Ο έλληνας εικαστικός που επέλεξε να σπουδάσει και να ζήσει στη Ρώμη. Ο παγκοσμίου φήμης δημιουργός, που δεν έγινε δεκτός ως φοιτητής από τη δική μας Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ενας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της artepovera. O Γιάννης Κουνέλλης κάνει τέχνη «ριζοσπαστική» και «επιθετική». Μιλάει για τη ζωγραφική, για την Ελλάδα, για την κρίση του πολιτισμού και το χρέος του καλλιτέχνη.
Μοιάζει σαν να έφυγε από την Ελλάδα για την Ιταλία «με το δισάκι του στον ώμο» ο Γιάννης Κουνέλλης, στα 20 του χρόνια, το 1956. Εφτασε στα σύνορα, αποχαιρέτησε την ως τότε ζωή του και «έκλεισε» πίσω του τη σκέψη της επιστροφής. Η μεταμόρφωσή του τον ενδιέφερε και τον πείσμωνε η επιθυμία του να γίνει ένας άλλος. Το πέτυχε. Προτού ακόμη αποφοιτήσει από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης, ο μέχρι τότε άγνωστος Ελληνας καθιερώθηκε από την πρώτη κιόλας ατομική έκθεσή του. Οι Ιταλοί τον υιοθέτησαν ως ώριμο καλλιτέχνη, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. Ακολούθησε μια μεγάλη πορεία: από τις πρωτεύουσες και τα σημαντικότερα κέντρα τέχνης της Ευρώπης ως το Σικάγο και τη Μόσχα.
Η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στην Αθήνα, μια στάση στην Ελλάδα, διοργανώθηκε το 1994 από το Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου και ήταν βασισμένη σε μια ιδέα του ίδιου του Κουνέλλη. Στάση-προσκύνημα ίσως, αφού έγινε στον τόπο όπου γεννήθηκε, στον Πειραιά, μέσα στο πλοίο «Ιόνιον», με αναμμένες τις μηχανές και με τους ανθρώπους της δουλειάς παρόντες. Ανήσυχος ταξιδιώτης των εσωτερικών τοπίων του, ακούραστος μελετητής και έμπλεος εμπνεύσεων, αγωνιών διανοούμενος με αδιαπραγμάτευτες αξίες περί τέχνης, από τους θεμελιωτές του κινήματος της artepovera, ο Γιάννης Κουνέλλης κατέκτησε τη μεταμόρφωση που τόσο πόθησε. Kαι εκείνη τον εκτόξευσε. Βρέθηκε κοντά μας ξανά, καθώς εκλήθη για το σκηνικό του «Προμηθέα Δεσμώτη», της άρτιας παράστασης που ανέβασε ο Θόδωρος Τερζόπουλος, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στην Ελευσίνα.
Το τελευταίο έργο σας, κύριε Κουνέλλη…
«Κάθε έργο που κάνω πιστεύω ότι είναι το τελευταίο, αλλιώς δεν θα το έκανα».
Γιατί; Φοβάστε τον χρόνο που φεύγει;
«Δεν ξέρω τους ψυχολογικούς παράγοντες, αλλά στη δουλειά μου – και όχι μόνο σε αυτή – είμαι ριζοσπαστικός. Γι’ αυτό κάθε έργο το αντιμετωπίζω σαν το τελευταίο. Εμείς που βγήκαμε με τη δουλειά μας έξω από το τελάρο, το κάναμε επειδή μας περιόριζε την έκφραση, για να πλησιάσουμε τους άλλους, για να είμαστε πιο διαλεκτικοί? και αυτό μας ελευθέρωσε. Οταν άρχισα να δημιουργώ, είχε απομείνει ένα φάντασμα στο κέντρο του, κάτι σαν μοιρολόι. Και εκεί πρέπει να πεις όχι».
Διανύουμε μια κρίση πολιτισμού; Τι λείπει;
«Λείπει μια τάξη, λείπει ένα ιστορικό βλέμμα, που φτιάχνει το κέντρο? και η έννοια του κέντρου είναι ελληνική αλλά και δυτική. Ναι, υπάρχει κρίση».
Παίζει ρόλο η εποχή;
«Οπωσδήποτε. Η εποχή είναι δάσκαλος, μα δεν φτάνει αυτό. Χρειάζεται ευαισθησία, χρειάζεται και η επική ιδέα της Ιστορίας. Το έπος στην καταγωγή του είναι ελληνικό, είναι και δυτικό, αν και σήμερα έχει γίνει για τους περισσοτέρους σχεδόν ντεμοντέ».
