Εξοδος από το ευρώ. Καθίζηση της οικονομίας. Πληθωρισμός. Επιστροφή της δραχμής στις τσέπες των Ελλήνων. Ηταν μια απλή φήμη, ένα επιτυχημένο «ράδιο αρβύλα» που έκανε τον γύρο της Ελλάδας και σε άλλους ξύπνησε εφιάλτες και σε άλλους… προσδοκίες. Οι τελευταίοι, μάλιστα, έσπευσαν να αναζητήσουν παλαιές, καλές(;) δραχμές στο Μοναστηράκι και στην πλατεία Αβησσυνίας, έχοντας στο μυαλό τους μια παρελθούσα, πιο ευοίωνη, αποδοτική και «πλούσια» εποχή. Παρ΄ όλα αυτά, η… αγορά της δραχμής παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο διάστημα. Ισως γιατί όλοι γνώριζαν ότι μια παλαιά δραχμή δεν θα είχε χρησιμότητα στην καινούργια εποχή, ακόμη και στην- απευκταία- περίπτωση που η χώρα έβγαινε από το ευρώ.

«Ο Ελληνας είναι συναισθηματικά δεμένος με τη δραχμή. Οχι απαραίτητα με το νόμισμα αυτό καθαυτό , αλλά με τη γενικότερη αίσθηση, που πια έχει εδραιωθεί στη συνείδησή του, ότι με το πεντοχίλιαρο ή το κατοστάρικο στην τσέπηήταν πιο πλούσιος». Ο ιδιωτικός υπάλληλος κ. Μιχάλης Χόνδρος είναι τακτικός επισκέπτης στην πλατεία Αβησσυνίας, αναζητώντας όχι μόνο δραχμές αλλά και ξένα νομίσματα. Από το 2001, όταν το ευρώ αντικατέστησε το εθνικό μας νόμισμα, συλλέγει και κρατά πολλές δραχμές, σε κέρματα και χαρτονομίσματα.

«Το αντιμετώπιζα σαν κειμήλιο. Ακόμη όμως θεωρώ ότι η ένταξη στο ευρώ ήταν πρόωρη και χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες για το μέσο ελληνικό πορτοφόλι, για να αντιμετωπιστεί η κατακόρυφη αύξηση προϊόντων και υπηρεσιών. Εκεί που το σουβλάκι είχε 100-130 δραχμές, το πληρώνουμε 1,20-1,40 ευρώ. Δηλαδήτρεις φορές επάνω».

Την αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος πολλών Ελλήνων για τη δραχμή το τελευταίο διάστημα πιστοποιεί και η κυρία Χαρίκλεια Πολυδώρη, η οποία διατηρεί κατάστημα και πάγκους με παλαιά αντικείμενα σε πάροδο της Ερμού. «Συνταξιούχοι,πολλοί εργαζόμενοι, χαμηλόμισθοι κυρίως, έρχονται και διαπραγματεύονται να αγοράσουν δραχμές.Πολλοί πράττουν το αντίθετο. Ζητούν προσφορές για πώληση, υποστηρίζοντας ότι έχουν σπάνια κέρματα, μεγάλης αξίας. Αλλοι έρχονται θεωρώντας δεδομένο ότι θα επιστρέψουμε στο νόμισμά μας, από την πίεση των ξένων και την οικονομική κρίση,και θέλουν να ξαναβάλουν στους κουμπαράδες τους δραχμές, για την ύστατη ώρα» τονίζει.

Δραχμές λοιπόν! Με το κιλό, με την έκδοση, με προϊστορία σε τσέπες και πορτοφόλια, ακυκλοφόρητες, σπάνιες ή κοινές. Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει οκτώ χρόνια από την απόσυρσή του και την έλευση του ευρώ, οι Ελληνες δεν έχουν ξεχάσει το πάλαι ποτέ εθνικό νόμισμα. Πολλοί επιθυμούν την άμεση επιστροφή του στο… μέλλον. «Με τη δραχμή καλύτερα» υποστηρίζουν. Και για του λόγου το αληθές, σπεύδουν να προμηθευθούν παλαιές δραχμές, χρησιμοποιημένες ή μη, από τα παλαιοπωλεία και όσους έχουν διατηρήσει ή συλλέξει νομίσματα και χαρτονομίσματα με το κιλό. Στην πλατεία Αβησσυνίας και, περιστασιακά στην οδό Ερμού, θιασώτες και «οπαδοί» της «δραχμούλας» περνούν καθημερινά για να διαπραγματευθούν τιμές και να αγοράσουν δραχμές. Ενα ενδιαφέρον που μέχρι πρότινος είχε ατονήσει, έχει πλέον αναθερμανθεί. Ετσι τα κοινά νομίσματα και χαρτονομίσματα που κυκλοφόρησαν και πέρασαν από εκατοντάδες ή χιλιάδες χέρια, από τη Μεταπολίτευση και μετά, πωλούνται κυριολεκτικά με το κιλό. Οι τιμές ξεκινούν από τα 2 ευρώ και περιλαμβάνουν όσα νομίσματα βρίσκονται πρόχειρα και ανάκατα, μέσα σε ξύλινες ή μεταλλικές θήκες. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΟΣΤΟΣ
* Οι τελευταίες δραχμές που κόπηκαν το 2000,νομίσματα αξίας 1, 2,5,10,20,50 και 100 δραχμών,κόστιζαν τότε ως αναμνηστική έκδοση 188 δρχ.,όσο ήταν δηλαδή και η ονομαστική αξία τους.Σήμερα τα ίδια κέρματα ακυκλοφόρητα στην αγορά κοστίζουν 5-8 ευρώ.

