Μια σειρά γενετικών δεικτών που οδηγεί κάποιους σε βαθιά γεράματα και καθυστερεί την εμφάνιση νόσων που σχετίζονται με την προχωρημένη ηλικία, χρησιμοποίησαν αμερικανοί ειδικοί για τη δημιουργία ενός τεστ που θα προβλέπει ακριβώς αυτό: κατά πόσο, δηλαδή, έχουμε τη γενετική προδιάθεση να φτάσουμε ή ακόμα και να ξεπεράσουμε την ηλικία των 100 ετών!
Το επαναστατικό τεστ με ακρίβεια 60%-85% είναι αξιόπιστο κυρίως όταν πραγματοποιείται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η δυνατότητα εντοπισμού ατόμων με γονιδιακή προδιάθεση για μακροζωία θα μπορούσε να οδηγήσει τους επιστήμονες πιο κοντά σε θεραπείες που αφορούν νόσους που εμφανίζονται με την πάροδο των ετών, όπως π.χ. καρδιαγγειακά νοσήματα και άνοια.
Οι γονιδιακές μεταλλάξεις της… μακροζωίας μελετήθηκαν αρχικά από τους ειδικούς του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, οι οποίοι το 2010 προχώρησαν σε δημοσίευση των ευρημάτων τους στην επιθεώρηση «Science».
Νέα ελπιδοφόρα ευρήματα
Στη νεότερη μελέτη, ειδικοί του Πανεπιστημίου Γέιλ μελέτησαν μια ομάδα υπεραιωνόβιων με μέσο όρο ηλικίας τα 107 έτη.
Αν και πιστεύεται ότι οι συγκεκριμένοι γενετικοί παράγοντες συμβάλλουν στην πιθανότητα να ζήσουμε μέχρι τα 85 κατά 20%-30%, τα νέα ευρήματα των ειδικών υποδεικνύουν ότι παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην ηλικία των 80 ετών και άνω.
Οι αμερικανοί επιστήμονες προχώρησαν σε σάρωση του γονιδιώματος 801 υπεραιωνόβιων και στη συνέχεια το συνέκριναν με εκείνο 914 φυσιολογικών, υγιών ατόμων, προκειμένου να εντοπίσουν τα γενετικά χαρακτηριστικά της ομάδας των υπεραιωνόβιων.
Εντόπισαν 281 γονιδιακές μεταλλάξεις οι οποίες φάνηκε να παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της γήρανσης και μάλιστα διαπίστωσαν ότι αυτές με τη σειρά τους μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε 26 διαφορετικές «γονιδιακές υπογραφές», οι οποίες χαρακτήριζαν το 90% των υπεραιωνόβιων του πειράματος.
«Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη σπάνιων υπεραιωνόβιων – υποδεικνύει ότι τα γονίδια είναι πολύ πιο σημαντικά για το αν θα ζήσουμε μέχρι τα 100 έτη και άνω, παρά για το αν θα φτάσουμε στα 85» σχολιάζει ο καθηγητής Γενετικής Επιδημιολογίας στο King’s College του Λονδίνου, δρ Τιμ Σπέκτορ.
«Το πιο σημαντικό εύρημα είναι ίσως το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό γονίδιο που να συνδέεται με τη διαδικασία της γήρανσης. Αντίθετα, πρόκειται για εκατοντάδες γονίδια, από τα οποία κάποια μπορούν να κληρονομηθούν υπό μορφή ομάδων – όμως δεν γνωρίζουμε ακόμα πώς ακριβώς λειτουργούν. Εάν το μάθουμε και αυτό, τότε δεν αποκλείεται να καταλήξουμε και σε αντιγηραντικές θεραπείες» καταλήγει ο ειδικός.