Στη ζωγραφική υπάρχει έπος;
«Ισως οι “Δεσποινίδες της Αβινιόν” του Πικάσο είναι ένα έπος, όπως και η τάση να βλέπεις μέσα από τη ζωγραφική την αλλαγή του κόσμου. Οταν υπήρχε η ζωγραφική του καβαλέτου με τους χρωματικούς τόνους, υπήρχε μια αστική τάξη που έβλεπε τον εαυτό της εκεί μέσα ζωγραφισμένο, αλλά την έβλεπαν και οι άλλοι. Μετά τον πόλεμο, αυτή η τάση τελείωσε. Και αυτή η αστική τάξη τελείωσε. Οπως γίνεται έπειτα από κάθε πόλεμο».
Ολα έχουν ξεπεραστεί;
«Εγώ δεν λέω ότι έχει ξεπεραστεί κάτι. Και οι αρχαίοι είναι παρόντες».
Πώς γίνεται να είναι πάντα παρόντες;
«Κρατούν το νόημα. Για να δημιουργήσεις μια εικόνα, παίρνεις νερό από ένα πηγάδι. Και οι αρχαίοι βρίσκονται στο βάθος του πηγαδιού. Γι’ αυτό μιλάμε για κλασικό και όχι για νεοκλασικό. Το νεοκλασικό είναι μια πολιτική εφεύρεση. Ενώ το κλασικό είναι η δική μας λογική και είναι δύσκολο να πεις ότι το αρχέτυπο της λογικής πέθανε. Διότι τότε δεν ξέρεις να διαβάσεις τον κόσμο».
Σας έχει επηρεάσει αυτή η λογική…
«Οπωσδήποτε. Εμαθα να διαβάζω και να μετράω. Και το μέτρο είναι μια αξία».
Δύο αξίες, λοιπόν, το μέτρο και η γλώσσα.
«Η γλώσσα ως φαινόμενο. Και εγώ ως καλλιτέχνης έχω μια γλώσσα, η οποία δεν είναι αυτή που ομιλώ. Είναι η γλώσσα με την οποία σχηματίζω εικόνες. Η γλώσσα είναι Iστορία. Και είναι δύσκολο να ξεπεράσεις τα σύνορα μιας λογικής που βρίσκεται μέσα στη γλώσσα σου».
Διαβάζετε κιόλας πολύ;
«Οχι, δεν διαβάζω».
Εχετε εντρυφήσει, όμως, στα αρχαία κείμενα.
«Ζωγραφίζοντας. Με τη ζωγραφική τα καταλαβαίνεις όλα. Πολλοί λένε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα. Πώς δεν υπάρχει; Οταν επισκέπτεσαι ένα μουσείο, τη βλέπεις στον τοίχο. Οταν αντικρίζεις την Παναγία του Τισιανού με τους γλωσσικούς προβληματισμούς της, με την επαναστατική ιδέα να της βάζει επιδερμίδα και να την κάνει μια ωραία καθημερινή γυναίκα, αυτές είναι μεγάλες αλλαγές, χωρίς τις οποίες ο λιμπεραλισμός δεν θα ήταν δυνατός. Και στο Βυζάντιο έχουμε πολύ ωραίες εικόνες, αλλά είναι δογματικές, φτιαγμένες από σκέψη και πίστη. Ορίστε, λοιπόν, μια μεγάλη, ακόμη και θρησκευτική, αλλαγή που δεν σε εμποδίζει να πιστεύεις πρώτα στον άνθρωπο και μετά στην ιδέα του Θεού».
Οδηγείται αλλού η πίστη;
«Η πίστη δεν έχει ανάγκη από το δόγμα. Δεν μπορεί να γίνει μια Ιερά Σύνοδος για ναζωγραφίσεις πιο ψηλά το χέρι της Παναγίας. Επομένως, ο καλλιτέχνης καταθέτει τη δική του οπτική. Ακόμη και ο Χριστός αποκτά δέρμα και είναι η μόνη θεϊκή εικόνα, γεμάτη μαχαιριές και αίματα. Ο πάσχων Χριστός διάστικτος από οπές. Ο Βούδας δεν έχει, ούτε ο Κομφούκιος».
