Γεννήθηκε στην Κυψέλη. Σπούδασε αρχιτεκτονική. Από τους πιο γνωστούς δίσκους του είναι οι «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ», «Τραγούδια για κακά παιδιά», «Μικροαστικά», ενώ έχει γράψει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ζει στο Μεταξουργείο, όπου μαζί με τη σύζυγό του, Αννα Βαγενά, έχουν τον δικό τους χώρο θεάματος.
Οι γονείς μου με έμαθαν να ακολουθώ τον δρόμο της καρδιάς μου.
Αν και ήμασταν μια οικογένεια μεσοαστική για τα δεδομένα της εποχής, άφησαν εμένα και τον αδελφό μου να κάνουμε αυτό που θέλαμε και εμπιστεύτηκαν τόσο το δικό τους ένστικτο όσο και το δικό μας. Κάτι που έκανα και εγώ αργότερα με τις δικές μου κόρες.
Οταν τελείωσα το σχολείο ήμουν ένας τυπικός νέος της Κυψέλης της εποχής: Ηξερα πολύ καλό μπιλιάρδο και ροκ-εν-ρόλ.
Τότε ήταν μόδα οι νέοι να μπαρκάρουν στα καράβια – κυρίως για την περιπέτεια. Οι γονείς μου με προέτρεψαν να δώσω εξετάσεις για να μπω στην Αρχιτεκτονική. Προσπάθησα δύο φορές, δεν πέρασα, έφυγα στα καράβια, αλλά τελικά τα παράτησα και την τρίτη φορά τα κατάφερα.
Την αγάπησα πολύ την αρχιτεκτονική.
Αν και δεν δούλεψα ως αρχιτέκτονας, αυτές οι σπουδές μου άνοιξαν ορίζοντες και μου μετέδωσαν ένα είδος σκέψης που επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο έκανα μουσική.
Είμαι ένα κράμα επιρροών των πραγμάτων που αγάπησα.
Πολλοί άνθρωποι με έχουν διαμορφώσει: Ο Νεγρεπόντης, ο Γκάτσος, ο Μπιθικώτσης… Αισθάνομαι ότι τους χρωστάω πολλά, γιατί η επιρροή τους υπήρξε καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τη ζωή. Χρωστάω επίσης πολλά σε ανθρώπους που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά οι οποίοι με επηρέασαν με το έργο τους. Το πώς οι άνθρωποι που θα μας επηρεάσουν έρχονται στη ζωή μας είναι κάτι μαγικό, «αστρικό», που δεν μπορεί να ερμηνευτεί.
Διάβασα πρόσφατα κάτι που είπε ο Παναγιώτης Τέτσης, ότι όταν βγαίνει έξω δεν έχει πού να «ακουμπήσει» το βλέμμα του.
Μπορεί να περάσουν ημέρες και να μη βγω από το σπίτι. Εχω διαμορφώσει έναν χώρο στο Μεταξουργείο, όπου η αισθητική του δεν με πληγώνει: εδώ ζω και δουλεύω. Επίσης δεν υπάρχουν πια στέκια. Παλιά δεν δίναμε ραντεβού, υπήρχε ένα μέρος που ξέραμε ότι, όποτε και αν πηγαίναμε, πάντα θα βρίσκαμε φίλους. Οπως λέω και σε ένα τραγούδι μου, το «Αθήνα ’78», «αλλάζουμε όλοι όπως αλλάζει κι η πόλη, όπως άλλαξαν στις μέρες μας πολλά».
Παρ’ όλο το χάλι της Αθήνας, εγώ την αγαπώ.
Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, άνοιξη, μυρίζουν ακόμη οι νεραντζιές. Και υπάρχουν ακόμη κομμάτια της πόλης που έχουν μείνει όπως τα γνώρισα τη δεκαετία του ’50.
Είμαι πάντα θετικά διακείμενος απέναντι στους ανθρώπους και συνήθως δικαιώνομαι.
Ξεκινάω με το «όλοι είναι καλοί».
Στη ζωή μου είχα πάντα πολύ καλή σχέση με τα κορίτσια.
Το ίδιο ίσχυσε με τη γυναίκα μου και τις κόρες μου.
Τα κοινά σημεία που έχουμε με τη γυναίκα μου, την Αννα, ήταν πολλά και πολύ δυνατά, και αυτά είναι που μας κράτησαν μαζί.
Είμαστε μαζί σχεδόν 40 χρόνια – σπάνιο στον χώρο μας να μην έχουμε χωρίσει. Είναι κάτι που θαυμάζουν σε εμάς. Η σχέση μας φυσικά δοκιμάστηκε, όπως όλες. Κανείς όμως δεν «πούλησε» τον άλλον.
Αγαπώ πολύ το σινεμά και ειδικά τα φιλμ νουάρ.
Υπάρχει ένας δίσκος μου, η «Media Luz», που είναι το soundtrack το οποίο έγραψα για μια ταινία που δεν υπήρξε ποτέ και τη φαντάστηκα. Το τι είναι φιλμ νουάρ είναι δύσκολο να οριστεί. Κάπου διάβασα έναν πολύ ωραίο ορισμό, πως είναι «ατόφια κομμάτια μιας ενδιαφέρουσας ζωής».
Το πάρτι στη Βουλιαγμένη πήρε διαστάσεις που κανείς μας δεν είχε φανταστεί.
Θυμάμαι, ήταν απόγευμα και πήγα να ρίξω μια τελευταία ματιά στον χώρο. Οι δρόμοι είχαν κλείσει από τον κόσμο που προσπαθούσε να φτάσει. Οταν είδα την τεράστια «σκούρα» μάζα από ανθρώπους, τρόμαξα. Είπα στον εαυτό μου: «Εγώ το προκάλεσα αυτό; Ας τελειώσει η βραδιά χωρίς ατυχήματα και δεν θα το ξανακάνω ποτέ». Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Θυμάμαι έντονα την εικόνα της πλαζ, αφού τελείωσε η συναυλία, γεμάτη μπίρες και αναψυκτικά και τους τελευταίους που, αραχτοί, κοιτούσαν το ξημέρωμα, περιμένοντας το πρώτο λεωφορείο.
Η σχέση στίχου και μουσικής δεν είναι «ένα κι ένα κάνουν δύο».
Ο ιδανικός συνδυασμός που φτιάχνει ένα πολύ καλό τραγούδι συμβαίνει σπάνια. Τότε γίνεται ένα εκρηκτικό μείγμα, που τα συστατικά του παραμένουν άγνωστα σε εμάς, μια και στη μουσική, συνταγή δεν υπάρχει.
Είχα τον διάολο μέσα μου.
Μπήκε μέσα μου στην εφηβεία. Και τον κρατάω ως και σήμερα.
Ονειρεύομαι έναν κόσμο που δεν θα χρειάζεται καθόλου την τέχνη.
Οσοι ασχολούνται με την τέχνη είναι συνήθως άνθρωποι πληγωμένοι, που θέλουν να καλύψουν μια έλλειψη. Αλλά η τέχνη δεν είναι και δεν πρέπει να είναι δεκανίκι. Τα ωραιότερα πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι τα πιο απλά: ένα ποτήρι κρύο νερό, ένας σύντροφος, ένα ηλιοβασίλεμα. –
Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 50, σελ. 106-108, Μάιος 2010.