Oσοι έχουν ήδη επισκεφθεί το μέρος προειδοποιούν πάντα εκείνον που πηγαίνει για πρώτη φορά: «Δεν θα βρεις τίποτα». «Δεν υπάρχει τίποτα, δεν απομένει σχεδόν τίποτα στην Τροία».
Εκ πρώτης όψεως έχουν δίκιο.
Σε ένα μικρό βουνό στη μέση μιας επίπεδης έκτασης ανεμοδαρμένης από τον επίμονο βόρειο άνεμο που σηκώνει τα πάντα, εκεί βρίσκεται η Τροία: μετά βίας ένας σωρός από ερείπια που δύσκολα τα αντιλαμβάνεται κανείς αν δεν είναι αρχαιολόγος. Τριγύρω το λιτό τοπίο της Μεσογείου: πουρνάρια, ελιές γερτές, λυγισμένες από τα μελτέμια, ξερόχορτα, χώμα καμένο από τον δυνατό ήλιο. Τη θάλασσα τη μαντεύεις, είναι πιο μακριά, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων. Στο σημείο αυτό ο τουρίστας πλέον συνοφρυώνεται: Η θάλασσα τόσο μακριά; Επομένως; Πώς έφθασαν οι Αχαιοί ως εδώ για να πολιορκήσουν και να κυριέψουν την πόλη; Δεν άραξαν τα μαύρα πλοία τους κοντά, όπως εξιστορεί ο Ομηρος; Δεν πηγαινοέρχονταν από τα πλοία στην πόλη μέσα σε μία ημέρα; Τι συμβαίνει; Είναι όλα ψέματα, ε; Μια στιγμή, μια στιγμή. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Οταν ιδρύθηκε, πριν από 5.000 χρόνια, η Τροία ήταν απλά και μόνο ένα ψαροχώρι. Και η θάλασσα ήταν δίπλα της, όπως είναι φυσικό. Κατελάμβανε όλη σχεδόν την επίπεδη έκταση της καλλιεργημένης γης που σήμερα εκτείνεται μπροστά από τα ερείπια βλέποντας προς τον Βορρά. Στη διάρκεια αυτών των 5.000 ετών, μέρα με τη μέρα, οι ποταμοί Σκάμανδρος και Σιμόεις απέθεταν σταδιακά στις εκβολές τους άμμο και χώματα. Επιπλέον η τουρκική κυβέρνηση, για να αυξήσει τα καλλιεργήσιμα εδάφη και να εξολοθρεύσει τα κουνούπια, αποστράγγισε την περιοχή πριν από δεκαετίες. Ετσι ο φυσικός κόλπος στον οποίο ήταν χτισμένη η Τροία κατέληξε να αποξηρανθεί και να εξαφανιστεί κάνοντας τη θάλασσα να «απομακρυνθεί» κατά μερικά χιλιόμετρα.
Ετσι ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και οι άντρες τους μπόρεσαν να φθάσουν με τα κυρτά τους πλοία και να αγκυροβολήσουν δίπλα στην πόλη που ήθελαν να κατακτήσουν.
«Κοιτάξτε και θα καταλάβετε» λέει ο Ουράν Σάβας, ο οποίος σκύβει και πιάνει μια χούφτα άμμο από τη βάση του τείχους. Υπάρχουν πετραδάκια, καφετί χώμα και υπολείμματα από κάτασπρα κοχύλια. «Βλέπετε; Οταν χτίστηκαν αυτά τα τείχη, η θάλασσα βρισκόταν στο ένα βήμα». Χαμογελάει και πίνει μια γουλιά από το μπουκαλάκι με το μεταλλικό νερό.
Ο Σάβας δεν είναι ένας οποιοσδήποτε ξεναγός. Είναι Τρώας. Ο τελευταίος Τρώας. Στη δεκαετία του ΄50, όταν κανένας σχεδόν τουρίστας δεν πλησίαζε το μέρος και έφθαναν μόνο εξειδικευμένοι αρχαιολόγοι, κυρίως Γερμανοί, ο πατέρας του, ο σχεδιαστής Ταχίρ Σάβας, εγκαταστάθηκε στην περιοχή, άνοιξε το πρώτο εστιατόριο και έγινε ο πρώτος ξεναγός της Τροίας.