Η δική σας πίστη ποια είναι;
«Πιστεύω στους ανθρώπους και τους αγαπώ πάρα πολύ. Είναι ο μόνος ορίζοντάς μου».
Αρα, η βία, οι πόλεμοι, η εγκληματικότητα σας πονάνε.
«Οι πόλεμοι είναι πόλεμοι. Εγώ την κρίση σε όλα τα πεδία φοβάμαι. Τα πολιτικά συστήματα, τα λόμπι, που βάζουν σε δεύτερη μοίρα τον άνθρωπο».
Ενας καλλιτέχνης δεν βοηθά την ανθρωπότητα να δει;
«Βγάζει μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό, αυτό μπορεί να κάνει. Μπορεί να ταξιδεύει, να πηγαίνει να ανταμώσει τους ανθρώπους, να μπαίνει στον δικό τους ορίζοντα, να φτιάχνει πράγματα …».
Θυμάμαι κάποια έργα του Γκόγια.
«Μα και ο Γκόγια το κατάλαβε. Ο Γκόγια ήταν το πνεύμα της Ισπανίας. Αυτή η “μαύρη” ζωγραφική έχει γίνει επειδή ο άνθρωπος φοβάται ότι η αρχή, η λογική, η τάξη του παλαιού κόσμου πεθαίνουν. Και ο καλλιτέχνης έχει ρίξει άγκυρα σε εκείνο τον κόσμο και στη λογική του, διότι έξω από αυτήν είναι το χάος».
Εσείς φοβάστε αυτό το χάος;
«Εγώ το χάος το προκαλώ. Με τη δουλειά μου. Με την ελπίδα να βρεθεί μια καινούργια τάξη. Διότι αυτό δεν πρέπει να χαθεί: η ιδέα της τάξεως ως αξία».
H ζωγραφική επιδρά περισσότερο απ’ ό,τι άλλες μορφές τέχνης;
«Εξαρτάται από την εποχή. Εχουμε εποχές που η μουσική έγραψε μεγάλα έργα. Η μουσική έχει διείσδυση, αλλά η ζωγραφική πλάθει ανθρώπους».
Τι είναι για εσάς η Ελλάδα;
«Είναι μεγάλη έλξη. Ισως και μια πληγή, με κατάληξη όμως θετική. Στην Ελλάδα, όταν ήμουν μικρός, είδα και τρομακτικά πράγματα που δεν εμπνέουν έναν νέο. Τον πόλεμο, τον Εμφύλιο… Η Ελλάδα μού έδωσε τον φόβο. Εγώ, όμως, τον εκμεταλλεύομαι τον φόβο. Την αξία του. Ο φόβος είναι σαν τον πηλό. Και πρέπει να τον πλάσεις. Είναι η αρχή κάθε παραγωγικής ιδέας. Σου εντείνει τη διάθεση να τον μεταλλάξεις και στο τέλος μπορείς να φτιάξεις το καινούργιο. Και ίσως οι άλλοι έχουν ανάγκη από τον μεταπλασμένο φόβο, και μάλιστα δοσμένο από κάποιον που έχει φοβηθεί. Μήπως οι μαύρες εικόνες του Γκόγια δεν είναι ο πλασμένος φόβος που γίνεται γλώσσα και στη συνέχεια ελευθερία;».
Πλέον δεν φοβάστε;
«Οταν πηγαίνεις πρώτη φορά στη ζούγκλα, φοβάσαι ότι θα σε φάνε τα θηρία. Οταν ζήσεις εκεί, δεν φοβάσαι πια».
Λέτε ότι ο φόβος είναι παραγωγικός. Η χαρά, η ευτυχία δεν είναι;
«Το θέμα είναι να είσαι θετικός. Η χαρά και η ευτυχία νομίζεις ότι είναι ένα παραμύθι. Ισως η ευτυχία υπάρχει σε ορισμένες στιγμές της ζωής. Και όταν λέμε ευτυχία, είναι σαν να κοιτάζεις τον εαυτό σου σε έναν καθρέφτη που δίνει δύο χιλιάδες εικόνες σου. Ολες είσαι εσύ. Μα, ποια είναι αυτή της ευτυχίας; Ενώ ο φόβος είναι σαν να έχεις στα μάτια κάποιο ελάττωμα και να βλέπεις διαφορετικά».
