Ο Ρόμπερτ Καρλάιλ είναι ένας πρωταγωνιστής με την καλή ψυχή καρατερίστα. «Ανδρας με τα όλα του» και «γίγαντας» μιας μεγάλης διαφημιστικής καμπάνιας. Μας μίλησε για τις δυσκολίες στη ζωή και στην καριέρα του και για το πώς κατάφερε να τις ξεπεράσει.
Δίχως αμφιβολία ο πιο διάσημος ρόλος του είναι εκείνος του Γκαζ, του εργάτη που (παρέα με τους φίλους και συναδέλφους του) το ρίχνει στο στριπτίζ για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα στην ταινία «Ανδρες με τα όλα τους» (1997). Αξέχαστος βεβαίως ήταν και ως Φράνσις Μπέγκμπι, ένας τύπος με χαρακτηριστικά αντικοινωνική συμπεριφορά, έναν χρόνο νωρίτερα στο «Trainspotting». Η επιτυχία τού χτύπησε την πόρτα αρκετά νωρίς. Ο Ρόμπερτ Καρλάιλ, ένας ταλαντούχος ηθοποιός με παράξενη, σκληρή φάτσα, εφόρμησε με δύναμη από τη Γλασκώβη και κατέκτησε γρήγορα τη μεγάλη οθόνη. Και όχι μόνο. Βέρος Σκωτσέζος, ο Καρλάιλ επιλέχθηκε πριν από λίγο καιρό για το (μεγάλου μήκους) βίντεο/παρουσίαση με τίτλο «The Man who Walked Around the World» για λογαριασμό του Johnnie Walker.
Πρόκειται για μια υψηλής αισθητικής και μεγάλων απαιτήσεων – τόσο σκηνοθετικά όσο και σε επίπεδο ερμηνείας – τηλεταινία, η οποία, αν και είχε αρχικά δημιουργηθεί για εσωτερική χρήση, κυκλοφόρησε στο ΥouTube και τώρα μετράει 800.000 επισκέψεις! Τώρα, ο Καρλάιλ είναι και ένας από τους πρωταγωνιστές της καμπάνιας «Walk with Giants», με ιστορίες προόδου που εμπνέουν και τις οποίες μοιράζονται μαζί μας οι πιο σπουδαίοι περιπατητές του κόσμου – ανάμεσά τους ο Γιώργος Χωραφάς, ο Τζένσον Μπάτον και ο Λούις Χάμιλτον.
Το ραντεβού μας με τον 49χρονο Σκωτσέζο δόθηκε στο Bανκούβερ του Καναδά. Καθόλου παράδοξο: Εκεί βρίσκεται εννέα μήνες τον χρόνο για τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς «Stargate Universe» και απάντησε στις ερωτήσεις μας με βαριά σκωτσέζικη προφορά, επαναλαμβάνοντας φωναχτά τις τελευταίες λέξεις κάθε ερώτησης.
Κύριε Καρλάιλ, έχετε κάνει ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχετε δουλέψει για την τηλεόραση. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσετε στην καριέρα σας;
«Σίγουρα ο ρόλος του Χίτλερ στην τηλεταινία “Χίτλερ: Η αρχή του κακού”. Επρεπε να αναλύσω βαθιά τον εαυτό μου για να προσπαθήσω να τον καταλάβω. Συνολικά, με τις πρόβες και τα γυρίσματα, για έντεκα μήνες έπρεπε να μπαίνω στο μυαλό αυτού του ανθρώπου. Ηταν ένα δύσκολο ταξίδι που μου ανταπέδωσε γνώση».
Και στη ζωή σας συνολικά; Ποια ήταν η δύσκολη στιγμή;
«Η πιο δύσκολη κατάσταση που έζησα ήταν ο θάνατος του πατέρα μου και του καλύτερού μου φίλου σε διάστημα μόλις μερικών μηνών. Ο πατέρας μου με μεγάλωσε μόνος του και του είχα μεγάλη αδυναμία. Αυτοί οι θάνατοι με συγκλόνισαν».
