Ετρωγαν ρόδια, σύκα και αμύγδαλα. Οι ελιές, το λάδι και τα όσπρια ήταν στην καθημερινή διατροφή τους, το ίδιο και το κρασί.
Λάτρευαν τα κυδώνια, τους αχινούς, τα χτένια, τις πεταλίδες και τους τρίτωνες, οι ψαράδες έφερναν καθημερινώς ψάρια κάθε είδους, τα σαλιγκάρια θα πρέπει να ήταν ένα είδος λιχουδιάς, όσο για τα κρέατα,το κατσικάκι ήταν πρώτο στην προτίμησή τους. Και να πει κανείς για την αγαπημένη τους συνταγή, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι θα μπορούσε να είναι το… σουβλάκι!
Ολα αυτά στο Αιγαίο της 2ης π.Χ. χιλιετίας και ειδικότερα στο Ακρωτήρι της Θήρας, στον προϊστορικό οικισμό που καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου κάπου στα τα τέλη του 17ου αι. π.Χ. και αποκαλύπτει σήμερα μία κοινωνία με πολύ υψηλό βιοτικό και πολιτισμικό επίπεδο, όπως είπε στη χθεσινοβραδινή ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής ο καθηγητής κ. Χρίστος Ντούμας.
«Η πόλη του Ακρωτηρίου ήταν δημιούργημα μιας κοινωνίας οικονομικά εύρωστης και με επαφές που της προσέδιδαν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Αυτό διαπιστώνεται από την ποικιλία εδεσμάτων και ποτών που άμεσα ή έμμεσα αποκαλύπτουμε από την έρευνα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ.Ντούμας αναλύοντας τις «Διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού» και ειδικότερα το θέμα «Από την Ανάγκη στην Απόλαυση».
Γιατί, όπως είπε, «Μόνο μια εύπορη κοινωνία μπορεί, και να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην κάλυψη των καθημερινών αναγκών, αλλά και να μετατρέψει την κάλυψη της βασικής ανάγκης σε απόλαυση».
Περί τα μέσα ή τα τέλη της 6ης π.Χ. χιλιετίας εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι οικιστές σ΄ αυτή τη χαμηλή γλώσσα ξηράς που εισχωρούσε στη θάλασσα της Σαντορίνης. Και παρ΄ό,τι δεν γνωρίζουμε το διαιτολόγιό τους, ένας άλλος καλά μελετημένος οικισμός στη νησίδα του Σαλιάγκου (μεταξύ Πάρου και Αντιπάρου) δείχνει ότι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι του Αιγαίου κατανάλωναν σιτάρι και κριθάρι αλεσμένα σε ειδικούς λιθόμυλους, έτρωγαν θαλασσινά και ψάρια, καθώς και κρέας από αιγοπρόβατα και χοιρινά.
Η καλλιέργεια της αμπέλου έφθασε στο Αιγαίο στα μέσα της 3ης χιλιετίας κι έτσι «μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο οίνος άρχισε να ευφραίνει «καρδίαν Θηραίων» τουλάχιστον από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.», είπε ο κ.Ντούμας. Προσθέτοντας, ότι τα καρβουνάκια από κλαδί ροδιάς που βρέθηκαν κατά τις αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν, ότι το φυτό αυτό, που ήταν αυτοφυές στην περιοχή νοτίως της Κασπίας Θάλασσας πρωτοεμφανίστηκε στο Αιγαίο τον 18ο π.Χ. αιώνα και όχι τον 14οπου πίστευαν ως σήμερα.
Οσον αφορά συγκεκριμένα όμως την εποχή, που το Ακρωτήρι ενταφιάστηκε κάτω από ηφαιστειακή σποδό, τα ευρήματα που ανασύρει η αρχαιολογική σκαπάνη είναι αποκαλυπτικά για τις διατροφικές συνήθειες των Θηραίων της Εποχής. «Γιατί εκτός από τα σκεύη και τις εγκαταστάσεις που σχετίζονται με την τροφοπαραγωγή, υπάρχουν και τα κατάλοιπα τροφών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν διαγνωσθεί», όπως είπε ο κ.Ντούμας.