Είχατε πει ότι το να μιλάει κανείς σήμερα είναι αυτοκτονία. Και το να μη μιλάει είναι δολοφονία. Πώς το εννοείτε;
«Να μιλάει όπως μιλάει. Η τέχνη έχει τους όρους και τις άμυνές της. Τον τελευταίο καιρό όμως διαπιστώνεις ότι οι διανοούμενοι που το ’60 μιλούσαν, τώρα σιωπούν. Ξέρουν πολύ καλά ότι όταν λένε κάτι παίρνουν μια πολιτική θέση και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Αλλά, πάλι, όταν δεν μιλάς είναι εγκληματικό. Για σκεφτείτε, ποιος ήταν ο Πικάσο; Ενας διανοούμενος. Η ζωγραφική δεν είναι κάτι απλοϊκό που το κάνεις μόνο με την καρδιά. Πρώτα έρχεται η γλώσσα, η σύνθεση, και έπειτα από καιρό καταλαβαίνεις ότι και η καρδιά έχει το μερτικό της. Διότι πρέπει να φτιάξεις κάτι που να μιλάει στους άλλους? και αυτό είναι η γλώσσα της τέχνης».
Και τη θέση τους την υπογράφουν με παρρησία.
«Οι καλλιτέχνες υπογράφουν το έργο τους, επειδή είναι η δική τους η φωνή. Εμπεριέχει το “κατηγορώ”. Και το “κατηγορώ” στην Ιταλία είναι μεγάλη υπόθεση. Η Σαλώμη κρατάει από τα μαλλιά το κεφάλι του Αγίου Ιωάννη και το δείχνει στον λαό. Λέει ο ζωγράφος στον κόσμο “έτσι είναι τα πράγματα”. Είναι μια έκθεση προσωπική, σαν μια πράξη θεατρική που την κρεμάς στον τοίχο».
Το ίδιο συμβαίνει και με ένα θεατρικό σκηνικό;
«Με το θέατρο άρχισα το 1968, στο Τορίνο. Τότε, οι σκηνές του θεάτρου σε πήγαιναν στο 1800, η έμπνευση ήταν οικογενειακή. Ενα δωμάτιο, όπου βρίσκονταν ένα τραπέζι, ένας καναπές, αυτός, εκείνη και οι άλλοι. Για μένα αυτό δεν υπάρχει. Για τα σκηνικά μου δεν διαβάζω τα έργα ποτέ. Εχω μια ιδέα του θεάτρου και αυτό που κάναμε με τον Θόδωρο Τερζόπουλο για τον “Προμηθέα” στην Ελευσίνα θα το έκανα και αν ανεβάζαμε την “Ηλέκτρα”. Βέβαια, τον “Προμηθέα” τον είχα διαβάσει από το αρχαίο κείμενο, όταν ήμουν μικρός».
Αν πρόκειται για σύγχρονο έργο;
«Απλούστατα, δεν το κάνω. Το αρχαίο, το μεσαιωνικό και το αναγεννησιακό ήταν τα μεγάλα θέατρα. Γι’ αυτό ασχολούμαι μαζί τους. Μου αρέσουν η σκηνή και το θέαμα. Δεν πάω να περιγράψω ένα έργο. Εμείς στην Ιταλία δεν έχουμε τόσο μεγάλη λογοτεχνία όπως οι Γερμανοί και οι Αγγλοι, μα έχουμε μια πολύ μεγάλη ιδέα της εικόνας. Και η λογική της εικόνας μπαίνει στο θέατρο με τη δική της τάξη και το δικό της όραμα. Οι εικόνες έχουν τεράστια αξία και κρύβουν ιδεολογία και σκέψη επαναστατική, επειδή αρνούνται τα δεδομένα. Και η άρνηση είναι η αρχή του μοντέρνου».
Η άρνηση, ilgranrifiuto, που λέει και ο ποιητής;
«Μα η rifiuto είναι η αρχή της καινούργιας κριτικής. Η άρνηση δίνει αξία, όπως και η μεταρρύθμιση, όπως και η αποκάλυψη της αρχαιότητας, που είναι μια υπόθεση πολύ πιο μεγάλη από τη μεταρρύθμιση? έχει αξία και μεγαλείο».
Γιατί διαλέξατε την Ιταλία για να σπουδάσετε και για να ζήσετε;
«Επειδή η Αναγέννηση που αναπτύχθηκε εκεί είναι το πρώτο σκαλί για να καταλάβεις τη Δύση, είναι μια υπόθεση μεγάλης ελευθερίας. Και η Ελλάδα είναι μέσα στην αναγεννησιακή ιδέα. Εχει τον άνθρωπο, την κίνηση, το μέτρο. Είναι η αρχή για να καταλάβεις τον κόσμο».