Η μητέρα σας εγκατέλειψε εσάς και τον πατέρα σας όταν ήσασταν τεσσάρων ετών. Ποιο χαρακτηριστικό σας πιστεύετε ότι οφείλεται στην απουσία της μητρικής αγάπης;
«Μικρός ένιωθα θυμό για εκείνη, οπότε ήμουν ένα θυμωμένο παιδί, υποθέτω ότι αυτό με χαρακτήριζε. Με τον καιρό αποδέχτηκα την κατάσταση. Και νομίζω πως όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί, πριν από εννέα χρόνια, θάφτηκε μέσα μου και το τελευταίο κομμάτι οργής. Μου έδωσε πάντως το κίνητρο να αποδείξω ότι αξίζω».
Στο βραβευμένο φιλμάκι «The Man who Walked Around the World» υπάρχουν δύο πολύ χαρακτηριστικές φράσεις που λέτε και αφορούν τον ιδρυτή του Johnnie Walker: «Ο νεαρός Τζον υπήρξε αρκετά έξυπνος ώστε να είναι τυχερός» και «Είχε τη φωτιά στα σωθικά του». Στη δική σας ζωή είχαν εφαρμογή αυτές οι φράσεις;
«Η πρώτη φράση θεωρώ ότιείναι σπουδαία, αν και δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς εννοεί. Πρέπει όμως κανείς να δημιουργεί τις συνθήκες για να γίνει τυχερός. Κανείς δεν θα έρθει να σε σηκώσει από το κρεβάτι σου και να σου πει “κάνε αυτό”. Οσον αφορά τη δεύτερη φράση, θα έλεγα ότι όποιον δρόμο και αν θέλεις να ακολουθήσεις, για όποια καριέρα και αν μιλάμε, πρέπει μια φωτιά να σου καίει τα σωθικά. Ειδικά στην τέχνη, έναν τομέα στον οποίο ακούς συχνά ότι δεν είσαι ικανός, στον οποίο συχνά σε απορρίπτουν και πρέπει να αντιμετωπίσεις πολλές αντιξοότητες».
Αυτές τις δυσκολίες που λέτε ότι αντιμετωπίζει κάθε ηθοποιός εσείς πώς τις ξεπεράσατε; Είχατε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας, στο ταλέντο σας;
«Νομίζω ότι ταλέντο είναι τελικά να μην το βάζεις κάτω. Πιστεύω ότι πρέπει να αποδεχόμαστε το γεγονός ότι στη ζωή υπάρχουν απογοητεύσεις και πρέπει να τις αφήνουμε πίσω μας. Στην αρχή, βέβαια, όταν είμαστε μικροί, νομίζω πως μας βοηθάει η γνώση ότι έχουμε φίλους οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εμάς. Θα πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι εμένα μου έδωσε κουράγιο το ότι ήξερα πως δεν ήμουν ο μόνος νεαρός ηθοποιός που ζοριζόταν. Δεν είμαι πάντως από αυτούς που πιστεύουν ότι κάθε εμπόδιο είναι για καλό και ότι πρέπει να πιάσουμε πάτο για να ωριμάσουμε και να δημιουργήσουμε. Μια χαρά τα πάμε και χωρίς τις δυσκολίες».
Εχετε υποδυθεί διάφορους χαρακτήρες, από τον Χίτλερ, όπως είπατε, ως τον «κακό» στον Τζέιμς Μποντ, τους οποίους εύκολα κάποιος θα αποκαλούσε αντιπαθητικούς…
«Δεν είναι ζήτημα συμπάθειας ή αντιπάθειας. Προσπαθείς να τους καταλάβεις. Κάθε τέτοιου τύπου ρόλος είναι σαν παζλ που πρέπει να συμπληρώσεις κομμάτι κομμάτι. Αρκεί να μην τους απορρίψεις από την αρχή. Χρειάζεται να δείχνεις κατανόηση, ακόμη και όταν πρόκειται για ιστορικές προσωπικότητες που εύκολα θα χαρακτήριζε κανείς με απόλυτο τρόπο. Δεν είναι άλλωστε δουλειά μου να λέω στους θεατές τι είναι καλό και τι είναι κακό».
