Οι Ντενίσοβα, οι μυστηριώδεις άνθρωποι που όπως ανακαλύψαμε σχετικά πρόσφατα έζησαν κάποτε στην Ασία, ήταν εκείνοι που κληροδότησαν τον γενετικό «εξοπλισμό» που χαρίζει σε ορισμένους σύγχρονους πληθυσμούς την ικανότητα να επιβιώνουν χωρίς πρόβλημα στα μεγάλα ύψη. Αυτό υποστηρίζουν επιστήμονες οι οποίοι εντόπισαν την ίδια γονιδιακή παραλλαγή που σχετίζεται με τη ρύθμιση των επιπέδων του οξυγόνου στο αίμα τόσο στους σημερινούς κατοίκους του Θιβέτ όσο και στους παλαιολιθικούς αινιγματικούς ασιάτες συγγενείς μας. Το εύρημα, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενισχύει τη θεωρία ότι ο Homo sapiens έχει αποκτήσει κάποια από τα εξελικτικά πλεονεκτήματά του μέσω της διασταύρωσης με άλλα είδη ανθρώπων τα οποία σήμερα έχουν εκλείψει.
Εξέλιξη… ύψους
Η εν λόγω παραλλαγή αφορά το γονίδιο EPAS1, το οποίο σχετίζεται με τη ρύθμιση της παραγωγής αιμοσφαιρίνης, της πρωτεΐνης που περιέχεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και τροφοδοτεί με οξυγόνο το αίμα. Στα μεγάλα υψόμετρα η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε οξυγόνο είναι μικρότερη και, προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτή την έλλειψη, ο οργανισμός παράγει περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια. Για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν συνηθίσει να ζουν στα μεγάλα ύψη η διαδικασία αυτή είναι επίπονη και μπορεί να αποβεί επικίνδυνη – η παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να είναι μεγαλύτερη από όσο χρειάζεται αυξάνοντας την πηκτικότητα του αίματος και μαζί με αυτήν τον κίνδυνο θρομβώσεων ή εγκεφαλικού. Σε όσους ωστόσο διαθέτουν τη συγκεκριμένη παραλλαγή του EPAS1 η ρύθμιση των επιπέδων οξυγόνου στο αίμα γίνεται πολύ ομαλά, χωρίς κίνδυνο για τον οργανισμό.
Αν και είναι πολύ σπάνια στον παγκόσμιο πληθυσμό, η συγκεκριμένη παραλλαγή στο EPAS1 είναι εξαιρετικά διαδεδομένη στους κατοίκους του Θιβέτ οι οποίοι ζουν μόνιμα σε υψόμετρο 4.000 μ. και πάνω. Η ανακάλυψή της έγινε το 2010 από τον Ράσμους Νίλσεν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, και την ομάδα του. Καθώς η γενετική αλληλουχία που είδαν στους Θιβετιανούς διέφερε τόσο πολύ από αυτές που παρατηρούνται σε άλλους σύγχρονους ανθρώπινους πληθυσμούς οι επιστήμονες σκέφτηκαν να την αναζητήσουν σε αρχαιότερα γονιδιώματα. «Τη συγκρίναμε με τους Νεάντερταλ, αλλά δεν βρήκαμε κάποια που να ταιριάζει» δήλωσε στο BBC ο καθηγητής Νίλσεν, ένας εκ των κύριων συγγραφέων της σχετικής μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature». «Μετά τη συγκρίναμε με τους Ντενίσοβα και προς έκπληξή μας εντοπίσαμε κάποια που ταίριαζε σχεδόν απόλυτα».
Γενετικά «δώρα» από συγγενείς
Τα μόνα στοιχεία που έχουμε από τους Ντενίσοβα είναι δυο οστά και δυο δόντια που υπολογίζεται ότι είναι ηλικίας 40.000-50.000 ετών και έχουν βρεθεί στο ομώνυμο σπήλαιο της Σιβηρίας. Αρχικά είχε θεωρηθεί ότι τα απολιθώματα ανήκαν σε κάποιο από τα γνωστά είδη της εποχής, όταν όμως οι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξαγάγουν μιτοχονδριακό DNA από το πρώτο οστό που ανακαλύφθηκε (και προερχόταν από το μικρό δάχτυλο του χεριού ενός κοριτσιού) διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για ένα νέο, άγνωστο ως τότε είδος ανθρώπου (ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί αν πρόκειται για ένα ξεχωριστό είδος Homo ή για υποείδος του Homo sapiens).
Τόσο τα τελευταία όσο και προηγούμενα ευρήματα από τις αναλύσεις του γενετικού υλικού που έχει εξαχθεί από το περίφημο πλέον «δαχτυλάκι» δείχνουν ότι οι Homo sapiens της παλαιολιθικής εποχής διασταυρώνονταν με τους Ντενίσοβα (όπως και με τους Νεάντερταλ). Ο καθηγητής Νίλσεν θεωρεί ότι η διασταύρωση του είδους μας με τους Ντενίσοβα συνέβη στο πολύ μακρινό παρελθόν αλλά η γενετική κληρονομιά που μας κληροδότησαν παρέμεινε, για να βοηθήσει πολλές φορές τους μακρινούς προγόνους μας να προσαρμοστούν στα νέα περιβάλλοντα που συναντούσαν καθώς εξαπλώνονταν στον πλανήτη βγαίνοντας από την Αφρική.
«Αφότου το DNA των Ντενίσοβα πέρασε στους σύγχρονους ανθρώπους παρέμεινε σε διάφορους πληθυσμούς της Ασίας σε χαμηλές συχνότητες για πολύ καιρό» ανέφερε ο κ. Νίλσεν. «Αργότερα, όταν οι πρόγονοι των Θιβετιανών μετακινήθηκαν σε μεγάλο υψόμετρο, αυτό ευνόησε τη γονιδιακή παραλλαγή η οποία στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε σημείο ώστε σήμερα να τη φέρουν οι περισσότεροι Θιβετιανοί». Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε ο καθηγητής, δεν γνωρίζουμε αν οι Ντενίσοβα ήταν επίσης προσαρμοσμένοι για τη ζωή σε μεγάλο υψόμετρο. Το Σπήλαιο της Ντενίσοβα δεν βρίσκεται ιδιαίτερα ψηλά – είναι στα 760 μ. – όμως, επισημαίνει, ανήκει στα Αλταϊκά Ορη τα οποία υψώνονται πάνω από τα 3.000 μ.