Το 1966 γεννήθηκε ο Σάβας. Εζησε όλη του τη ζωή στην Τροία, έχει πτυχίο Ιστορίας, δεν ξέρει καν πόσες φορές έχει διαβάσει την Ιλιάδα και θυμάται ακόμη την εποχή που ήταν παιδί και έκανε ποδήλατο στα ερείπια, κάνοντας γύρους στην περίμετρο του τείχους: την ίδια διαδρομή που έκανε ο Αχιλλέας με άρμα σέρνοντας το πτώμα του Εκτορα δεμένο με ένα σκοινί. Κληρονόμησε την επιχείρηση του πατέρα του και δεν υπάρχει κανείς σε αυτόν τον κόσμο πιο υπερήφανος για την καταγωγή του. Ο ίδιος το συνοψίζει ως εξής, ενώ δείχνει τα θεμέλια ενός από τα τρωικά σπίτια, χτισμένου πριν από 3.000 χρόνια:
«Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν 10 διαφορετικές Τροίες, 10 πόλεις κατεστραμμένες και ξαναχτισμένες στη διάρκεια των αιώνων. Οπότε εγώ είμαι ο κάτοικος της Τροίας νούμερο 11».
Αυτά λέει ο Σάβας ενώ οδηγεί τον επισκέπτη ανάμεσα στον λαβύρινθο από τα ερείπια των πόλεων, που έχουν η καθεμιά χτιστεί πάνω στα ερείπια της προηγούμενης.
«Αυτή η πόλη είναι σαν το κρεμμύδι» λέει.
– Τώρα θα πρέπει να έρχονται πια πολλοί τουρίστες, έτσι δεν είναι;
«Το λέτε λόγω της ταινίας;».
– Ναι.
«Περίπου οι διπλάσιοι» απαντάει ο Σάβας κοιτάζοντας το πλήθος των Γερμανών που αυτή τη στιγμή μπαίνουν στο ομοίωμα του ξύλινου αλόγου που κατασκευάστηκε το 1975 για να λειτουργήσει σαν κράχτης. «Ερχονται οι διπλάσιοι, όπως σας είπαακόμη και Γιαπωνέζοι. Οι Αμερικανοί έρχονται λόγω της ταινίας με τον Μπραντ Πιτ, οι Τούρκοι για τον ίδιο λόγο, οι Αγγλοι γιατί ταξιδεύουν με κρουαζιερόπλοια που πιάνουν εδώ, οι Γερμανοί εξαιτίας του αρχαιολόγου που ανακάλυψε την πόλη, του Ερρίκου Σλήμαν».
– Και οι Γιαπωνέζοι;
«Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω, αλλά έρχονται πολλοί. Προσέξτε αυτό»- και δείχνει μια σχισμή που διατρέχει σχηματίζοντας ζιγκ-ζαγκ έναν πέτρινο τοίχο στο ύψος του ανθρώπου.
Ο Σάβας εξηγεί ότι το τείχος ράγισε πριν από 3.500 χρόνια, όταν ένας σεισμός χτύπησε αυτή τη μεριά του πλανήτη και αφάνισε την Τροία νούμερο έξι. Ο επισκέπτης διατρέχει με το χέρι τη γραμμή της ρωγμής: έχει την αίσθηση πως φιλτράρεται μέσα από αυτήν ο χρόνος. Επειτα ο ξεναγός πίνει μια γουλιά νερό από το μπουκαλάκι, βάζει τα γυαλιά ηλίου και σοβαρεύει, γιατί αυτά που θα πει τώρα είναι ακόμη πιο σημαντικά:
«Αυτή είναι η κεντρική πύλη της Τροίας, από εδώ μπήκε ο Εκτορας ζητώντας, όπως λέει η Ιλιάδα, από τη μητέρα του να προσευχηθεί για τον ίδιο και για τους άντρες του για να κερδίσουν την επικείμενη μάχη. Από εδώ μπήκε για να χαιρετήσει τη σύζυγό του, την Ανδρομάχη, και τον μικρό του γιο, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε λόγω της περικεφαλαίας του, και τρόμαξε και έβαλε τα κλάματα μόλις τον είδε».
