Περίπου 2.200 χιλιόμετρα πεζοδρομίων και πεζοδρόμων. Κοντά στα 80.000 δένδρα φυτεμένα σε αυτά. Νεραντζιές, μουριές, κάποιες λεμονιές και μανταρινιές, πολλές σοφόρες ή γιακαράντες, ελιές και πεύκα, αλλού μικρότερα ή μεγαλύτερα σε μέγεθος πλατάνια. Τα δένδρα και κυρίως τα, όχι παραδόξως, αρκετά οπωροφόρα της Αθήνας δεν βρίσκονται μόνο στον Εθνικό Κήπο ή το Πεδίον του Αρεως και τα άλλα πάρκα, ή στους λόφους όπως ο Λυκαβηττός. Πολλά από αυτά είτε παράγουν βρώσιμους καρπούς είτε συντηρούν αστικούς – και όχι απαραίτητα μόνο στη φαντασία των κατοίκων της πόληςμύθους για συλλογείς των καρπών τους και οργανωμένες εξορμήσεις για παράδειγμα μαζέματος των καρπών της ελιάς.
Σύμφωνα με την υπηρεσία Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων, στα πεζοδρόμια, τα διαχωριστικά των λεωφόρων, τις νησίδες, τους πεζοδρόμους και τα αλσύλλια του κέντρου βρίσκονται περίπου 80.000
δένδρα πολλών και διαφορετικών ειδών, με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα. « Η επιλογή των δενδροφυτεύσεων ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα και κυρίως στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν διαμορφωνόταν το αστικό τοπίο της πρωτεύουσας, γινόταν με γνώμονα την αντοχή των δένδρων στο κλίμα της Αθήνας και τη χαμηλή ή σχεδόν μηδαμινή ανάγκη τους για νερό » εξηγεί ο επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης κ. Γιώργος Σφήκας. Κάπως έτσι, το άγονο αττικό τοπίο, « που ήταν κυρίως βοσκότοποι στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια », απέκτησε συστοιχίες νεραντζιών, μουριών και ελιών. Οι νεραντζιές επελέγησαν και με ένα ακόμη κριτήριο. « Στις αρχές του αιώναοι δενδροφυτεύσεις γίνονταν κυρίως με δένδρα όπως πορτοκαλιές ή λεμονιές. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι οι κάτοικοι της Αθήνας διαγούμιζαν τα δένδρα την περίοδο της καρποφορίας » εξηγεί ο κ. Σφήκας. Οπότε οι νεραντζιές ήρθαν να αποτρέψουν, εν τη γενέσει της, τη συνήθεια αυτή. Σχεδόν ταυτόχρονα, τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, ολοκληρώνονταν οι δενδροφυτεύσεις στον λόφο του Στρέφη και του Αρδηττού, «κυρίως με πεύκα και κουκουναριές», ενώ είχε ολοκληρωθεί και εμπλουτιστεί η ποικιλία φυτών και δένδρων στον τότε Βασιλικό και τώρα Εθνικό Κήπο.
Μετά τον πόλεμο, δίπλα στα «ελληνικά» δένδρα της μουριάς και της ελιάς, βρήκαν θέση είδη όπως οι ιβίσκοι, οι γιακαράντες και οι ιαπωνικές σοφόρες που προσαρμόστηκαν στο κλίμα της Αθήνας και σχεδόν κυριάρχησαν σε πολλούς δρόμους του κέντρου και των γειτονιών. Για παράδειγμα, στην οδό Ρηγίλλης τα δένδρα που ρίχνουν τον παχύ ίσκιο τους είναι στην πλειονότητά τους γιακαράντες ενώ στην οδό Φιλολάου, στο Παγκράτι, ευδοκιμούν πολλές σοφόρες.
Οσον αφορά τον αστικό μύθο των συλλεκτών, κυρίως εσπεριδοειδών ή ελιών, μόνο μύθος δεν μοιάζει να είναι ακόμη και στις ημέρες μας. Οι μαρτυρίες για δήθεν αδιάφορους περιπατητές που κρατούν ένα μικρό ραβδάκι και μια πλαστική σακούλα και τινάζουν ελιές ή κόβουν λεμόνια από τα κλαδιά των δένδρων, όχι μόνο στα όρια του Δήμου Αθηναίων, αλλά και σε γειτονικούς δήμους, δεν λείπουν, ειδικά όσο πλησιάζει η περίοδος καρποφορίας. Μόνο που η… δουλειά γίνεται στη ζούλα ή αργά το απόγευμα, με το σούρουπο, ενώ και το γευστικό αποτέλεσμα δεν φαίνεται να είναι ικανοποιητικό. Οι καρποί είναι πιο πικροί, ανεξάρτητα από το είδος, αποτέλεσμα ίσως της επιβαρημένης ατμόσφαιρας του Λεκανοπεδίου.