Το παγκόσμιο κόστος της παχυσαρκίας είναι αντίστοιχο με εκείνο του καπνίσματος ή των ένοπλων συγκρούσεων και μεγαλύτερο από εκείνο του αλκοολισμού και της κλιματικής αλλαγής. Αυτό έδειξε νέα μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου McKinsey, σύμφωνα με την οποία το κόστος της παχυσαρκίας ανέρχεται σε 1,62 τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
30% του πληθυσμού με περιττά κιλά
Περίπου 2,1 δισεκατομμύρια άτομα – ποσοστό της τάξεως του 30% του παγκόσμιου πληθυσμού – είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, αναφέρεται στη μελέτη. Οι συγγραφείς της τονίζουν ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα τα οποία θα βασίζονται λιγότερο στην ατομική ευθύνη αλλά θα δίνουν έμφαση σε συντονισμένες πολιτικές υγείας.
Το οικονομικό κόστος της παχυσαρκίας συνεχώς αυξάνεται εξαιτίας της ανάγκης νοσηλείας των ασθενών για επιπλοκές αλλά και λόγω πολλών χαμένων ωρών εργασίας. «Απαιτούνται παρεμβάσεις οι οποίες θα βασίζονται λιγότερο στην ευθύνη του ατόμου και περισσότερο σε αλλαγές στο περιβάλλον του» σημειώνεται στη μελέτη.
Οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν τον έλεγχο του μεγέθους των μερίδων σε ορισμένα συσκευασμένα τρόφιμα καθώς και τον «επανασχεδιασμό» των πρόχειρων και επεξεργασμένων τροφίμων.
Οι παρεμβάσεις
Σύμφωνα με τη μελέτη, τέτοιου είδους πρωτοβουλίες αναμένεται να είναι πιο αποτελεσματικές από την επιβολή φόρων στα λιπαρά ή στη ζάχαρη ή ακόμη και από τις καμπάνιες για τη δημόσια υγεία. Παράλληλα, προτείνονται προγράμματα διαχείρισης του βάρους αλλά και άσκησης εντός των εργασιακών χώρων.
Οι συγγραφείς τονίζουν ότι «απαιτείται στρατηγική καθώς η παχυσαρκία έχει πλέον λάβει διαστάσεις κρίσης». Προσθέτουν ότι η αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας πυροδοτεί και αύξηση στην εμφάνιση καρδιακών και πνευμονικών νόσων, διαβήτη και καρκίνων που συνδέονται με τον τρόπο ζωής.
Σημειώνεται ότι το Διεθνές Ινστιτούτο McKinsey είναι το επιχειρηματικό, οικονομικό και ερευνητικό σκέλος της εταιρείας συμβούλων McKinsey&Company.