Ο Σάβας το διηγείται αυτό ενθουσιώδης, χειρονομώντας, πιστεύοντάς το: είναι καλός αφηγητής και τα καταφέρνει, μέσα από τον σχεδόν ακατανόητο σωρό ερειπίων που έχει μπροστά του, να κάνει να προβάλει η φιγούρα του Εκτορα και να ακουστεί το κλάμα ενός φοβισμένου μωρού ανάμεσα στις ιαχές μιας επικείμενης μάχης.
Δίνει την εντύπωση ότι ο Εκτορας ήταν πράγματι υπαρκτό πρόσωπο.
Και παρ΄ όλα αυτά, δεν είναι σίγουρο ούτε καν ότι ο ίδιος ο Ομηρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο (ή ότι ονομαζόταν έτσι). Εκείνο που έχει αποδειχθεί είναι ότι δεν ήταν συγγραφέας ή τουλάχιστον ό,τι αντιλαμβανόμαστε υπ΄ αυτή την έννοια σήμερα. Ηταν ραψωδός.
Ηταν, δηλαδή, κάποιος που συγκέντρωσε, επεξεργάστηκε εκ νέου και συνένωσε διαφορετικά επεισόδια του Τρωικού Πολέμου προερχόμενα από την προφορική παράδοση για να μπορεί να τα τραγουδά και να τα απαγγέλλει κι αυτός μετά με τη σειρά του μεγαλόφωνα. Δεν ήταν συγγραφέας ή δεν ήταν μόνον αυτό: ήταν αοιδός, περιπλανώμενος βάρδος που κέρδιζε τα προς το ζην εξιστορώντας ιστορίες ηρώων υπό μορφή ποιημάτων από πόλη σε πόλη. Η Ιλιάδα είναι φτιαγμένη για να απαγγέλλεται σε μια ολόκληρη νύχτα. Δεν εξιστορεί ολόκληρο τον Τρωικό Πόλεμο, δηλαδή ως την κατάκτηση αυτής της πόλης από τους Ελληνες, αλλά τα γεγονότα του ένατου έτους της πολιορκίας: ο καλύτερος έλληνας πολεμιστής, ο Αχιλλέας, ο οποίος στην αρχή είχε αρνηθεί να πολεμήσει, όταν μαθαίνει ότι ο Εκτορας, ο μεγαλύτερος ήρωας της Τροίας, σκότωσε τον Πάτροκλο, τον καλύτερό του φίλο, επιστρέφει στη μάχη συντετριμμένος από τον πόνο και διψώντας για εκδίκηση. Ο έλληνας ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με τον Εκτορα στη βάση των τειχών, τον σκοτώνει, του περνάει ένα σκοινί πίσω από τους τένοντες των ποδιών, το οποίο στη συνέχεια δένει στο άρμα του και ταπεινώνει έτσι το πτώμα σέρνοντάς το μπροστά στα μάτια όλης της κατάπληκτης και τρομοκρατημένης πόλης.
Τα ποιήματα πήραν την τελική γραπτή μορφή τους τουλάχιστον 150 χρόνια μετά την εποχή που έζησε ο Ομηρος. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο ίδιος (ή όποιος κι αν ήταν) έζησε τον 8ο αι. π.Χ., σχεδόν 500 χρόνια μετά τα γεγονότα που εξιστορούνται στην Ιλιάδα. Υπερβολικά πολύ μεγάλο διάστημα. Η επιστήμη που μελετά τη μνήμη των λαών χωρίς γραφή υπογραμμίζει ότι ανάλογα γεγονότα μπορούν να διατηρηθούν χωρίς ουσιαστικές παραμορφώσεις για τρεις γενεές, δηλαδή για 90 χρόνια.
