Το ανοξείδωτο ατσάλι
Ο κλίβανος χύτευσης χάλυβα του Bessemer στο Μουσείο του Sheffield

Σε χώρες που ευημερούν, οι τουρίστες κρίνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων από το περιεχόμενο του πιάτου τους. Οπου όμως η φτώχεια μαστίζει τον πληθυσμό, το κριτήριο μετακινείται… δίπλα από το πιάτο: στα μαχαιροπίρουνα. Είναι από ανοξείδωτο χάλυβα ή από ευτελές και σκουριασμένο μέταλλο; Διότι όλοι γνωρίζουμε σήμερα ότι η χρήση του ανοξείδωτου χάλυβα στα κουζινικά υπήρξε και παραμένει το κατώφλι περάσματος των λαϊκών στρωμάτων στη σύγχρονη πολιτισμική εποχή.

Ο χάλυβας βεβαίως δεν είναι προχθεσινό εύρημα. Τον πρωτοσυνάντησαν οι αρχαιολόγοι στην καρδιά της Ανατολίας –στο σημερινό Kaman-Kalehoyuk της Τουρκίας –και ήταν ηλικίας 4.000 ετών (από το 1800 π.Χ.) Και ύστερα, ακολουθώντας τις αφηγήσεις για τον Μεγαλέξανδρο και τον Πώρο (326 π.Χ.), ανακάλυψαν την πηγή αρχικής προέλευσης του ινδικού ατσαλιού (Wootz steel) στη Σρι Λάνκα (Κεϋλάνη), με χρονολογία γύρω στο 400 με 500 π.Χ. Οσο για τη σύσταση εκείνου του χάλυβα, την είχε περιγράψει από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο αλχημιστής Ζώσιμος Πανωπολίτης (από την τωρινή Akhmim της Αιγύπτου).
Ολα όμως αυτά τα διάσπαρτα ευρήματα χάλυβα στα χέρια ανθρώπων της αρχαίας ιστορίας δεν ήταν παρά εξεζητημένα επιτεύγματα, προσιτά μόνο σε χέρια βασιλιάδων και πολύ πλούσιων ευγενών και εμπόρων. Στην πραγματικότητα ο σκληρυμένος με άνθρακα αυτός σίδηρος δεν μπήκε σε «γραμμή μαζικής παραγωγής» παρά μόλις μετά το 1855, οπόταν ο Henry Bessemer –στο Seffield της Αγγλίας –εφηύρε τον κλίβανο καύσης των προσμείξεων με οξείδωση. Αλλά και αυτός ο «βιομηχανοποιημένος» χάλυβας συνέχιζε να παρουσιάζει ένα μεγάλο μειονέκτημα: σκούριαζε. Ο μόνος χάλυβας της Ιστορίας που παρέμενε διηνεκώς ανοξείδωτος ήταν το ινδικό ατσάλι από το οποίο φτιάχνονταν τα δαμασκηνά σπαθιά (βλ. www.tovima.gr/science/article/?aid=152347). Οπως αποκαλύφθηκε μόλις πρόσφατα, η ιδιαιτερότητα εκείνου του χάλυβα ήταν ότι κατά τη διαμόρφωσή του σχηματίζονταν στην επιφάνειά του νανοσωλήνες άνθρακα.
