Απομακρύνεται το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του διαβόητου ηφαιστείου της Θήρας. Το τέρας έχει σχεδόν επιστρέψει στην ήρεμη κατάσταση που βρισκόταν πριν από την περυσινή έξαρση, αναφέρουν οι έλληνες ερευνητές που το παρακολουθούν στενά. Επισημαίνουν όμως ότι η χρηματοδότηση για την παρακολούθηση του ηφαιστείου είναι ανεπαρκής.
«Το 2011 το ηφαίστειο εμφάνισε κάποια σημάδια ύποπτα και επί ένα χρόνο είχε σκαμπανεβάσματα, με πολλούς σεισμούς, παραμόρφωση του εδάφους και μικρές διαφοροποιήσεις σε θερμοκρασία και χημική σύσταση αερίων. Όμως εδώ και τέσσερις με πέντε μήνες το ηφαίστειο βρίσκεται σε εντελώς ήρεμη κατάσταση, σχεδόν όπως πριν την έξαρσή του» αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) ο Μιχάλης Φυτίκας, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελέτης και Παρακολούθησης του Ηφαιστείου Σαντορίνης (ΙΜΠΗΣ).
Προσθέτει όμως ότι οι επιστήμονες δεν εφησυχάζουν: «Αυτή τη στιγμή το ηφαίστειο δείχνει να επανέρχεται στην πρότερη κατάσταση ύπνου, που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει, γι’ αυτό και πρέπει να παρακολουθείται».
Την ίδια άποψη έχει και ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) και καθηγητής του ΑΠΘ Κοσμάς Στυλιανίδης. «Το ηφαίστειο σιγά σιγά ηρεμεί, δεν υπάρχουν εκδηλώσεις και κοντεύει να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση […] Δεν εφησυχάζουμε, αλλά […] οι πιθανότητες άμεσης έξαρσης του ηφαιστείου είναι εξαιρετικά μειωμένες», λέει.
«Παρακολουθούμε και την παραμικρή »ανάσα» του ηφαιστείου. Από τον Φεβρουάριο και μετά η σεισμική δραστηριότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη» αναφέρει με τη σειρά του και ο Κωνσταντίνος Μακρόπουλος, καθηγητής Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Για την παρακολούθηση του ηφαιστείου συνεργάζονται επιστημονικές ομάδες από όλο τον κόσμο. «Οι μεγαλύτεροι ηφαιστειολόγοι της Ευρώπης συνεργάστηκαν σε διεθνές συνέδριο την άνοιξη στη Σαντορίνη» υπογραμμίζει ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Κώστας Αλμπανάκης.
Πρόβλημα χρηματοδότησης
Το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων προχώρησε τον περασμένο Φεβρουάριο στη συγκρότηση μιας ειδικής 18μελούς επιστημονικής επιτροπής παρακολούθησης του ηφαιστείου της Σαντορίνης, η οποία υπάγεται στον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ).
Η επιτροπή προχώρησε στο σχεδιασμό Ολοκληρωμένου Συστήματος 24ωρης Παρακολούθησης του ηφαιστείου, που αφορούσε στην τοποθέτηση ειδικών οργάνων μέτρησης και στη συλλογή δεδομένων.
Το συνολικό κόστος του προγράμματος υπολογίστηκε από τον ΟΑΣΠ σε περίπου 800.000 ευρώ για τη διετία 2012-2013, ωστόσο από την Πολιτεία εγκρίθηκαν 300.000 για το 2012, από τα οποία τελικά εγκρίθηκε η διάθεση πίστωσης ύψους μόλις 54.000 ευρώ.
Στην απόφαση αναφέρεται η διάθεση του ποσού για την προμήθεια και εγκατάσταση οργάνων. Ωστόσο, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Στυλιανίδης, τα χρήματα αυτά, αν και ζητήθηκαν ήδη από πέρυσι, εγκρίθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση αυτές τις ημέρες. Στο μεταξύ ο ΟΑΣΠ είχε ήδη προχωρήσει στην εγκατάσταση οργάνων, ορισμένα από τα οποία παραχωρήθηκαν για το σκοπό αυτό από άλλους φορείς.
Τα όργανα είναι 22 σεισμογράφοι και επιταχυνσιογράφοι, δέκα γεωδετικοί σταθμοί, τέσσερις παλιρροιογράφοι, δύο μετρητές διοξειδίου του άνθρακα και μία θερμική κάμερα. Τελικά, το ποσό των 54.000 ευρώ θα διατεθεί για τη συντήρηση του συστήματος.
«Το ηφαίστειο της Σαντορίνης είναι μια από τις θέσεις παγκόσμιου ενδιαφέροντος στον τομέα των ηφαιστείων. Γίνεται εδώ και χρόνια στενή παρακολούθηση του ηφαιστείου, χερσαία και υποθαλάσσια. Η πρόσφατη δραστηριότητά του ήταν η αφορμή να ασχοληθεί και η Πολιτεία δίνοντας χρηματοδότηση στο πρόγραμμα του ΟΑΣΠ», εξηγεί και ο γεωλόγος, Δημήτρης Σακελλαρίου, επικεφαλής ερευνών του Τομέα Θαλάσσιας Γεωλογίας- Γεωφυσικής του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Επίσης, το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) έχει εγκαταστήσει από τον περασμένο Ιούλιο όργανα στο βυθό γύρω από το ηφαίστειο, σε συνεργασία με επιστήμονες από τη Γαλλία και την Ισπανία. Στόχος των ερευνητών είναι να μετρήσουν την παραμόρφωση του βυθού, που μαζί με την παραμόρφωση του εδάφους, είναι από τις πρώτες σημαντικές ενδείξεις ενδεχόμενης δραστηριότητας.