Εννέα στους δέκα Ευρωπαίους αναπνέουν κακής ποιότητας αέρα, σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (European Environment Agency – EEA) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η έκθεση διαπιστώνει ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στη μείωση πολλών ρύπων, περισσότεροι από το 90% των κατοίκων των αστικών περιοχών της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκτίθενται σε ανώτερες από τα επιτρεπόμενα όρια συγκεντρώσεις τροποσφαιρικού όζοντος και μικροσωματιδίων. Η ρύπανση δεν αφήνει ανέπαφες τις αγροτικές περιοχές, απειλώντας τα οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα ενώ σύμφωνα με μεγάλη πανευρωπαϊκή μελέτη που δημοσιεύθηκε επίσης σήμερα, απειλεί και το,,, μέλλον του πληθυσμού, οδηγώντας στη γέννηση λιποβαρών – και εξ αυτού επιρρεπών σε προβλήματα υγείας – μωρών.
Οζον και μικροσωματίδια
Από πολλές απόψεις – ειδικά στο πεδίο των «ορατών» όπως σημειώνεται ρύπων – ο αέρας της Ευρώπης κρίνεται πολύ καλύτερος σε σχέση με το παρελθόν και το λεγόμενο «νέφος» που θολώνει σήμερα την ατμόσφαιρα μεγαλουπόλεων της Ασίας και ιδιαίτερα της Κίνας απουσιάζει από τους ουρανούς των ευρωπαϊκών πόλεων. Ωστόσο δυο ιδιαίτερα ανησυχητικοί ρύποι, τα μικροσωματδίδια και το τροποσφαιρικό όζον, βρίσκονται στο «κόκκινο», όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία.
Τα μικροσωματίδια PM 2,5 είναι αιωρούμενα στην ατμόσφαιρα σωματίδια με διάμετρο 2,5 εκατομμυριοστών του μέτρου τα οποία συνδέονται με καρδιοαναπνευστικά νοσήματα και άλλα προβλήματα υγείας. Σύμφωνα με την έκθεση, το 91-96% των κατοίκων των Ευρωπαϊκών πόλεων εκτίθενται σε συγκεντρώσεις τους οι οποίες ξεπερνούν (περισσότερο ή λιγότερο) το επιτρεπόμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση όριο των 20 μg/m3 (το οποίο είναι μάλιστα διπλάσιο από την τιμή των 10 μg/m3 που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας).
Το τροποσφαιρικό όζον είναι το όζον που σχηματίζεται στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, κοντά στο έδαφος, από χημικές αντιδράσεις που προκύπτουν από τις εκπομπές άλλων αερίων και συνδέεται με αναπνευστικές νόσους και πρόωρη θνησιμότητα. Οπως προκύπτει από την έκθεση, το 97-98% των Ευρωπαίων που ζουν σε πόλεις εκτίθενται σε επικίνδυνες συγκεντρώσεις του.
Το είδος της ρύπανσης, σημειώνεται στην έκθεση, διαφέρει ανά περιοχές της Ευρώπης. Για παράδειγμα, οι υψηλότερες συγκεντρώσεις τροποσφαιρικού όζοντος παρατηρήθηκαν στη Βόρεια Ιταλία ενώ οι υψηλότερες συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων παρατηρήθηκαν στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης όπως στην Πολωνία και στη Βουλγαρία. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατες μετρήσεις από έλληνες επιστήμονες έχουν δείξει ότι οι συγκεντρώσεις των μικροσωματιδίων παρουσιάζονται ιδιαίτερα αυξημένες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Κίνδυνος για την υγεία και τα οικοσυστήματα
Εκτός από την υγεία των κατοίκων των αστικών κέντρων η κακή ποιότητα του ευρωπαϊκού αέρα επιβαρύνει επίσης το περιβάλλον εκτός των πόλεων, στις αγροτικές περιοχές και στην ύπαιθρο. Η έκθεση διαπιστώνει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση πλήττει σοβαρά τα ευρωπαϊκά οικοσυστήματα εμποδίζοντας την ανάπτυξη της βλάστησης και επιδρώντας στη βιοποικιλότητα.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί βλάβη στην ανθρώπινη υγεία και στα οικοσυστήματα. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού δεν ζουν σε ένα υγιές περιβάλλον σύμφωνα με τα παρόντα πρότυπα» δήλωσε ο Χανς Μπρόινβινκς, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. «Για να μπει σε έναν δρόμο βιωσιμότητας η Ευρώπη θα πρέπει να αποκτήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο και να προχωρήσει πιο πέρα από τις παρούσες νομοθετικές ρυθμίσεις».