Το 1913 πάντως οι Αγγλοι ιδέα δεν είχαν από τις δυνατότητες της τωρινής νανοτεχνολογίας. Εκείνο που ήξεραν ήταν ότι είχαν απέναντί τους τον Κάιζερ της Γερμανίας να εξοπλίζει ταχύτατα ένα αριθμητικά υπέρτερο στρατό. Επρεπε να βρουν σύντομα ένα οπλικό πλεονέκτημα, αλλά πώς; Τα τουφέκια που κατασκεύαζαν για τον βρετανικό στρατό όχι μόνο σκούριαζαν αλλά και συχνά-πυκνά οι σφαίρες τους έσχιζαν τις κάννες σαν… μπανάνες. Γνώριζαν πως ο Γάλλος Πιερ Μπερτιέ (Pierre Berthier) είχε ανακαλύψει από το 1821 ότι η πρόσμειξη χρωμίου έδινε αντοχή κατά της διάβρωσης στον χάλυβα, αλλά παράλληλα τον έκανε και πιο εύθραυστο –λόγω αύξησης και της περιεκτικότητας σε άνθρακα. Ενας ολόκληρος αιώνας πειραματισμών είχε περάσει χωρίς κανείς να έχει βρει την ιδανική αναλογία χρωμίου, άνθρακα και σιδήρου.
Το Βρετανικό Επιτελείο ανέθεσε την επίτευξη του άθλου στον αρχιμεταλλουργό του Seffield Χάρι Μπρέρλι (Harry Brearley). Εκείνος άρχιζε να παρασκευάζει διάφορα δοκίμια και να τα εξετάζει μεταλλογραφικά. Δεν κατάφερνε να εντοπίσει καμία διαφορά και συνέχισε, απογοητευμένος, να πετάει τα δοκίμιά του σε έναν σωρό. Κάποια στιγμή, ύστερα από καιρό, πρόσεξε ότι ανάμεσα στον σκουριασμένο σωρό δοκιμίων κάποιο γυάλιζε χωρίς ίχνος σκουριάς. Το πήρε, το βούτηξε σε διάλυμα αλκοόλης και νιτρικού οξέος και διαπίστωσε ότι το συγκεκριμένο δοκίμιο αδιαφορούσε για τη χημική επίθεση. Τότε στον ενθουσιασμένο Μπρέαρλι ήρθε μια νέα ιδέα: τι θα συνέβαινε αν ένα τέτοιο μέταλλο αποδεικνυόταν κατάλληλο όχι μόνο για κάννες τουφεκιών αλλά και για κουζινικά σκεύη; Το βούτηξε λοιπόν σε ξίδι και χυμό λεμονιού, για να διαπιστώσει τελικά ότι ο «ανοξείδωτος χάλυβας», όπως τον ονομάτισε, από κράμα 0,24% άνθρακα και 12,8% χρωμίου, ήταν κατάλληλος και για χύτρες και μαχαιροπίρουνα.
Η συνέχεια… βρίσκεται πλέον στο τραπέζι σας.
Τα ρολόγια χειρός


