Τα αγοράκια που κατά την εμβρυϊκή τους ζωή είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης έχουν διπλάσια πιθανότητα να αργήσουν να μιλήσουν σε σχέση με τα κοριτσάκια, εκτιμούν αυστραλοί επιστήμονες.
«Σχεδόν το 12% των αγοριών παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του προφορικού του λόγου» εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Άντριου Γουάιτχαουζ από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας.
«Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη του λόγου διαφέρει από παιδί σε παιδί, στην περίπτωση των αγοριών η όλη διαδικασία εξελίσσεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με τα κορίτσια» τονίζει ο ειδικός.
Ορμονικά επίπεδα και λόγος
Οι αυστραλοί επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα αρσενικά έμβρυα εκτίθενται σε επίπεδα τεστοστερόνης δεκαπλάσια από εκείνα στα οποία εκτίθενται τα θηλυκά έμβρυα. Υποστηρίζουν ότι αυτό εξηγεί την καθυστέρηση στην ομιλία που εμφανίζουν τα αγόρια.
Στη μελέτη, οι ειδικοί έλαβαν δείγμα αίματος από τον ομφάλιο λώρο συνολικά 767 νεογέννητων με σκοπό να μετρήσουν τα επίπεδα τεστοστερόνης στα οποία είχαν εκτεθεί τα έμβρυα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του εγκεφάλου τους. Στη συνέχεια, προχώρησαν στην αξιολόγηση του προφορικού λόγου των παιδιών στις ηλικίες του ενός, των δύο και των τριών ετών.
Τα κορίτσια μένουν ανεπηρέαστα
Διαπίστωσαν λοιπόν, ότι τα αγόρια που ως έμβρυα είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης είχαν διπλάσια έως τριπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου συγκριτικά με τα κορίτσια. Αντίθετα, τα κορίτσια που είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης αντιμετώπιζαν χαμηλότερο κίνδυνο στο να εμφανίσουν προβλήματα που σχετίζονταν με την ανάπτυξη του λόγου.
«Η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου αποτελεί έναν από τους πιο συνηθισμένους λόγους για τον οποίο οι γονείς καταφεύγουν στον παιδίατρο» αναφέρει ο Γουάιτχαουζ. «Τώρα τα ευρήματα αυτά μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τους βιολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από την συγκεκριμένη καθυστέρηση, αλλά και γενικότερα, τη διαδικασία της ανάπτυξης του λόγου».
Τα ευρήματα των αυστραλών επιστημόνων παρουσιάζονται μέσα από το επιστημονικό έντυπο «Journal of Child Psychology and Psychiatry».