Ο καχύποπτος τουρίστας συνοφρυώνεται εκ νέου και ρωτάει: «Επομένως, πώς ξέρουμε ότι ο Εκτορας και ο Αχιλλέας και η Ελένη ήταν υπαρκτά πρόσωπα; Πώς ξέρουμε ότι είναι αλήθεια; Βλέπετε ότι έχω δίκιο και πως αποδεικνύεται ότι ήταν όλα ψέματα;». Μια στιγμή, μια στιγμή.
Πράγματι, για πάρα πολλά χρόνια πίστευαν ότι τίποτε από όσα είχε εξιστορήσει ο Ομηρος δεν είχε υπάρξει. Ούτε καν η ίδια η πόλη, η Τροία, που δεν εμφανιζόταν σε κανένα μέρος και που πίστευαν πως αποτελούσε μέρος του μύθου. Αλλά το 1871 ένας γερμανός εκατομμυριούχος και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ο Ερρίκος Σλήμαν, ακολουθώντας τις θεωρίες του βορειοαμερικανού προξένου και λογίου Φρανκ Κάλβερτ και εξοπλισμένος μόνο με ένα αντίτυπο της Ιλιάδας και ένα βιβλιάριο επιταγών, εγκαταστάθηκε σε έναν λόφο δίπλα στη θάλασσα, στην είσοδο του στενού των Δαρδανελίων. Κατέφυγε στα γεωγραφικά στοιχεία που ανέφερε ο Ομηρος (τους ποταμούς Σκάμανδρο και Σίλιο), στις περιγραφές του για τα πεδία της μάχης και τα κατορθώματα των ηρώων και άρχισε τις ανασκαφές. Και ανακάλυψε τα ερείπια της Τροίας ή μάλλον των 10 διαδοχικών πόλεων και στον τόπο όπου ήταν η Τροία.
Ολα πια αναπαύονταν θαμμένα κάτω από τη γη από τότε που, κάποια στιγμή τον Μεσαίωνα, η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά. Ο Σλήμαν όχι μόνο διαβεβαίωνε ότι είχε ανακαλύψει την Τροία αλλά πίστεψε ότι είχε βρει και τον θησαυρό του Πριάμου, του τρωάδα βασιλιά που περιγράφει ο Ομηρος, όταν βρήκε κοσμήματα και χρυσά κτερίσματα αντάξια ενός βασιλιά. Ο εκατομμυριούχος ερασιτέχνης αρχαιολόγος πίστευε ότι η Ιλιάδα ήταν σχεδόν ένα βιβλίο ιστορίας. O ι επαγγελματίες αρχαιολόγοι άργησαν κάποια χρόνια να ανακαλύψουν ότι ο αποκαλούμενος θησαυρός του Πριάμου στην πραγματικότητα ανήκε σε πολύ παλαιότερη εποχή. Οι ιστορικοί θυμήθηκαν ότι, στην περίπτωση που είχε γίνει πράγματι ο πόλεμος αυτός, ποτέ δεν θα είχε γίνει για μια γυναίκα, ακόμα κι αν αυτή ήταν η ίδια η Ελένη, η πιο όμορφη του κόσμου, αλλά εξαιτίας της στρατηγικής θέσης της πόλης. Ο κόλπος της Τροίας αποτελούσε ένα φυσικό λιμάνι στο οποίο οι ναυτικοί, όταν συναντούσαν βόρειο άνεμο, είχαν τη δυνατότητα να καταφύγουν και να περιμένουν τον πιο ευνοϊκό νότιο άνεμο, τον μόνο που θα μπορούσε να τους πάει από τα Στενά των Δαρδανελίων ως την Ερυθρά Θάλασσα.