Η τροφή
Τα σιτηρά (κριθάρι κυρίως και σπανιότερα σιτάρι) και τα όσπρια, όπως λαθούρι, μπιζέλια, φάβα και φακές φαίνεται ότι ήταν τα βασικά προϊόντα διατροφής που η γη της Θήρας παρείχε στους κατοίκους της. Τα θέριζαν με ειδικά λίθινα ή μπρούντζινα δρεπάνια, διαχώριζαν τον καρπό επί τόπου σταχωράφια και τον μετέφεραν στα σπίτια όπου τον αποθήκευαν σε μεγάλα πιθάρια.
Στο ισόγειο του σπιτιού κοντά στην είσοδο βρίσκονταν οι μυλώνες, ειδικές κτιστές κατασκευές με μεγάλες σταθερές τριβαίες και τριβεία. Εκεί γινόταν το άλεσμα των σιτηρών και η επεξεργασία των οσπρίων ενώ με την βοήθεια μικρότερων λίθινων σκευών, όπως γουδιά, ύπεροι και τριπτήρες θρυμματίζονταν ή αλευροποιούνταν τα προϊόντα αυτά, ανάλογα με τις ανάγκες. Τα σύκα εξάλλου αποτελούσαν μάλλον σημαντική πηγή σακχάρου και η κατανάλωσή τους πρέπει να ήταν συστηματική καθώς μαρτυρούν μικροί απολιθωμένων σπόροι που βρίσκονται μέσα στα κατακάθια των υπονόμων της πόλης.
Η ελιά, φυτό ιθαγενές, δεν προσέφερε τον καρπό της μόνον για κατανάλωση στο νησί, αφού η παραγωγή λαδιού ήταν τόσο μεγάλη ώστε να γίνονται και εξαγωγές. Κάτι που υποδηλώνεται άλλωστε σε μία από τις δύο πινακίδες της Γραμμικής Α που έχουν βρεθεί στο Ακρωτήρι.
Το πλήθος των ζωικών οστών που έχουν διασωθεί ως κατάλοιπα τροφής δείχνει και το διαιτολόγιο των Θηραίων σε ζωικά προϊόντα. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα αιγοπρόβατα με ποσοστό 80% , ακολουθούσαν τα χοιρινά σε ποσοστό 19%, ενώ ελάχιστα είναι τα οστά βοοειδών και ζώων κυνηγιού.
Οσο για τα θαλασσινά και τα ψάρια καταναλώνονταν άφθονα , όπως δείχνουν τα όστρακα, η εικονογραφία και τα κινητά ευρήματα. «Η αλιεία στην ανοιχτή θάλασσα αποτελούσε συστηματική απασχόληση. Φτάνει να δει κανείς τα αγόρια που καμαρώνουν επιδεικνύοντας το προϊόν της δουλειάς στην οποία εκπαιδεύτηκαν»,ανέφερεο ομιλητής. Προσθέτοντας μάλιστα ότι δεν καταναλώνονταν όλα φρέσκα, γιατί έχουν βρεθεί πιθάρια, μέσα στα οποία διατηρούνταν ψάρια, είτε παστωμένα είτε ξεραμένα στον ήλιο. Ένα σχετικά πρόσφατο εύρημα εξάλλου, ολόκληρα ψάρια εγκλωβισμένα μέσα στην ελαφρόπετρα δείχνει,ότι είχαν απλωθεί στο ήλιο για να ξεραθούν.
Ψησταριές
Συνταγές φαγητών βεβαίως δεν έχουν βρεθεί, τα σκεύη ωστόσο που σχετίζονται με την παρασκευή τροφής οδηγούν σεκάποια συμπεράσματα:
Μία τετράπλευρη, χαμηλή, λιθόκτιστη εξέδρα αποτελούσε την εστία κάθε σπιτιού στο Ακρωτήρι. Πάνω της ακουμπούσε η πήλινη τριποδική χύτρα μέσα στην οποία έβραζαν τα τρόφιμα. (Εχουν βρεθεί και ελάχιστες μπρούντζινες, οι οποίες όμως φαίνεται πως αποτελούσαν σκεύη πολυτελείας για λίγους). Η εστία χρησίμευε και για το ψήσιμο του κρέατος σε οβελούς, δηλαδή σουβλάκια, όπως δείχνουν τα ειδικά στηρίγματα που έχουν βρεθεί, οι λεγόμενοι κρατευτές, που συνήθως απαντώνται σε ζευγάρια.
