Αρκετά χρόνια αργότερα ο κ.Μασούρης ο νεότερος επισκέφθηκε την κυρία Ευτυχία: «Είχε φυλαγμένη όλη την αλληλογραφία του Λούη (με συγχαρητήριες επιστολές από σημαίνουσες προσωπικότητες) μέσα σε μια πετσέτα της κουζίνας.Τη ρώτησα γιατί οι όλοι οι φάκελοι ήταν σκισμένοι.Μου απάντησε ότι κάποιοι ήρθαν και έσκισαν τα γραμματόσημα.Η ίδια ούτε που αντιλήφθηκε πώς τα πήραν.Πρέπει να ήταν συλλέκτες.Μέχρι σήμερα δεν ξέρω τι έχει απογίνει όλη αυτή η αλληλογραφία» καταλήγει.Μάλλον διότι οι μνήμες,οικογενειακές και εθνικές,δεν τυγχάνουν πάντα του σεβασμού που τους αρμόζει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