Ενα από τα πρώτα ρολόγια χειρός

Τα παιδιά που τώρα γεννιούνται πιθανότατα δεν θα μπορούν να διανοηθούν ρολόγια που δεν είναι ψηφιακά και «έξυπνα». Ωστόσο η Βιομηχανική Επανάσταση που οδήγησε στην τωρινή Κοινωνία της Πληροφορίας δεν θα στέριωνε ποτέ αν τις ενέργειες των ανθρώπων δεν βηματοδοτούσαν οι χτύποι των μηχανικών ρολογιών. Και, μάλιστα, η σύσσωμη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού του 20ού αιώνα στην αλματώδη τεχνολογική εξέλιξη δεν θα είχε επιτευχθεί αν στους καρπούς των χεριών τους οι εργαζόμενοι δεν φορούσαν το ατομικό τους ρολόι χειρός. Αλλά πότε πρωτοσυνέβη αυτό και πώς;

Η πρώτη ιστορική αναφορά σε ρολόι χειρός έγινε το 1571, όταν ο κόμης του Λέστερ Robert Dudley προσέφερε ως δώρο κάτι τέτοιο στη βασίλισσα Ελισάβετ. Ηταν ένα «ρολόι μπράτσου», στολισμένο βέβαια με μαργαριτάρια και διαμάντια. Επιπλέον, οι ιστορικοί μάς πληροφορούν ότι η συγκεκριμένη Ελισάβετ απέκτησε και ένα ρολόι σε μορφή και μέγεθος δαχτυλιδιού, το οποίο είχε και τον πρώτο μηχανισμό ξυπνητηριού: μια μικρή και στομωμένη ακίδα «έξυνε ευγενικά το δάχτυλο της Μεγαλειοτάτης» στον χρόνο που είχε προκαθοριστεί.
Οπως αντιλαμβάνεστε, η καινοτομία αυτή ήταν ένα ακόμη χόμπι για ηγεμόνες και εξαιρετικά πλούσιους. Και έτσι παρέμεινε επί τρεις αιώνες, ώσπου τα στρατεύματα της Βρετανίας απλώθηκαν στις «επτά θάλασσες» και έφθασαν να αντιμετωπίζουν πολυπληθείς αντιπάλους, από το Σουδάν της Αφρικής ως τη Βεγγάλη της Ινδίας.
Στη δεκαετία του 1890 οι Βρετανοί πολεμούσαν για τον έλεγχο του περίφημου περάσματος Khyber στο Αφγανιστάν –του ίδιου περάσματος από το οποίο ο Μεγαλέξανδρος πέρασε στην Ινδία. Οι απανωτές και αιφνιδιαστικές επιθέσεις που δέχονταν από τις φυλές της περιοχής έκαναν τον συνταγματάρχη των Λογχοφόρων της Βεγγάλης George Gastin να συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος επιτυχούς αντιμετώπισής τους ήταν ο συντονισμός των αποσπασμάτων του ιππικού όχι πλέον με σινιάλα και αγγελιοφόρους αλλά με ρολόγια –ρολόγια φορητά και φορετά στο χέρι. Οταν λοιπόν επέστρεψε την ίδια χρονιά στο Λονδίνο, πήγε στον ξάδελφό του και δερματοτεχνίτη Arthur Garstin και του μίλησε για το πρόβλημα. Εκείνος αντεπεξήλθε, παρουσιάζοντας το 1893 το «wristlet watch strap». Οπως μαρτυρεί και μια φωτογραφία Λογχοφόρων του 1897, το ρολόι αυτό έγινε αμέσως «αντικείμενο πόθου» των αξιωματικών του ιππικού.
Οι επόμενες σχετικές μαρτυρίες διάδοσης της μόδας ήλθαν επίσης από πολεμικά μέτωπα: Οι λονδρέζοι ωρολογοποιοί Mappin & Webb καυχήθηκαν για το πώς τα φορετά ρολόγια τους συνέβαλαν στη νίκη του Sir Herbert Kitcener κατά τη φοβερή μάχη του Omdurman (2 Σεπτεμβρίου 1898, κοντά στο Χαρτούμ του Σουδάν), αλλά και κατοπινά, στον πόλεμο των Μπόερς (1899-1902, στη Νότια Αφρική). Και πάλι όμως το ρολόι χειρός παρέμενε είδος πολυτελείας, προσιτό μόνο στους αριστοκράτες αξιωματικούς. Για να φτάσει στα χέρια των πολλών χρειάστηκε μια εποχή πολύ πιο γενικευμένης κρίσης, που προέβαλε νέες και αναπόδραστες απαιτήσεις.
Ηταν στα χαρακώματα των αρχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, όταν οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν πως τα κανόνια του Κάιζερ απειλούσαν να εξολοθρεύσουν τον αριθμητικά πολύ υποδεέστερο στρατό τους. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο ήταν ο τέλειος συγχρονισμός όλης της γραμμής του μετώπου τόσο στην επίθεση όσο και στην οπισθοχώρηση. Αλλά πώς μπορούσαν οι αγγελιοφόροι να αντεπεξέλθουν σε κάτι τέτοιο, όταν αυτή η γραμμή ήταν απλωμένη σε μήκος χιλιομέτρων; Τότε το Επιτελείο απαίτησε να κατασκευαστούν φθηνά ρολόγια χειρός για να μοιραστούν στο στράτευμα. Ως το 1916 είχε κατορθωθεί να αποκτήσει τέτοιο ρολόι «ένας στους τέσσερις στρατιώτες».
Με το τέλος του πολέμου, οι επιζήσαντες επέστρεψαν στις πόλεις και στα χωριά τους φορώντας περήφανα τα ρολόγια τους. Από τότε κι έπειτα η ιδιαιτερότητα των Βρετανών να είναι «ακριβείς στον χρόνο τους» έγινε εθνικό χαρακτηριστικό.
O Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας


Η τεχνολογική ιστορία έχει καταγράψει το ότι ο Γερμανός Nikolaus Otto εφηύρε και κατασκεύασε τη μηχανή εσωτερικής καύσης το 1866 και ότι ο συμπατριώτης του Gottfried Daimler κατασκεύασε με αυτήν την πρώτη μοτοσικλέτα το 1885 και το πρώτο φορτηγό το 1896. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν το πώς από «παιχνίδια των πλουσίων» αυτά τα μηχανικά επιτεύγματα έγιναν αργότερα το μέσο μετακίνησης των εργαζομένων απανταχού Γης.
Το 1898 μια φοβερή περιβαλλοντική κρίση στη Νέα Υόρκη ώθησε στη διοργάνωση του πρώτου Παγκοσμίου Συνεδρίου Πολεοδομικού Σχεδιασμού. Ποιο ήταν το πρόβλημα; Η συσσώρευση απίστευτων ποσοτήτων στερεών αποβλήτων στις μεγαλουπόλεις. Ποια ήταν η πηγή τους; Τα… κόπρανα των αλόγων.
Ακούγεται σήμερα αδιανόητο, αλλά μόλις έναν αιώνα πριν η αστυφιλία της Βιομηχανικής Επανάστασης είχε φέρει στις πόλεις τεράστιους αριθμούς αλόγων, για τη διακομιδή των αγαθών και τη μετακίνηση των ανθρώπων. Τα αγαθά ζώα εξυπηρετούσαν μαρτυρικά την ανάπτυξη του τεχνολογικού πολιτισμού, με πολλές όμως περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τόνοι κοπράνων απλώνονταν στους δρόμους –πέρα από τις χιλιάδες αλόγων που πέθαιναν ετησίως από την εξάντληση και την κακομεταχείριση –συνοδευόμενα από ασφυκτική οσμή και στίφη αλογόμυγων. Το πόσο αφόρητη είχε γίνει η κατάσταση φαίνεται από την εκτίμηση των Times του Λονδίνου το 1894 ότι «ως το 1950 κάθε δρόμος της πόλης θα έχει σκεπαστεί από 3 μέτρα κοπριάς». Η αντίστοιχη πρόβλεψη για τη Νέα Υόρκη έλεγε ότι «ως το 1930 η κοπριά θα έφτανε στα παράθυρα του τρίτου ορόφου των κτιρίων».
Πέρα από την περιβαλλοντική και υγειονομική σκοπιά του προβλήματος, υπήρχε και εκείνη του πρωτόγνωρου κυκλοφοριακού χάους. Ναι μεν γνωρίζαμε ιστορικά προηγούμενα μεγαλουπόλεων όπου είχε εμφανιστεί αυτό –ο Ιούλιος Καίσαρ, π.χ., είχε αναγκαστεί να απαγορεύσει την κυκλοφορία αμαξών στη Ρώμη από το δειλινό ως την αυγή -, αλλά η αστυφιλία και αύξηση του πληθυσμού των πόλεων στο κατώφλι του 20ού αιώνα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Αν σε αυτό προσθέσουμε και την εμφάνιση των μηχανοκίνητων οχημάτων των πλουσίων, που έκαναν πολλά δύσμοιρα άλογα να αφηνιάζουν με τους κρότους τους, γρήγορα σχηματίζουμε την εικόνα χάους που επικρατούσε στους δρόμους. Αναπόφευκτες ήταν η εμφάνιση του φαινομένου του «κυκλοφοριακού μποτιλιαρίσματος» και η ραγδαία αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων: το 1900 καταγράφηκαν 200 θάνατοι ανθρώπων από σύγκρουση με άλογα και αλογάμαξες, ήτοι αναλογικά 75% περισσότεροι ετησίως από όσους καταγράφηκαν στη Νέα Υόρκη του 2003.
Σε ένα τέτοιο μποτιλιάρισμα της αλογοκινούμενης Νέας Υόρκης βρέθηκε το 1867 με τη μητέρα του ο εννιάχρονος τότε William Phelps Eno (1858-1945). Το σοκ που υπέστη το περιέγραψε αργότερα γραπτά: «Εκείνο το πολύ πρώτο μποτιλιάρισμα (αρκετά χρόνια προτού επικρατήσουν τα αυτοκίνητα) θα παραμείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Το είχαν προξενήσει μόλις καμιά ντουζίνα άλογα και άμαξες, και το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη τάξη που θα βοηθούσε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η ροή. Ωστόσο κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει. Ούτε οι οδηγοί ούτε η αστυνομία δεν ήξεραν πώς να ελέγξουν την κυκλοφορία».
Τριάντα τρία χρόνια μετά –δύο χρόνια μετά το Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Πολεοδομικού Σχεδιασμού –ο William Eno πρότεινε τον τρόπο εξεύρεσης λύσης, με την εργασία «Reform in Our Street Traffic Urgently Needed», και το 1903 την προσέφερε: έγραψε για την πόλη της Νέας Υόρκης τον πρώτο παγκοσμίως Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Αργότερα συνέταξε σχέδια κυκλοφοριακής αναδιάρθρωσης της πόλης και προσκλήθηκε και συνέταξε αντίστοιχα σχέδια για το Λονδίνο και το Παρίσι. Σε αυτόν οφείλουμε το σήμα STOP, τις διαβάσεις και τις νησίδες πεζών, τις μονοδρομήσεις, τη ρύθμιση της κίνησης στις κυκλικές πλατείες και τους σταθμούς ταξί… Το αστείο είναι ότι ο Eno πέθανε πλήρης ημερών (στα 87 του) χωρίς ποτέ να μάθει να οδηγεί αυτοκίνητο!
Οι ακτινογραφίες



