Η σκόνη που απλωνόταν εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Απρίλη επάνω από τη λεωφόρο Κηφισιάς δεν οφειλόταν στον άνεμο ούτε προμήνυε κάτι καλό. Στα αφτιά δύο μικρών παιδιών, που στέκονταν αντικριστά, στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισιάς και Αλεξάνδρας, έφτανε ο θόρυβος από τις ερπύστριες και τις μηχανές αρμάτων μάχης και μοτοσικλετών. Μέσα από τη σκόνη, και μπροστά από την Αγία Τριάδα, ξεπρόβαλαν οι πρώτες φιγούρες: στρατιώτες και αξιωματικοί πάνω σε μοτοσικλέτες και τεθωρακισμένα οχήματα. Την ίδια ώρα, στο καφενείο απέναντι από την έπαυλη Θων, κατέφτανε η αντιπροσωπεία των αξιωματούχων της πρωτεύουσας. Σε λιγότερο από δύο ώρες η Αθήνα κηρυσσόταν «ανοχύρωτη πόλη» και παραδιδόταν στους γερμανούς κατακτητές.
Εχουν περάσει 69 χρόνια από την 27η Απριλίου του 1941, όταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι του μεταξικού καθεστώτος, ο φρούραρχος και στρατιωτικός διοικητής της πόλης υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, συνάντησαν σε εκείνο το καφενείο με την επωνυμία «Παρθενών» τους αξιωματικούς των χιτλερικών ορδών και τους παρέδωσαν τα «κλειδιά» της Αθήνας. Για τον κ. Μάρκο Γλεντζάκη και τον κ. Νίκο Παραδείση όμως, τα δύο μικρά παιδιά εκείνου του «φυλλοβόλου Απρίλη», το πέρασμα κοντά επτά δεκαετιών δεν έχει σβήσει τις θύμησες, τις εικόνες, τη στενοχώρια, την έκπληξη αλλά και την οργή των στιγμών. Ειδικά για τον πρώτο, που ήταν τότε 10 ετών και γιος του ιδιοκτήτη του «Παρθενώνα» Ανδρέα Γλεντζάκη, ενός αψίκορου Κρητικού από την Ασή Γωνιά Χανίων, βετεράνου του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών και των χαρακωμάτων του Βερντέν, στον «Μεγάλο Πόλεμο».
Σπίτια και καταστήματα κλειστά
«Από τα χαράματαο πατέρας μου τριγύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί μέσα στο σπίτι, ως τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Την προηγούμενη ημέραείχε εκδοθεί διαταγή από το Φρουραρχείο να μείνουν καταστήματα και σπίτια κλειστά. Σήκωσε το ακουστικό, του είπαν να κατέβει στο καφενείο, να το ανοίξει, ήταν προσωπική διαταγή του Καβράκου, θα συνέβαινε κάτι σημαντικό» διηγείται ο κ. Γλεντζάκης ενθυμούμενος εκείνη την ημέρα.
Ο Ανδρέας Γλεντζάκης κατέβηκε. Τον είχαν όμως ζώσει τα φίδια. «Ούτε πρόσεξε που τον ακολούθησα ούτε τον ένοιαξε. Ανοιξε το καφενείο, έβαλε φωτιά για τη χόβολη, τακτοποίησε τα μαρμάρινα τραπεζάκια. Περίμενε». Οπως περίμενε, με κρατημένη την ανάσα της, όλη η Αθήνα. Στις 8 το πρωί οι πρώτοι μοτοσικλετιστές με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό της Βέρμαχτ Φριτς Ντίρφλιγκ σταματούσαν μπροστά από το καφενείο. Οι Καβράκος και Πλυτάς συνοδευόμενοι από τον δήμαρχο Πειραιά Μιχάλη Μανούσκο, τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο Πετζόπουλο και τον γερμανομαθή συνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλο, που ανέλαβε χρέη μεταφραστή, τον υποδέχθηκαν και του υπέβαλαν το αίτημα παράδοσης. Ο Ντίρφλιγκ δήλωσε αναρμοδιότητα και έστειλε αγγελιαφόρο να ειδοποιήσει τον διοικητή του, συνταγματάρχη Χέρμαν φον Σέφεν, που βρισκόταν ακόμη στο Μπογιάτι, τον σημερινό Αγιο Στέφανο.
