Η λίμνη που υπήρχε κάποτε στον Κρατήρα Γκέιλ στον Αρη θα μπορούσε να φιλοξενεί μικρόβια όπως αυτά που ζουν σήμερα στα βάθη της Γης σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση των στοιχείων που έχει συλλέξει το Curiosity. Παράλληλα ο ρομποτικός εξερευνητής προέβη σε ένα ιστορικό κατόρθωμα – πραγματοποίησε την πρώτη επιτόπια ραδιοχρονολόγηση πετρωμάτων σε άλλον πλανήτη.
Τα αποτελέσματα της χρονολόγησης δείχνουν ότι τα πετρώματα στο συγκεκριμένο σημείο είναι ηλικίας 4,2 δισεκατομμυρίων ετών με περιθώριο σφάλματος 300.000 χρόνια – όσο δηλαδή υπολογίζεται ότι είναι και η ηλικία του Αρη. Σύμφωνα ωστόσο με τις αναλύσεις βρίσκονται εκτεθειμένα στην κοσμική ακτινοβολία μόλις εδώ και 80 εκατομμύρια χρόνια, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι βγήκαν από το εσωτερικό του πλανήτη στην επιφάνειά του περίπου εκείνη την περίοδο.
Τα αποτελέσματα των αναλύσεων από τα δεδομένα του Curiosity παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικής Γεωφυσικής Ενωσης (AGU) στο Σαν Φρανσίσκο. Πρόκειται για μια «συγκεντρωτική» εκτίμηση όλων των δεδομένων – φωτογραφιών, χημικών αναλύσεων κ.α. – του εξερευνητή της NASA, η οποία αποτελεί επίσης το αντικείμενο έξι άρθρων που θα δημοσιευθούν ταυτόχρονα online στην επιθεώρηση «Science». Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες κάποια βασικά ευρήματα έχουν ήδη δοθεί στη δημοσιότητα, οι νέες μελέτες όμως συμπληρώνουν την εικόνα με νέα στοιχεία.
Περιβάλλον φιλόξενο για μικρόβια
Οι πέτρες που ανέλυσε το Curiosity από μια κοιλότητα που βρίσκεται στον πυθμένα του Κρατήρα Γκέιλ κοντά στο σημείο της προσεδάφισής του, αν και τώρα είναι απολύτως «στεγνές», κάποτε φαίνεται ότι ανήκαν σε υδρόβιο περιβάλλον. Τα ιζήματά τους, όπως εξήγησαν οι ερευνητές, μαρτυρούν ότι βρίσκονταν μέσα σε νερό το οποίο κυλούσε σε ρυάκια και διοχετευόταν σε μια λίμνη. Η λίμνη αυτή μάλιστα, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, θα μπορούσε να φιλοξενεί τη ζωή.
Συγκεκριμένα οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί θα μπορούσαν να συντηρήσουν χημειολιθοαυτότροφα, μικρόβια τα οποία ζουν στη Γη, στο εσωτερικό των σπηλαίων και στον βυθό των ωκεανών. Οι οργανισμοί αυτοί δεν χρειάζονται φως για να επιβιώσουν – αντλούν ενέργεια διασπώντας πετρώματα και μεταλλικά στοιχεία.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι το νερό που υπήρχε στο συγκεκριμένο σημείο του Αρη ήταν άφθονο, υπήρχε για μεγάλο διάστημα και είχε ουδέτερο pH – αυτά υποδηλώνει, όπως αναφέρουν, η παρουσία αργιλικών μεταλλικών στοιχείων τα οποία σχηματίζονται σε συγκεκριμένες συνθήκες.
«Νομίζω ότι το σημαντικό εδώ είναι ότι βρήκαμε πολύ ισχυρές ενδείξεις ότι αυτά τα αργιλικά μεταλλικά στοιχεία σχηματίστηκαν επί τόπου» τόνισε ο Τζον Γκρότζινγκερ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας και επικεφαλής επιστήμονας του προγράμματος, μιλώντας στο BBC. «Είναι αντιπροσωπευτικά του υδάτινου περιβάλλοντος που υποδηλώνει η όψη των πετρωμάτων και αυτό το περιβάλλον θα πρέπει να ήταν κατοικήσιμο».
Ονειρεμένη ραδιοχρονολόγηση
Η ραδιοχρονολόγηση στην οποία προέβη ο ρομποτικός εξερευνητής του Κόκκινου Πλανήτη έχει επίσης προκαλέσει ενθουσιασμό στους επιστήμονες. «Ηταν για εμάς ένα όνειρο να κάνουμε ραδιοχρονολόγηση στον Αρη» δήλωσε ο Κεν Φάρλεϊ, επιστήμονας της αποστολής του Curiosity. «Πριν από αυτές τις αναλύσεις ο μόνος τρόπος για να προσδιορίσει κάποιος τον χρόνο ήταν να μετράει τους κρατήρες πρόσκρουσης χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο που έχει εξαχθεί από τη Σελήνη όταν χρονολογήθηκαν τα πετρώματά της. Το μοντέλο προσαρμόζεται στη συνέχεια στην κλίμακα του Αρη, έχει όμως μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας».
Όπως υπογραμμίζουν ωστόσο οι ερευνητές, η χρονολόγηση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί με προσοχή. Αυτό γιατί αναφέρεται στην ηλικία των μεταλλικών στοιχείων που εισέρευσαν στη λίμνη και όχι στη χρονική στιγμή της εναπόθεσής τους στα πετρώματα – αυτή πρέπει, όπως εκτιμάται, να συντελέστηκε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια αργότερα.
Εφαρμόζοντας μια άλλη τεχνική οι επιστήμονες μπόρεσαν επίσης να υπολογίσουν πότε η διάβρωση έφερε τις πέτρες αυτές στην επιφάνεια του πλανήτη όπου τις βλέπουμε σήμερα: την τοποθετούν πριν από 78 εκατομμύρια, με περιθώριο σφάλματος 30 εκατομμύρια χρόνια – δηλαδή πολύ πρόσφατα για τα κοσμολογικά δεδομένα.
«Είναι πάρα πολύ νεαρά» σχολίασε ο καθηγητής Γκρότζινγερ στο «New Scientist». «Οι περισσότεροι θα περίμεναν ότι ένας δεδομένος βράχος στην επιφάνεια του Αρη θα ήταν εκεί για εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, αν όχι δισεκατομμύρια χρόνια. Ηταν λοιπόν σοκ για μας».