Μια παραλλαγή της μαγνητικής τομογραφίας, η οποία παρακολουθεί την εγκεφαλική δραστηριότητα σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, φέρεται ικανή να προβλέψει ποιοι άνθρωποι είναι πιθανό να υποπέσουν σε ποινικά αδικήματα. Οι αμερικανοί ερευνητές που δοκίμασαν τη μέθοδο υποστηρίζουν ότι πρόβλεψαν ποιοι κατάδικοι θα συλλαμβάνονταν ξανά μετά την αποφυλάκισή τους.
Συνέπειες για το νομικό σύστημα αλλά και για τη θεραπευτική αντιμετώπιση
«Τα ευρήματα της μελέτης έχουν εξαιρετικά σημαντικές συνέπειες για το πώς η κοινωνία μας θα αντιμετωπίζει στο μέλλον τα ποινικά αδικήματα και τους παραβάτες» δηλώνει ο Κεντ Κιλ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νιου Μέξικο και επικεφαλής του πειράματος.
«Η μελέτη όχι μόνο προσφέρει ένα εργαλείο που προβλέπει ποιοι εγκληματίες ενδέχεται να υποπέσουν σε νέα παραπτώματα, αλλά επιπλέον προσφέρει και τις κατευθύνσεις προκειμένου να οδηγούνται οι παραβάτες σε πιο αποτελεσματικές στοχευμένες θεραπείες, ώστε να μειώνεται το ρίσκο μελλοντικής εγκληματικής συμπεριφοράς» συνεχίζει ο ερευνητής.
Η έρευνα, η οποία δημοσιεύεται στην αμερικανική επιθεώρηση «PNAS», εστιάστηκε στον πρόσθιο υπερμεσολόβιο φλοιό, μια περιοχή του εγκεφάλου που πιστεύεται ότι ελέγχει τον παρορμητισμό και ρυθμίζει την επιθετικότητα. Το πείραμα έδειξε ότι οι κρατούμενοι με υποτονική δραστηριότητα σε αυτή την περιοχή ήταν δύο φορές πιο πιθανό να υποπέσουν σε νέα αδικήματα στο μέλλον.
Με χρήση λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI) η οποία παρακολουθεί τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο, και με βάση τα στοιχεία αυτά υπολογίζει πόσο έντονα λειτουργεί μια οποιαδήποτε περιοχή του εγκεφάλου ανά πάσα χρονική στιγμή.
Σε συνεργασία με τις σωφρονιστικές υπηρεσίες του Νιου Μέξικο, οι ερευνητές εξέτασαν 96 άνδρες κρατούμενους, ηλικίας 20 έως 52 ετών, οι οποίοι είχαν προσφερθεί να συμμετάσχουν σε επιστημονικές μελέτες. Η μελέτη παρακολούθησε τους εθελοντές ως και τέσσερα χρόνια μετά την αποφυλάκισή τους.
«Τα άτομα που υπέπεσαν σε νέα αδικήματα ήταν πολύ πιθανότερο να παρουσιάζουν χαμηλή δραστηριότητα στον πρόσθιο υπερμεσολόβιο φλοιό» αναφέρει ο δρ Κιλ.
Υποστηρίζει μάλιστα ότι η μέθοδος μπορεί να διακρίνει «ένα μέρος του εγκεφάλου που ενδέχεται να μην λειτουργεί σωστά».
Στη μελέτη συμμετείχε και ο δρ Ουόλτερ Σίνοτ-Άρμστρονγκ, καθηγητής Πρακτικής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Duke. Και ο ίδιος εκτίμησε ότι «τα ευρήματα της μελέτης ανοίγουν το δρόμο σε μια υποσχόμενη μέθοδο νευροπρόβλεψης με ευρείες πρακτικές προοπτικές στο νομικό σύστημα».