Ακόμη και το ίδιο το γεγονός του πολέμου αμφισβητήθηκε: ο καθηγητής Αρχαιολογίας Ντίτερ Χέρτελ, ο οποίος έχει συμμετάσχει σε πολλές ανασκαφές στην Τροία, υποστηρίζει στο βιβλίο του Τροία ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη για κάποια κατάκτηση. Προσθέτει ότι η άφιξη των Ελλήνων Μυκηναίων σε αυτή την πόλη ήταν μια διαδικασία ειρηνικού αποικισμού. Υπάρχουν ακόμη αρχαιολόγοι σήμερα στην ίδια την Τροία, όπως ο Στέφαν Μπλου, 37 ετών, που εξομολογούνται ότι δεν έχουν διαβάσει τον Ομηρο. «Δεν χρειάζεται πια» λέει, ενώ προσπαθεί να αποκαταστήσει ένα αγγείο 3.000 ετών με την ίδια υπομονή και μέθοδο που φτιάχνεις ένα παζλ.
Ο γνωστός δύσπιστος και αρνητικός τουρίστας παίρνει ύφος παντογνώστη: «Οπα, εγώ σας τα ΄λεγα. Ολα είναι ένα παραμύθι, όλα είναι ψέματα».
Μη βιάζεσαι, φίλε μου.
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου ΙΙΙ της Λίλης και παλιός ερευνητής του CSΙC (του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιστημονικών Ερευνών της Ισπανίας) Χαβιέρ Αρθε βεβαιώνει ότι «παρ΄ όλα αυτά, φαίνεται πως η Τροία VΙΙ πράγματι καταστράφηκε από μια μάχη». «Εξάλλου, ό,τι κι αν έγινε, το σημαντικό είναι οι χαρακτήρες του Ομήρου».
Εχει δίκιο. Η περιπέτεια κάποιων Ελλήνων που προσπαθούν να καταλάβουν μια πόλη δίπλα στη θάλασσα και κάποιων Τρώων που την υπερασπίζονται εμπνέεται απευθείας από τον μύθο και από την ανάγκη των ανθρώπων να διηγούνται, να ακούνε και να γράφουν ιστορίες. Γι΄ αυτό δεν έπαψε να μεταμορφώνεται στη διάρκεια των αιώνων και ούτε πρόκειται να πάψει ποτέ.
Γι΄ αυτό τώρα ο Αχιλλέας έχει το τέλειο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ ή ένας ιταλός συγγραφέας, ο Αλεσάντρο Μπαρίκο, ξαναγράφει την Ιλιάδα μειώνοντάς την σχεδόν στο ένα τρίτο, με σκοπό να την απαγγείλει εκ νέου σε ένα θέατρο, όπως την εποχή του Ομήρου (η μείωση οφείλεται στο ότι οι σημερινοί θεατές έχουν λιγότερη υπομονή ή χρόνο από εκείνους του Ομήρου). Το εξηγεί η ίδια η Ελένη, η γυναίκα που ήταν η αιτία αυτού του πολέμου, αν ξεχάσει κανείς την εκδοχή της στρατηγικής θέσης της πόλης: «Η θλίψη είναι η μοίρα μας, Εκτορα, γι΄ αυτό και οι ζωές μας θα τραγουδιούνται για πάντα απ΄ όλους τους ανθρώπους που θα ζήσουν μετά από μας».
«Και εδώ βρίσκονταν οι Σκαιές Πύλες» περιγράφει ο ξεναγός Σάβας, ο τελευταίος Τρώας, «εδώ ο Εκτορας μονομάχησε με τον Αχιλλέα, μόνοι κι οι δυο τους, μπροστά στις στρατιές τους…».
Και όλοι τον ακούνε. Αδιάφορος απέναντι στους χωρίς φαντασία αρχαιολόγους, ερχόμενος σε αντίθεση με την ίδια του την ιδιότητα ως ιστορικού, με την έμφυτη σοφία του αφηγητή, που την έχει κληρονομήσει από τους παλαιούς ποιητές αυτού του τόπου (συμπεριλαμβανομένου του Ομήρου ή όποιου κι αν ήταν), ο Σάβας συνεχίζει να διηγείται και ο Εκτορας και ο Αχιλλέας για άλλη μία φορά, όπως τόσες και τόσες, παίρνουν ξανά σάρκα και οστά και μονομαχούν μπροστά στα τείχη της Τροίας με τα ορειχάλκινα σπαθιά τους. Γιατί υπάρχουν και ιστορίες που δεν είναι ψέματα.