H Μαρία Κιουρί στο κινητό ακτινολογικό εργαστήριό της και το διάγραμμα λειτουργίας του «Πτι Κιουρί»

Είχε περάσει ένας μήνας από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν στις 2 Σεπτεμβρίου 1914 τρεις γερμανικές βόμβες έσκασαν μέσα στο Παρίσι. Ο γερμανικός στρατός βάδιζε πλέον ολοταχώς για την κατάληψή του και η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα της στο Μπορντό. Μαζί με αυτήν διέταξε να μετακομίσουν και όλοι οι μη στρατευμένοι ήδη ερευνητές, με τα πολύτιμα υλικά των εργαστηρίων τους.

Η Μαρί Κιουρί είχε ένα και μοναδικό γραμμάριο ραδίου στο εργαστήριό της –το μόνο σε όλη τη Γαλλία. Το πήρε, το έβαλε σε ένα δοχείο μολύβδου και μπήκε στο πρώτο τρένο για το Μπορντό. Στη διαδρομή αναλογιζόταν τους τραυματίες που είχε δει να έρχονται από την πρώτη γραμμή και σκέφθηκε ότι θα μπορούσε η ίδια να βοηθήσει τους γιατρούς να βλέπουν –μέσω των ακτίνων Χ –το πού ακριβώς είχε καρφωθεί η κάθε σφαίρα ή το πώς είχε σπάσει το κόκαλο το κάθε θραύσμα οβίδας. Ωσπου να φτάσει, είχε πάρει πια την απόφασή της. Αφού ασφάλισε το γραμμάριο ραδίου σε ένα ασφαλές χρηματοκιβώτιο, ξαναπήρε το τρένο της επιστροφής.
Στο Παρίσι ξεκίνησε με το να εξηγήσει στις Αρχές την αναγκαιότητα του εγχειρήματός της. Επειτα αποδύθηκε σε μια σταυροφορία πειθούς των εύπορων οικογενειών για τη χρηματοδότησή του και, τελικά, «πήρε αμπάριζα» όλα τα συνεργεία επισκευής αυτοκινήτων για να ζητήσει τη συνδρομή τους στη μετασκευή των φορτηγών της Renault σε αυτοκινούμενα ακτινολογικά εργαστήρια. Τα κατάφερε σε όλα! Η κυβέρνηση την έχρισε διευθύντρια του Ακτινολογικού Σώματος του Ερυθρού Σταυρού και στα τέλη του Οκτωβρίου του 1914 τα πρώτα 20 φορτηγά με ακτινολογικό εξοπλισμό ήταν έτοιμα. Αλλά ποιος θα τα χειριζόταν;
Η απίστευτα ξεχασμένη… λεπτομέρεια της ιστορίας ήταν ότι η Μαρία Κιουρί είχε ως εμπειρία μόνο τη διδασκαλία περί ακτίνων Χ, στη Σορβόννη. Κατά τα λοιπά, ούτε να χειρίζεται τα ακτινολογικά μηχανήματα γνώριζε, ούτε το πώς να «διαβάζει» τις ακτινογραφίες μελών του ανθρωπίνου σώματος, ούτε το πώς να οδηγεί αυτοκίνητο. Ε λοιπόν τα έμαθε όλα στο «άψε σβήσε»: πήρε μαθήματα ανατομίας, έμαθε τον χειρισμό των ακτινολογικών εργαλείων, έμαθε να οδηγεί και να… επισκευάζει φορτηγό, μέσα στον ίδιο μήνα. Πήρε για βοηθό της τη 17χρονη κόρη της Ειρήνη και συνοδευόμενη από έναν στρατιωτικό γιατρό ξεκίνησε για το μέτωπο.
Η συνεισφορά της στην καλύτερη διάγνωση και περίθαλψη των τραυματιών ήταν συγκλονιστική. Οι στρατιώτες αναγνώριζαν με αγάπη τα ιδιόμορφα φορτηγά της και τα φώναζαν «Petite Curie». Χάρη στην ηρωική «αποκοτιά της», η στρατιωτική χειρουργική είχε πάψει πια να είναι το κατά προσέγγιση μακέλεμα που όλοι οι φαντάροι έτρεμαν και είχε περάσει στην εποχή της ιατρικής ακρίβειας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