Εσείς είστε δογματικός; Τα βλέπετε όλα άσπρα – μαύρα;
«Στην αρχή της καριέρας μου σίγουρα. Ημουν απόλυτος. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι υπάρχουν διάφορες αποχρώσεις του γκρι ενδιάμεσα. Τώρα που θεωρώ ότι έχω ωριμάσει λίγο, προσπαθώ να φωτίζω όλες τις πλευρές ενός ζητήματος».
Μιλάτε πάντως συχνά με έντονο τρόπο για τα προβλήματα της βρετανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό;
«Μα είναι προφανές. Ελάχιστες βρετανικές παραγωγές προβάλλονται στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας. Ταινίες γυρίζονται πολλές, αρκετές από τις οποίες είναι αξιόλογες και έχουν γυριστεί με λίγα χρήματα, το σύστημα όμως τις εμποδίζει να φτάσουν στο ευρύ κοινό και τις αφήνουν να ρημάζουν σε κάποιο ράφι. Είναι απαράδεκτη αυτή η κατάσταση. Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει στην Ελλάδα, εδώ όμως υπάρχουν τόσα multiplex, με περισσότερες από δέκα αίθουσες, και για εβδομάδες ολόκληρες ούτε μία από αυτές δεν φιλοξενεί κάποια βρετανική ταινία, όλες είναι αμερικανικές. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν στηρίζουμε τα προϊόντα μας. Νομίζω ότι μια λύση θα ήταν να κάναμε το εξής πείραμα: Να επιβάλλαμε στα multiplex να δείχνουν κάθε εβδομάδα, τουλάχιστον σε μία αίθουσα, ένα βρετανικό φιλμ. Εκεί θα βλέπαμε την ανταπόκριση και την αξία τους».
Στην Ελλάδα, πάντως, οι εγχώριες παραγωγές που κόβουν πολλά εισιτήρια είναι ως επί το πλείστον ελαφριές κομεντί. Ισως το κοινό θέλει να ξεχαστεί, επειδή αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Εσείς, όταν αντιμετωπίζετε ένα πρόβλημα, προτιμάτε να ξεχνιέστε ή βυθίζεστε στη μελαγχολία;
«Προτιμώ συνήθως να κοιτάζω κατάματα τις δυσκολίες. Νομίζω ότι θα πρέπει και οι κινηματογραφιστές να ασχολούνται με τα ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα και όχι με την ανώδυνη διασκέδαση. Εχω την πεποίθηση ότι ούτως ή άλλως σε όλες τις καταστάσεις υπάρχει μια ανάλαφρη πλευρά και χιούμορ, όσο δυσάρεστες και αν μοιάζουν εκ πρώτης όψεως. Αρκεί να τις προσεγγίζει κανείς με ειλικρινείς διαθέσεις».
Εχετε συμμετάσχει σε ταινίες με αριστερό πολιτικό περιεχόμενο, όπως αυτές του Κεν Λόουτς. Είστε ενεργός πολίτης;
«Ημουν, αλλά γίνομαι όλο και λιγότερο τα τελευταία χρόνια. Απογοητεύτηκα πολύ από τις αποφάσεις που πήρε τα τελευταία χρόνια η βρετανική κυβέρνηση, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή μας στον πόλεμο στο Ιράκ. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, σταμάτησα να ασχολούμαι. Ενιωσα ότι δεν μπορούν να αλλάξουν πολλά πράγματα».
Αν σας ζητούσα να μας ξεναγήσετε νοερά στα μέρη που σας έχουν καθορίσει, όπως κάνετε στην καμπάνια του JohnnieWalker «Walk with Giants», πού θα μας πηγαίνατε;
«Σίγουρα στη δραματική σχολή στην οποία φοίτησα, στην πόλη μου, στα μέρη όπου μεγάλωσα. Οι άνθρωποι είναι ωστόσο πιο σημαντικοί από τις τοποθεσίες. Ο Κεν Λόουτς είναι ο μέντοράς μου. Σκέφτομαι συχνά όλα όσα μου έχει μάθει. Ο Ντάνι Μπόιλ είναι επίσης ένας υπέροχος άνθρωπος και σκηνοθέτης. Αυτός μου έμαθε ότι υπάρχει πάντα ένας άλλος τρόπος για να κάνεις οτιδήποτε».
