Οι επέτειοι των στρατιωτικών κινημάτων και πραξικοπημάτων ανακαλούν συνήθως αρνητικές μνήμες, ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, επειδή κατά κανόνα συνδέονται με την επιβολή δικτατορικών καθεστώτων. Εν γένει άλλωστε, οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική αντιμετωπίζονται ως «εκτροπή» στις σύγχρονες δημοκρατίες. Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί ωστόσο απέκτησε ευρεία κοινωνική συναίνεση στην εποχή του, ερμηνεύτηκε από ένα μέρος της ιστοριογραφίας ως «αστική επανάσταση» και οδήγησε σε μια πραγματικά εκσυγχρονιστική περίοδο το ελληνικό κράτος υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κατά κάποιον τρόπο, το κίνημα στο Γουδί δικαιώθηκε από την επόμενη ημέρα και όχι αυτοτελώς. Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα ότι επικεφαλής του Στρατιωτικού Συνδέσμου ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, όλοι όμως θυμούνται ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν και η ιστοριογραφία δεν το ονομάζει πλέον «επανάσταση», το κίνημα στο Γουδί υπήρξε πραγματικά επαναστατικό, εφόσον υπήρξε ο καταλύτης για μια σειρά επαναστατικών αλλαγών. Αλλά ας δούμε τα γεγονότα.
Η αρχή του 20ού αιώνα βρήκε την Ελλάδα με συσσωρευμένα προβλήματα και, κυρίως, με μια διάχυτη αίσθηση αποτελμάτωσης. Το «εθνικό ζήτημα» ήταν βεβαίως κυρίαρχο. Συνδεόταν με την πορεία του Ανατολικού Ζητήματος και με τα αλυτρωτικά οράματα, αμείωτα, παρά την πρόσφατη ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η οποία είχε βιωθεί ως «εθνική ταπείνωση». Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιμα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, το ανερχόμενο κοινωνικό ζήτημα, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος), επέτεινε ένα γενικευμένο κλίμα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κομμάτων, του Στέμματος και της Αυλής. Η εκδήλωση του κινήματος των Νεοτούρκων το 1908, που υποσχόταν ισοπολιτεία και ισονομία στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το συνακόλουθο κλίμα εκσυγχρονισμού δημιουργούσαν αυτομάτως σύγκριση με το «τέλμα» που υπήρχε στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για την κατάληψη επιτελικών θέσεων από τους πρίγκιπες και της γενικής διοίκησης από τον Διάδοχο, καθώς και για τη σκανδαλώδη ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό. Η ψήφιση το 1908 νόμου που καταργούσε τις δυνατότητες προαγωγής των υπαξιωματικών στους ανώτερους βαθμούς δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ως ένα επιπλέον αίτιο που ώθησε ομά δες κατώτερων αξιωματικών σε συνωμοτική δράση.
Το πρωτόκολλο του Συνδέσμου
Πράγματι, ήδη από το 1908 εντοπίζονται συνωμοτικοί στρατιωτικοί πυρήνες που σε έναν βαθμό εξέφραζαν αντιδυναστικές στάσεις, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονταν από κριτική ως και απόρριψη προς τα πολιτικά κόμματα. Ο πρώτος πυρήνας του Στρατιωτικού Συνδέσμου δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο 1908 αποκλειστικά από ανθυπολοχαγούς. Το πρωτόκολλο του Συνδέσμου υπογράφηκε εν τέλει και από δύο υπολοχαγούς και έναν λοχαγό (συνολικά δέκα άτομα), αλλά η ύπαρξη της συγκεκριμένης συνωμοτικής δράσης έγινε γνωστή στην κυβέρνηση τον Ιούνιο 1909. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης παραιτήθηκε στις 4 Ιουλίου για να αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης.
Η αποτυχία του νέου πρωθυπουργού να συλλάβει τους συνωμότες οδήγησε στην εκδήλωση του κινήματος τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909. Στους στρατώνες στο Γουδί συγκεντρώθηκαν 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες μαζί με χωροφύλακες και πολίτες, καλώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα αυτό δεν διακρινόταν από επαναστατικά αιτήματα. Οι βασικές θέσεις του αφορούσαν αλλαγές στο στράτευμα, εξέφραζαν δηλαδή μάλλον επαγγελματικά συμφέροντα και εξοπλιστικά σχέδια, ενώ υπήρχε ένα γενικό ευχολόγιο για τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στην εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την οικονομία και τη διοίκηση.
Το περιεχόμενο των αιτημάτων
Χωρίς να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα, ο Σύνδεσμος εξέφραζε τον «πόθο» του όπως «ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ν΄ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων, ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής». Δηλωνόταν εξάλλου κατηγορηματικά ότι στόχος δεν ήταν το πολίτευμα και ο βασιλιάς, «ούτινος το πρόσωπον είναι ιερόν», ούτε η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. Και πράγματι εν τέλει δεν έγινε δικτατορία, παρ΄ όλο που η ιδέα εκφράστηκε κάποιες φορές μπροστά στο αδιέξοδο το οποίο προέκυψε από την πολιτική κρίση που επακολούθησε.
Συνεπώς, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος εξέφραζε μάλλον συντεχνιακά και λαϊκιστικά αιτήματα, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις και, προφανώς, χωρίς να έχει συγκεκριμένο σχέδιο και πρόγραμμα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Το πραξικόπημα κέρδισε τη στήριξη των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων της πρωτεύουσας, τα οποία στις 14 Σεπτεμβρίου πραγματοποίησαν ένα ογκώδες συλλαλητήριο (70.000 σύμφωνα με την εφημερίδα Χρόνος ) από το Πεδίον του Αρεως προς το παλάτι, ύστερα από επίμονες ενέργειες των αξιωματικών. Το συλλαλητήριο οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Συντεχνιών Ελλάδος (περίπου 50 οργανώσεις με 30.000 μέλη) και επιδόθηκε στον Γεώργιο Α Δ ψήφισμα το οποίο ενέκρινε το κίνημα του Συνδέσμου και είχε ως κεντρικό αίτημα τη μάλλον αφηρημένη «Ανόρθωση».
Από πολιτική σε πολιτειακή κρίση
Την ικανοποίηση των αιτημάτων του Συνδέσμου είχε αναλάβει η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κόμματος. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Βουλή ψήφισε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό νόμων (169 νομοσχέδια σε 82 ημέρες), με τους πραξικοπηματίες αξιωματικούς στα θεωρεία της. Η ιδιότυπη αυτή διπλή εξουσία, αφενός των στρατιωτικών και αφετέρου των κοινοβουλευτικών θεσμών, ήταν εγγενώς αντιφατική και επομένως βραχύβια. Παρά την υποχωρητικότητα της Βουλής και της κυβέρνησης, η πολιτική κρίση γρήγορα μετασχηματιζόταν και σε πολιτειακή.
Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στράφηκε προς έναν «μεσσία», τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ο Βενιζέλος είχε στηρίξει, με άρθρα του στην εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων, την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο Σύνδεσμος, ενώ η σύγκρουσή του με τον ύπατο αρμοστή της Κρήτης πρίγκιπα Γεώργιο είχε δημιουργήσει συμπάθειες κυρίως στους κατώτερους αξιωματικούς. Εξάλλου, στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν πολιτικό άφθαρτο και ανεξάρτητο από το «διεφθαρμένο» ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο. *
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.