Εκτός από τις εστίες ανοιχτής φωτιάς όμως, πρόσφατα ήρθε στο φως και ένας άλλος τύπος, που ο κ.Ντούμας χαρακτηρίζει ως κλίβανο με ανοιχτή οροφή. Σ’αυτόν μπορούσε να τοποθετηθεί ένα μπρούντζινο ταψί ή ένα τηγάνι ή ακόμη ένας πήλινος πυρίμαχος δίσκος.
Πέραν αυτών τεράστια είναι η ποικιλία σε επιτραπέζια σκεύη πόσεως, μετάγγισης (χωνιά) και σερβιρίσματος, που «θα ήταν περιττή, αν προοριζόταν μόνο για την κατανάλωση νερού», όπως επισήμανε ο ίδιος.
Τα αρωματικά φυτά και βότανα, για τα οποία ακόμη και σήμερα φημίζεται η Σαντορίνη, όπως η ζαφορά, το χαμομήλι, η αψιθιά, το φασκόμηλο, η ρίγανη, το θυμάρι κ.ά. εκτός από καρυκεύματα σε διάφορα φαγητά, θα αποτελούσαν πρόκληση και για την παρασκευή αφεψημάτων, για την οποία τα καταλληλότερα σύνεργα ήταν μικρές σφαιρικές χύτρες και ηθμοί (σουρωτήρια), που έχουν βρεθεί στιςανασκαφές. Η μεγάλη ποικιλία φυτών και οσπρίων εξάλλου, θα μπορούσε να αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή ζωμών και ροφημάτων ενώ δεν αποκλείεται η κατανάλωση φρέσκων χυμών, τουλάχιστον από φρούτα, από σταφύλι και από ρόδι.
Το κρασί
Αμπελουργία και η οινοπαραγωγή πρέπει να αποτελούσαν βασικό τομέα της οικονομίας του Ακρωτηρίου στην εποχή της καταστροφής του. Και το γεγονός βεβαιώνεται τόσο από την φυσική παρουσία κουκουτσιών από σταφύλια, γιγάρτων, όσο και από την ειδική σκευή για το πάτημα σταφυλιών και την συλλογή μούστου. Ο ληνός (το πατητήρι) και ο κάδος κάτω από αυτόν αποτελούν τα απαραίτητα εξαρτήματα. Ένα κοφίνι όμως, γεμάτο με ασβέστη που βρέθηκε μέσα σε ληνό έβαλε σε σκέψη τον αρχαιολόγο ότι μπορεί ο ασβέστης να λειτουργούσε ως ένα είδος φίλτρου για τον καθαρισμό του μούστου.
Η φύλαξη του κρασιού γινόταν σε μεγάλους πίθους και η στεγάνωσή τους με κερί. Στο στόμιο ενός τέτοιου πιθαριού μάλιστα με χαραγμένη επιγραφή σε Γραμμική Α γραφή ένας συνδυασμός έχει αναγνωριστεί ότι συμβολίζει κρασί. Γενικά όμως, η πληθώρα των πιθαριών αποθήκευσης αλλά και ψευδόστομων αμφορέων που συναντά κανείς στο Ακρωτήρι υποδηλώνουν όχι απλώς μεγάλη παραγωγή κρασιού, αλλά και ανεπτυγμένη διακίνησή του.
«Μετατρέποντας όμως την κάλυψη της ανάγκης σε απόλαυση, η κοινωνία του Ακρωτηρίου δεν φαίνεται να ξεπέρασε τα όρια, δεν πέρασε στη χλιδή, αλλά απλώς απολάμβανε τη ζωή», κατέληξε ο κ.Ντούμας.
«Γιατί, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι Κυκλάδες γενικότερα και η Θήρα ειδικότερα είναι νησιά με πολλούς γεωγραφικούς, κλιματικούς, οικολογικούς κλπ. περιορισμούς, οι οποίοι αφ’ ενός υπαγόρευσαν τον λιτοδίαιτο χαρακτήρα των νησιωτών και αφ’ ετέρου κατέστησαν τους ανθρώπους εφευρετικούς και επινοητικούς, ώστε να επιλύουν αποτελεσματικά τα προβλήματά τους».