Με το βλέμμα ενός παιδιού
Την ώρα που η μακρά φάλαγγα οχημάτων, υποζυγίων και ανθρώπων έφθανε σε μπουλούκια στους Αμπελοκήπους, ο οκτάχρονος τότε Νίκος Παραδείσης το είχε σκάσει από το σπίτι του και παρατηρούσε, με δέος, φόβο και έκπληξη, από το πεζοδρόμιο της Θων, τους εκπροσώπους της ναζιστικής τάξης πραγμάτων. «Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά, οι πόρτες κλειστές, τα παντζούρια μανταλωμένα. Ελάχιστοι ήμασταν στους δρόμους. Οι στολές των Γερμανών είχαν γίνει άσπρες από τη σκόνη, κατέβαιναν από τις μοτοσικλέτες και τα φορτηγά, τινάζονταν, χτυπούσαν τις μπότες τους στο κράσπεδο. Οι οδηγοί έβγαζαν τα αεροπορικά γυαλιά. Μόνο τα ζυγωματικά τους ήταν στο χρώμα του δέρματος. Κατέβαιναν από τα πλαϊνά κουβούκλια των μηχανών, έστριβαν τσιγάρα, λεηλατούσαν τις νεραντζιές και έτρωγαν τους στυφούς καρπούς». Στο βλέμμα του κ. Γλεντζάκη αστράφτει ακόμη η σπίθα της έκπληξης. «Περιεργαζόμουν τα τεθωρακισμένα οχήματα, τριγυρνούσα ανάμεσα στους στρατιώτες, 10 χρονών παιδί, με αγνοούσαν. Κάποιοι ήταν πολύ αδύνατοι, άλλοι φαίνονταν καταπονημένοι. Αναρωτιόμουν αν αυτά ήταν τα θηρία του πολέμου, αυτοί οι άνθρωποι που πνίγονταν από τη σκόνη και έτρωγαν λαίμαργα φρούτα και κουταλιές ζάχαρης». Οι Γερμανοί αρνήθηκαν τους καφέδες που παρήγγειλε ο Καβράκος και ετοίμασε ο πατέρας Γλεντζάκης. Ο υποστράτηγος κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, γεγονός που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των γερμανικών αρχείων. Οταν έφθασε ο Φον Σέφεν, η διαδικασία επιταχύνθηκε. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπεγράφη πάνω σε ένα από τα μαρμάρινα τραπεζάκια του καφενείου, δίπλα στο μεγάλο μπιλιάρδο. Η αντιπροσωπεία των ελλήνων αξιωματούχων, συνοδευόμενη από γερμανούς μοτοσικλετιστές και τον Φον Σέφεν, επιβιβάστηκε στα τεθωρακισμένα οχήματά της και πήρε τον δρόμο για το Σύνταγμα. Μέσα στην επόμενη ώρα οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν τα κύρια δημόσια κτίρια, θα εγκαθιστούσαν, προσωρινά, την Ανώτατη Διοίκηση στη «Μεγάλη Βρεταννία» και θα ύψωναν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Η Αθήνα ήταν κατεχόμενη, αλλά όχι υπόδουλη.
Το κτίριο και οι μνήμες της Κατοχής
Το κτίριο στο οποίο, στο ισόγειο, στεγαζόταν ο «Παρθενών» και αποτελούσε παράλληλα και κατοικία της οικογένειας Γλεντζάκη υπάρχει ακόμη στον αριθμό «6» της λεωφόρου Κηφισιάς. Σήμερα στον ίδιο χώρο στεγάζεται ένα υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας γρήγορων γευμάτων. Δεν είναι όμως το μοναδικό σημείο των Αμπελοκήπων φορτισμένο από την ιστορία της Κατοχής.
Οπως μνημονεύει ο κ. Παραδείσης, «οι Φυλακές Αβέρωφ ήταν τα δεσμωτήρια των αντιστασιακών, στα Κουντουριώτικα στήνονταν τα συσσίτια, με χυλό και πλιγούρι, στην Ακαρνανίας, μπροστά από το δημοτικό σχολείο “Καρανίκα”, είχαν σκοτωθεί από έκρηξη εγκαταλειμμένης χειροβομβίδας δύο συνομήλικοί μας και δύο άλλοι είχαν χάσει την όρασή τους».
Ανάμεσα σε αυτά, το κάρο του δήμου «κατηφόριζε την Κηφισιάς και την Αλεξάνδρας και μάζευε τους σκελετωμένους, αποστεωμένους νεκρούς από τα πεζοδρόμιατον χειμώνα της πείνας». Υπήρχαν και οι στιγμές ανάτασης, ελπίδας και αντίστασης. «Τα χωνιά, τα συνθήματα στους τοίχους, οι προκηρύξεις, οι κρυφές μαζώξεις να ακούσουν οι μεγάλοι τα νέα από το ραδιόφωνο, από το Λονδίνο ή τη Μόσχα, ή η διάδοση από στόμα σε στόμα ότι κατέβηκε η σβάστικα από την Ακρόπολη, όταν την κουρέλιασαν ο Γλέζος και ο Σάντας».