Γάλλοι ερευνητές συνέδεσαν τη λήψη φαρμάκων για τη διέγερση ωοθηκών των υποψήφιων μητέρων με την αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης λευχαιμίας των παιδιών τους. Το εύρημα παρουσιάστηκε σε συνέδριο για τους παιδικούς καρκίνους (Childhood Cancer 2012) στο Λονδίνο και δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σε επιστημονική επιθεώρηση.
Η μελέτη
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι γάλλοι ειδικοί, η μελέτη τους αφορούσε 2445 παιδιά και τις μητέρες τους. Από αυτά, τα 764 είχαν διαγνωστεί με λευχαιμία και τα υπόλοιπα ήταν υγιή. Οι μητέρες όλων των παιδιών απάντησαν σε ερωτηματολόγια τα οποία αφορούσαν τον χρόνο που ξόδεψαν προσπαθώντας να συλλάβουν, καθώς επίσης και τις θεραπείες υπογονιμότητας στις οποίες υποβλήθηκαν.
Τα ευρήματα
Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων τους κατέδειξε ότι τα φάρμακα για τη διέγερση των ωοθηκών τα οποία χορηγούνται στις υποψήφιες μητέρες πριν από την εφαρμογή τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προκειμένου να ωριμάσουν περισσότερα του ενός ωάρια,αύξαναν κατά 2,6 φορές τον κίνδυνο εμφάνισης στο παιδί της συνηθέστερης μορφής παιδικής λευχαιμίας, που ονομάζεται οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Ομοίως, διαπιστώθηκε ότι αύξαναν κατά 2,3 φορές τον κίνδυνο εμφάνισης της σπανιότερης οξείας μυελοειδούς λευχαιμίας.
Οι γάλλοι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Jeremie Rudant του Ερευνητικού Κέντρου Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του Ινστιτούτου INSERM στη Villejuif του Παρισιού, δεν μπορούν να εξηγήσουν τα ευρήματά τους. Ωστόσο, η μελέτη τους πυροδοτήθηκε από αντίστοιχες μικρότερης έκτασης μελέτες που φαινόταν πράγματι να συνδέουν τα φάρμακα διέγερσης των ωοθηκών με τις παιδικές λευχαιμίες.
Η επιβεβαίωση που ήλθε με τη μελέτη των γάλλων επιστημόνων δείχνει ότι θα πρέπει να διενεργηθούν περαιτέρω μελέτες για να διαπιστωθεί ποια από τα φάρμακα ευθύνονται για την παρατηρούμενη αύξηση του κινδύνου για λευχαιμίες. Οι ειδικοί αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο η αύξηση να οφείλεται στην υπογονιμότητα αυτή καθαυτή και όχι στα φάρμακα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της.