Οι επιλογές που έχετε στην καριέρα σας δίνουν την εντύπωση ενός ανθρώπου… ξεροκέφαλου. Ανταποκρίνεται αυτό στην πραγματικότητα; Οταν κάνετε λάθη, τα παραδέχεστε;
«Δεν τα αντέχω τα λάθη μου. Δεν μου αρέσουν καθόλου. Και στη ζωή μου γενικά αλλά και συγκεκριμένα στη δουλειά μου. Ταλαιπωρώ τόσο πολύ τον εαυτό μου όποτε κάνω ένα λάθος, που αναγκάζομαι να προετοιμάζομαι για τα πάντα πολύ σχολαστικά. Προσπαθώ να φανώ πιο επιεικής, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο».
Ονομάσατε την πρώτη θεατρική σας ομάδα RainDog από το τραγούδι του Τομ Γουέιτς. Ποιες άλλες επιρροές έχετε από τον χώρο της τέχνης;
«Αγαπούσα πάντα πολύ τη ζωγραφική. Ειδικά κάποιους βρετανούς καλλιτέχνες. Ο αγαπημένος μου είναι μάλλον ο Ελ Ες Λόουρι. Ασχολήθηκε με τις βιομηχανικές περιοχές της Βόρειας Αγγλίας, μέρη τα οποία μου είναι γνώριμα, και κατόρθωσε να αποτυπώσει στον καμβά την πραγματική ζωή. Καλλιτέχνες όπως αυτός με εμπνέουν πάρα πολύ».
Διατηρείτε ένα προφίλ χαμηλών τόνων. Σας έχει ενοχλήσει ποτέ κάτι που έχει γραφτεί για εσάς;
«Ευτυχώς δεν έχουν ασχοληθεί πάρα πολύ μαζί μου. Το πιο ανόητο πράγμα που έχει γραφτεί για μένα είναι σίγουρα ότι ήμουν στα πρόθυρα του θανάτου. Είναι τόσο παράξενο να το διαβάζεις αυτό για τον εαυτό σου συλλογίζεσαι: “Δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν τόσο άρρωστος”. Το χειρότερο βέβαια που μου συνέβη είναι όταν εντόπισαν τη μητέρα μου, η οποία με είχε παρατήσει. Καταλαβαίνετε πόσο δυσάρεστο ήταν αυτό για εμένα και πόσο είχε επηρεάσει τον πατέρα μου. Εκεί ένιωσα να παραβιάζεται η ζωή μου και σκέφτηκα ότι αυτοί οι μπάσταρδοι είναι αδίστακτοι. Δεν σέβονται τίποτε».
Ποια θεωρείτε τελικά τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
«Σίγουρα την απόκτηση των παιδιών μου και τη σχέση με τη γυναίκα μου. Σε επαγγελματικό επίπεδο θα έλεγα ότι σαφώς ξεχωρίζω το “Ανδρες με τα όλα τους” και το “Trainspotting”, τις δύο μεγάλες επιτυχίες μου. Γύρισα όμως πριν από δύο χρόνια μια μικρή ταινία με το όνομα “Summer”, στην οποία πιστεύω ότι έχω δώσει την καλύτερη μέχρι στιγμής ερμηνεία μου. Είμαι πολύ περήφανος για αυτό. Ημουν 46 ετών όταν τη γύρισα και νομίζω πως είναι απόδειξη ότι όσο μεγαλώνεις γίνεσαι καλύτερος. Σαν τον Αντονι Χόπκινς, ο οποίος είναι και ένα από τα πρότυπά μου».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 526, σελ. 68-71, 14/11/2010.