Στην Αθήνα έχετε παρουσιάσει ένα έργο σας φτιαγμένο από πολλούς μεταλλικούς σταυρούς. Τι σύμβολίζει ο σταυρός για εσάς;
«Δεν ξέρω αν έχει μεγαλύτερη αξία από τον Γολγοθά, που μου αρέσει. Οχι, βέβαια, για το μαρτύριό του, αλλά για την ιδέα του πείσματος: να φτάσεις στην κορυφή του λόφου».
Εχετε κάνει αναδρομικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη και απομένει η Ελλάδα. Γιατί;
«Δεν έχω τέτοια πρόταση. Ποιος ξέρει γιατί; Θα υπάρχουν λόγοι. Δεν μπήκα με το καλό πόδι, που λένε. Αλλά, αν έρθει σε μια στιγμή, γιατί όχι; Δεν κάνω όμως προσπάθειες. Δεν στενοχωριέμαι πολύ. Δεν είναι ότι οι Ελληνες δεν με αγαπάνε. Ισως δεν καταλαβαίνουν ή απορρίπτουν τη διαδρομή που ακολούθησα. Πήγα πολύ κοντά σε έναν λατινικό πολιτισμό, που έχει μια διαφορετική ιδέα για τονήρωα. Εκεί, ο ήρωας παίρνει τον πατέρα του στους ώμους, ενώ ο δικός μας ήρωας γυρνάει στην Ιθάκη νικητής? αν δεν είχε νικήσει, δεν θα μπορούσε να επιστρέψει. Είναι τεράστια η διαφορά. Εγώ έχω και τα δύο. Μα δεν ξέρω πού είναι η Ιθάκη μου».
Δεν την έχετε βρει ακόμη;
«Το πρόβλημα είναι ότι η λογική μου με ταξιδεύει σε αντίθετα πράγματα. Είναι ένα ταξίδι μέσα στον λαβύρινθο».
Οταν κατεβαίνετε από το αεροπλάνο στην Αθήνα, συγκινείστε;
«Παρ’ όλο που δεν μιλώ καλά τα ελληνικά, οι υπόγειες αρτηρίες του αίματος με συνδέουν με την Ελλάδα. Αυτός είναι ένας σοβαρός προβληματισμός, χωρίς λύση. Υπάρχει μόνο μία απάντηση: ένα μυστήριο, σαν φάντασμα. Και για τον ζωγράφο τα φαντάσματα έχουν μια αξία».
Εχετε ζωγραφίσει ποτέ αυτές τις αρτηρίες, το αίμα;
«Αυτό που ενδιαφέρει έναν καλλιτέχνη δεν είναι το αίμα που τρέχει από μια πληγή, αλλά το αίμα που δεν φαίνεται. Πηγαίνεις προς τον άλλον και δεν καταλαβαίνεις το γιατί. Επειδή το γιατί είναι από αιώνες κρυμμένο».
Το ότι παραχωρήσατε στο Ιδρυμα Κωστόπουλου αρχειακό υλικό, ώστε να υπάρχει ένας χώρος μελέτης του έργου σας στην Ελλάδα, έχει σχέση με το ότι γεννηθήκατε εδώ;
«Την έκθεση στο πλοίο “Ιόνιον” την έκανα με τη συμβολή του ιδρύματος. Και ήταν για μένα πολύ ωραία ιδέα και ηρωική, διότι οι τράπεζες συνήθως δεν κάνουν τέτοια. Και το πλοίο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από ένα μουσείο, διότι τα πράγματα μέσα εκεί, με τα σίδερα δεμένα, παίρνουν τη μυρωδιά του. Είναι σαν να τα βάζεις στην κοιλιά της φάλαινας. Το πλοίο, η θάλασσα, είναι ο μύθος, είναι ο ελληνικός πολιτισμός. Αλλά και, πέραν αυτού, όλοι στην οικογένειά μου ήταν ναυτικοί».
Ενα πλοίο που δεν πήγαινε πουθενά. Ηταν ένα ταξίδι εντός σας;
«Εκανα τη δική μου αναφορά, όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης, μπροστά στο σύμβολο όπου γεννήθηκα, μπροστά στο παλαιό Δημαρχείο του Πειραιά, που δεν υπάρχει πια. Το γκρέμισαν. Τρομακτική πράξη, διότι ξεριζώνεις το παρελθόν».
