Τις πολύπλοκες προϊστορικές ρίζες τόσο των Ευρωπαίων όσο και των Αυστραλών έρχονται να φωτίσουν -ή να περιπλέξουν με νέο μυστήριο- δύο νέες επιστημονικές έρευνες. Η πρώτη ανέλυσε δείγματα DNA και διαπίστωσε ότι η γενετική καταγωγή των Ευρωπαίων μυστηριωδώς υπέστη μια απότομη μεταμόρφωση πριν από περίπου 4.500 χρόνια. Η δεύτερη μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Αυστραλίας ήταν 1.000 έως 3.000 μετανάστες, οι οποίοι μέσω των νησιών του Ειρηνικού, έφθασαν στην απομακρυσμένη ήπειρο πριν από περίπου 50.000 χρόνια.
To γενετικό υλικό
Σύμφωνα με το BBC, η πρώτη έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Nature Communications», ανέλυσε γενετικό υλικό (μιτοχονδριακό DNA που περνά μόνο από τις μητέρες στα παιδιά) από 39 σκελετούς ηλικίας 2.500 έως 7.500 ετών, οι οποίοι βρέθηκαν στην Κεντρική Ευρώπη, ιδίως στη σημερινή Γερμανία. Η ανάλυση επιβεβαίωσε ότι οι άποικοι που προέρχονταν από την Εγγύς Ανατολή και τη σημερινή Τουρκία, εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη, φθάνοντας έως τη Γερμανία πριν από περίπου 7.500 χρόνια, πιθανώς στο πλαίσιο της αγροτικής επανάστασης, που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή.
Όπως δείχνει η γενετική ανάλυση, οι πρώτοι Γερμανοί γεωργοί ήταν στενοί συγγενείς των ανθρώπων από την Εγγύς Ανατολή και την Ανατολία, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα μετέφεραν την αγροτική τεχνογνωσία στην Ευρώπη, αντικαθιστώντας στην πορεία τους έως τότε κυρίαρχους κυνηγούς – συλλέκτες, που είχαν εγκατασταθεί πριν από τουλάχιστον 35.000 χρόνια στην ήπειρο.
Το νέο μυστήριο έγκειται στο ότι πριν από 4.500 έως 5.000 χρόνια το γενετικό «προφίλ» των Ευρωπαίων μεταβλήθηκε δραστικά, γεγονός που σημαίνει πως, κάποιο άγνωστο μέχρι σήμερα, συμβάν επέφερε τεράστιες πληθυσμιακές ανακατατάξεις στη «γηραιά ήπειρο». Πιθανώς ευθύνονται πληθυσμιακές μεταναστεύσεις από την Ιβηρική χερσόνησο, στις οποίες ίσως οφείλεται και η ανέγερση του μεγαλιθικού μνημείου του Στόουνχεντζ στη Βρετανία.
Η κουλτούρα
Για μια «επιτυχημένη πρώτη πανευρωπαϊκή κουλτούρα που ξαφνικά αντικαταστάθηκε πριν από περίπου 4.500 χρόνια, χωρίς να ξέρουμε γιατί», έκανε λόγο ο ερευνητής Άλαν Κούπερ του Αυστραλιανού Κέντρου για το Αρχαίο DNA του πανεπιστημίου της Αδελαϊδας και πρόσθεσε πως «κάτι σημαντικό συνέβη και κυνηγάμε να βρούμε τι ήταν αυτό».
«Επιβεβαιώσαμε ότι τα γενετικά θεμέλια της σύγχρονης Ευρώπης τέθηκαν στη Μέση Νεολιθική Περίοδο, μετά από τη μείζονα γενετική μεταβολή που έλαβε χώρα πριν από περίπου 4.000 χρόνια. Αυτή η γενετική ποικιλομορφία στη συνέχεια εμπλουτίσθηκε περαιτέρω από πολιτισμούς της Ιβηρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στη διάρκεια της Ύστερης Νεολιθικής Περιόδου» δήλωσε ο ερευνητής Βόλφγκανγκ Χάακ του ίδιου ερευνητικού κέντρου.
Οι ρίζες των Αυστραλών
Σύμφωνα με το Science και το Nature, η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Άλαν Γουίλιαμς του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου στην Καμπέρα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό βιολογίας Proceedings B της Βασιλικής Εταιρίας Επιστημών της Βρετανίας, μελέτησε τα πιο αρχαία ίχνη οικισμών στην Αυστραλία και συμπέρανε ότι οι «ιδρυτές – πατέρες» της ηπείρου ήταν μια ομάδα 1.000 έως 3.000 τολμηρών Νοτιοασιατών αποίκων, οι οποίοι πριν από 45.000 έως 50.000 χρόνια, για να φθάσουν από τη Παπούα Νέα Γουινέα, χρησιμοποίησαν μάλλον μια λεπτή «γέφυρα» ξηράς, που σήμερα πια έχει σκεπαστεί από τη θάλασσα.
Ο αριθμός αυτός είναι αρκετά μεγαλύτερος από τις έως τώρα εκτιμήσεις (που έκαναν λόγο για 150 ανθρώπους το πολύ) και δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα η μετανάστευση στην Αυστραλία ήταν ένα προγραμματισμένο και όχι ένα τυχαίο γεγονός. Όμως αυτός ο πρώτος πληθυσμός, που σταδιακά είχε αυξηθεί, κατέρρευσε αριθμητικά κατά την εποχή των πάγων, με συνέπεια να έχει υποστεί μείωση έως 60% πριν από περίπου 20.000 χρόνια.
Στη συνέχεια όμως, όταν υποχώρησαν πια οι πάγοι, πριν από 12.000 χρόνια, ο πληθυσμός ανέκαμψε και πάλι, φθάνοντας τους 1,2 εκατ. κατοίκους πριν από περίπου 500 χρόνια, ενώ είχε υποχωρήσει κάπως στα 770.000 έως 1,1 εκατ. άτομα το 1788, όταν ξεκίνησε ο αποικισμός από τους Βρετανούς. Οι αρρώστιες που έφεραν οι τελευταίοι μαζί τους, οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους τον γηγενή πληθυσμό που δεν είχε ανοσία και ο οποίος σήμερα πλέον έχει ελαττωθεί στα 460.000 άτομα.