* Αγαπημένο για συλλέκτες είναι το πεντοχίλιαρο που απεικόνιζε στην μία όψη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και στην άλλη το γεφύρι και το χωριό της Καρύταινας.

* Τα πλέον αντιπροσωπευτικά νομίσματα από τη Μεταπολίτευση και μετά είναι η δραχμή με την κεφαλή του Μάρκου Μπότσαρη,το 20δραχμο με τον Περικλή ή τον Σολωμό και το κατοστάρικο με τον Αλέξανδρο. Το κόστος απόκτησης όλων των νομισμάτων της Μεταπολίτευσης είναι 250-300 ευρώ το «πακέτο».

* Μεγάλης αξίας είναι και ορισμένα,περιορισμένης έκδοσης, αναμνηστικά νομίσματα,όπως:

Τα 700 χρυσά νομίσματα που κυκλοφόρησαν το 1994 με αφορμή τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Βόλεϊ στην Αθήνα,ονομαστικής αξίας 10.000 δρχ.Σήμερα ένα τέτοιο κέρμα τιμάται 1.000-1.300 ευρώ.

Τα 1.000 χρυσά νομίσματα που εκδόθηκαν το 1990,με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Αλβανίας, ονομαστικής αξίας 20.000 δρχ.Απεικόνιζαν άνδρες του Ελληνικού Στρατού να πορεύονται στα χιόνια και σήμερα η αξία τους κυμαίνεται μεταξύ 2.000 και 2.300 ευρώ και βαίνει συνεχώς αυξανόμενη.

EΠΕΝΔΥΣΗ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΟ
Συστηματικοί συλλέκτες ή απλοί νοσταλγοί της δραχμής, ως νομίσματος με ιστορική και συναισθηματική αξία και διάσταση, φροντίζουν να συντηρούν και να αποκτούν νομίσματα όλων των περιόδων και να ξεκινούν ή να συμπληρώνουν τις συλλογές τους. Τα κίνητρα για τη δημιουργία συλλογής ποικίλλουν. Αλλοι βλέπουν στα κέρματα και στα χαρτονομίσματα ένα κειμήλιο και πειστήριο της σύγχρονης ιστορίας, άλλοι μια μακροπρόθεσμη επένδυση, πιθανολογώντας πρόσθετα κέρδη. Ενα τέτοιο εγχείρημα βέβαια έχει και το ανάλογο με την αντοχή του πορτοφολιού του καθενός κόστος, το οποίο καθορίζεται από τη σπανιότητα, την κατάσταση και το «ακυκλοφόρητο» του νομίσματος.

Η συλλεκτικά «ορθόδοξη» οδός περνά από τη συστηματική έρευνα, την αναζήτηση και την αγορά των επίσημων σειρών που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος και έκοψαν οι μήτρες του Νομισματοκοπείου, των σπάνιων, αναμνηστικών νομισμάτων περιορισμένηςκαι αριθμημένης ενίοτεέκδοσης και των πρώτων, μετεπαναστατικών εκδοχών του «φοίνικα» και της δραχμής.

Η κυριότητα όμως παλαιών δραχμών δεν συνιστά αυτομάτως τον ιδιοκτήτη τους πλούσιο. «Η συλλεκτική και αγοραστική αξία τους εξαρτάται και καθορίζεται από την κατάσταση, την πιθανή κυκλοφορία και τη σπανιότητά τους» τονίζει ο κ. Παναγιώτης Νιράκης, ο οποίος δραστηριοποιείται εδώ και πολλά χρόνια στον χώρο, διατηρώντας κατάστημα συλλεκτικών ειδών σε κεντρική στοά. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα νόμισμα ή χαρτονόμισμα που έχει κυκλοφορήσει στην αγορά τιμάται 10 φορές πιο χαμηλά από το αντίστοιχο ακυκλοφόρητο, ενώ για τα σπάνια και περιορισμένης έκδοσης οι τιμές πώλησης ανεβαίνουν 10-15 φορές.

Τις βαθιές ρίζες της δραχμής στη συνείδηση του Ελληνα επικαλείται ως βασικό στοιχείο και βάση της υψηλής, συλλεκτικής της αναγνωρισιμότητας και η υπεύθυνη μάρκετινγκ στον Ελληνικό Συλλεκτικό Κύκλο κυρία Ντορίτ Μεγήρ. «Ο Ελληνας αναπολεί στιγμές που του καθόρισαν τη ζωή του. Το πρώτο μεροκάματο, τις καθημερινές εκφράσεις της γλώσσας, όπως “τέρμα τα δίφραγκα” και “κορόνα ή γράμματα”. Εν τέλει ο κάθε νοσταλγός ή συλλέκτης επιλέγει κριτήρια, εποχές και αντιπροσωπευτικά νομίσματα, με γνώμονα πρώτα και κύρια το τι θυμάται, τι αναπολεί, τι εύκολα βρίσκει» τονίζει.