Μου επιτρέπετε να σας πω ότι το πρόσωπό σας θυμίζει κάποια γλυπτά του Ντεγκά…
«Του Ντεγκά; Ισως και να είναι αλήθεια, είμαι ένας άνθρωπος του 1800, ίσως και γι’ αυτό χρησιμοποιώ και στην τέχνη μου τα κάρβουνα. Τα κάρβουνα βγαίνουν από τη λογοτεχνία του Βίκτορ Ουγκό, από τους “Πατατοφάγους” του Βαν Γκογκ… Το κάρβουνο δεν είναι για μένα κάτι που έχει σχέση μόνο με τη γη, αλλά δένεται με την κοινωνία και μου αρέσει. Το κάρβουνο στα έργα μου μυρίζει».
Παρακολουθείτε τι συμβαίνει στον ελληνικό εικαστικό χώρο;
«Τα ξέρω, τα διαβάζω. Πάντα είχαμε ζωγράφους εδώ. Στην αρχή πήγαιναν στο Μόναχο, ίσως επειδή είχαμε τον Οθωνα… Μα εγώ δεν τα έχω με τον Οθωνα, νομίζω ότι ήταν καλός? η Αθήνα από χωριό έγινε δυτική πρωτεύουσα».
Οταν εργάζεστε, σκέφτεστε για ποιον φτιάχνετε το έργο;
«Η τέχνη είναι για τον λαό. Πρέπει να υπάρχει πάντα από πίσω, ακόμη και αν φτιάχνεις ένα τετράγωνο. Διότι δεν υπάρχουν ωραία έργα, ποτέ δεν έχουν γίνει. Ενα έργο είναι μεγάλο όταν ανοίγει δρόμους. Είχα πάει στην Κίνα, είπα σε κάποιον “είναι ωραία η Κίνα”. Μου λέει “είναι μεγάλη”. Είχε δίκιο, διότι το ωραίο είναι στιγμιαίο. Ενώ το μεγάλο είναι μια ισχυρή ιδέα».
Είναι τέτοια η φιλοσοφία των Κινέζων.
«Οχι μόνον. Και εμείς στην Ιταλία έχουμε την ιδέα του μεγάλου, όταν από πίσω υπάρχει ένας λαός. Αλλιώς είναι απλώς μια υπόθεση προσωπική και δεν πρέπει».
Γιατί πήγατε στην Κίνα;
«Ετοιμάζω δύο εκθέσεις, μία αναδρομική στο Πεκίνο και μία στη Σανγκάη».
Και στην Ιταλία, τώρα, με έναν Μπερλουσκόνι;
«Υπάρχουν και άλλες παράμετροι. Οταν κάποτε διάβασα στο Σύνταγμά της ότι είναι δημοκρατία των εργαζομένων, συγκινήθηκα. Τώρα και η γενική κατάσταση του κόσμου έχει αλλάξει. Υπάρχουν άλλες προϋποθέσεις και άλλες περιοχές, η Κίνα, οι Ινδίες… Στην αρχή για εμάς τους εικαστικούς η Αμερική ήταν ένα κέντρο. Ισως να είναι και σήμερα, αλλά δεν έχει την παλιά της δύναμη. Η γεωμετρία του κόσμου άλλαξε. Γι’ αυτό πρέπει να πηγαίνεις προς τους άλλους, χωρίς όμως να ξεχνάς τις δικές σου συνθήκες. Ούτε το πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκες ως διανοούμενος. Αν και η πραγματική γέννηση έχει ένα βάρος. Οι πρώτες εντυπώσεις της ζωής. Αυτή είναι εξομολόγηση».
Μεγάλο ταξίδι.
«Μα τόσο γοητευτικό… Εκτόξευση. Δεν σταματάς ποτέ. Είναι μια σκάλα που μπορεί να φτάνει στον ουρανό. Η ιδέα της σκάλας. Οσο ανεβαίνεις τόσο μεγαλώνει η κάθετη, νοητή γραμμή της. Μπορείς να πας στον Παράδεισο με μια σκάλα».
Ή στην Κόλαση.
«Ισως είναι η ίδια σκάλα, τοποθετημένη προς τα κάτω».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 509, σελ. 24-28, 18/07/2010.