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές η τελευταία έκθεση αναδεικνύει ξεκάθαρα την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» των σχετικών με την ατμοσφαιρική ρύπανση κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, των οποίων τα όρια στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αισθητά ανώτερα από τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Στην παρούσα φάση η ΕΕ εξετάζει την αναθεώρηση των ορίων της για την ατμοσφαιρική ρύπανση, κανείς όμως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ως πού ακριβώς θα «κινηθούν» οι αποφάσεις της.
Επιβάρυνση από τη μήτρα
Την ανάγκη αναθεώρησης των ευρωπαϊκών κανονισμών υπογραμμίζει και μια άλλη μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε επίσης σήμερα στην επιθεώρηση «The Lancet Respiratory Medicine» και διαπιστώνει ότι η έκθεση μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της σε υψηλές συγκεντρώσεις PM 2,5 επιβαρύνει το έμβρυο αυξάνοντας τον κίνδυνο για γέννηση λιποβαρών μωρών. Το εντυπωσιακό είναι δε ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί να είναι «παρών» ακόμη και στις μητέρες που είχαν εκτεθεί σε συγκεντρώσεις PM 2,5 εντός των επιτρεπόμενων ορίων της ΕΕ.
Στη μελέτη, η οποία είναι μια από τις μεγαλύτερες επιδημιολογικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί ως σήμερα, συμμετείχαν 14 ερευνητικά κέντρα από 12 ευρωπαϊκές χώρες – μεταξύ αυτών ομάδα ελλήνων ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Μανόλη Κογεβίνα από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και την επίκουρη καθηγήτρια Λήδα Χατζή από το Πανεπιστήμιο Κρήτης (οι ατμοσφαιρικές μετρήσεις στο πλαίσιο της μελέτης Μητέρας-παιδιού Κρήτη-ΡΕΑ έγιναν από το τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό την επίβλεψη του καθηγητή Ευριπίδη Στεφάνου).
Στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής μελέτης, η οποία διήρκεσε μια πενταετία, μελετήθηκαν συνολικά 74.178 γυναίκες οι οποίες απέκτησαν παιδί από το 1997 ως το 2011. Οι γυναίκες παρακολουθήθηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους με τη λήψη βιολογικών δειγμάτων και τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων ενώ παράλληλα γίνονταν μετρήσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις περιοχές όπου ζούσαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσες είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα μικροσωματιδίων PM 2,5 είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν μωρά με βάρος μικρότερο του φυσιολογικού – κάτι το οποίο με τη σειρά του συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας για το παιδί (κυρίως αναπνευστικών) ή και μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας.
«Αν η έκθεση στα μικροσωματίδια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μειωνόταν στα 10 μg/m3 οι γεννήσεις λιποβαρών μωρών θα μειώνονταν κατά 22%» σημειώνεται στη μελέτη ενώ η κύρια συγγραφέας της, Μαρί Πέντερσεν, από το Κέντρο Ερευνών στην Περιβαλλοντική Επιδημιολογία της Βαρκελώνης υπογραμμμίζει: «Η ευρεία έκθεση των εγκύων σε όλο τον κόσμο στην ατμοσφαιρική ρύπανση του αστικού περιβάλλοντος σε παρόμοιες ή και σε υψηλότερες συγκεντρώσεις από αυτές που αξιολογήθηκαν στη μελέτη μας δίνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στις αρμόδιες αρχές ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα του αέρα που όλοι μοιραζόμαστε».