Είναι ένα από τα ερωτήματα που τίθενται από όλον τον κόσμο. Πώς μπορεί κάποιος να σταματήσει τη ροή των νεαρών τζιχαντιστών που ξεκινούν από άλλες χώρες για να πάνε στη Συρία και στο Ιράκ; Στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οι πολιτικοί ηγέτες εξετάζουν τις κινήσεις τους για να αντιμετωπίσουν την άνοδο της σουνιτικής τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος. Το ζήτημα των «εγχώριων», αναθρεμμένων στη Δύση μαχητών οπωσδήποτε θα αποτελεί ένα από τα πράγματα που τους προβληματίζουν.
Οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σε αυτό το πρόβλημα βασίζονται σε έναν βαθμό σε μελέτες που έχει κάνει μια πολύ μικρή μερίδα επιστημόνων ειδικών σε αντιτρομοκρατικά ζητήματα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Η απεικόνιση του μυαλού ενός τζιχαντιστή δεν έχει αποδειχθεί καθόλου εύκολη, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων από μελέτες πεδίου, γι’ αυτό μεγάλο μέρος από όσα ακούγονται από τα μέσα ενημέρωσης και τους ειδικούς στην εξωτερική πολιτική βασίζεται μάλλον σε εικασίες και όχι σε αδιάσειστα στοιχεία. Τους τελευταίους μήνες αρκετοί ερευνητές έχουν ζητήσει από την αμερικανική κυβέρνηση να επιτρέψει στους πανεπιστημιακούς πρόσβαση στα δεδομένα των υπηρεσιών πληροφοριών, όπως οι ηχογραφημένες συνομιλίες και οι απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων, επειδή θεωρούν ότι τα στοιχεία του είδους θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν πώς ριζοσπαστικοποιούνται οι μαχητές.
Παρά την έλλειψη υλικού από «πρώτο χέρι», ορισμένα πράγματα φαίνονται ξεκάθαρα. Για παράδειγμα, η ιδέα ότι εκατοντάδες βρετανοί και άλλοι ευρωπαίοι μουσουλμάνοι που μάχονται με το Ισλαμικό Κράτος υπέστησαν πλύση εγκεφάλου ή εξαναγκάστηκαν από τζιχαντιστές στρατολόγους να το ακολουθήσουν είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι λανθασμένη.

Ακολουθώντας την παρέα


Αυτοί που μελετούν τη συμπεριφορά των τρομοκρατών υποστηρίζουν ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι μαχητές που προέρχονται από τη Δύση έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί στην πατρίδα τους επηρεασμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον κύκλο των φίλων τους. «Η θεωρία της πλύσης εγκεφάλου είναι μια ανοησία» λέει ο Σκοτ Ατράν από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας στο Παρίσι. Πρόκειται περισσότερο για «άτομα που «κολλάνε» με τους φίλους τους και πάνε σε μια δοξασμένη αποστολή».
Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από δεδομένα που έχει συγκεντρώσει το Διεθνές Κέντρο για τη Μελέτη της Ριζοσπαστικοποίησης (International Centre for the Study of Radicalisation – ICSR) του King’s College στο Λονδίνο. Το ICSR παρακολουθεί περίπου 450 ξένους μαχητές στη Συρία και στο Ιράκ επικοινωνώντας με δεκάδες από αυτούς με τη βοήθεια των εργαλείων που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το WhatsApp, αλλά και παίρνοντας συνεντεύξεις στα σύνορα της Συρίας. Εκτιμά ότι το 80%-85% εξ αυτών κινητοποιήθηκε μέσω των κοινωνικών ομάδων στις οποίες ανήκε.

«Η τεράστια πλειονότητα πηγαίνει σαν μέρος ενός συνόλου»
λέει ο διευθυντής του ICSR Πίτερ Νόιμαν. Αυτό εξηγεί γιατί ένας δυσανάλογος αριθμός βρετανών τζιχαντιστών που έφυγαν το τελευταίο διάστημα προερχόταν από τις ίδιες περιοχές, όπως το Πόρτσμουθ και το Κάρντιφ. «Ενας-δύο από αυτούς ίσως έφυγαν πρώτοι, έμειναν σε επαφή μεταξύ τους και έναν-έναν τράβηξαν τους φίλους τους εκεί πέρα». Κανένας από τους τζιχαντιστές από τους οποίους οι συνεργάτες του πήραν συνέντευξη δεν στρατολογήθηκε με την έννοια τού ότι κάποιος τον πλησίασε παρεμβατικά με σκοπό να τον χειραγωγήσει, προσθέτει. «Αυτό δεν συμβαίνει. Κανένας δεν δέχθηκε κατήχηση».
Ο δρόμος προς τη ριζοσπαστικοποίηση συνάδει με αυτά που πολλές μελέτες σχετικά με τη συμπεριφορά των τρομοκρατών έχουν υποδείξει την τελευταία δεκαετία και απέχει πολύ από την ιδέα της κατήχησης που προβάλλεται συχνά και από πολλούς.
Ο μύθος της κατήχησης


Γιατί όμως συντηρούνται τέτοιου είδους μύθοι; Ο Μαρκ Σέιτζμαν, εγκληματολόγος ψυχίατρος και σύμβουλος πολλών αμερικανικών υπηρεσιών, πιστεύει ότι αυτό συμβαίνει επειδή επιτρέπουν στους πολιτικούς και στους σχολιαστές να αγνοούν ευρύτερες αιτίες ριζοσπαστικοποίησης, όπως η πολιτική αδικία, οι οποίες μπορεί να είναι «δύσπεπτες» για τις δυτικές κυβερνήσεις. «Υπάρχουν πολιτικοί που λένε ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι ένα τσούρμο ψυχοπαθών, και αυτό δεν βοηθάει» επισημαίνει.
Φυσικά δεν έχει και πολύ νόημα να μελετά κάποιος πώς ριζοσπαστικοποιούνται οι τρομοκράτες χωρίς να εξετάζει το πολιτικό πλαίσιο. «Δεν έχει νόημα να κοιτάζουμε απλώς τους μαχητές και να υποθέτουμε ότι αν μάθουμε αρκετά για αυτούς θα καταλάβουμε τι γίνεται» λέει ο Κλαρκ Μακ Κόλεϊ, ψυχολόγος στο Κέντρο Σόλομον Ας για τη Μελέτη των Εθνοπολιτικών Συγκρούσεων στο Μπριν Μορ της Πενσιλβάνια. «Δεν θα καταλάβουμε. Χρειαζόμαστε βάσεις δεδομένων σχετικά με το πώς ανταποκρίνονται οι κυβερνήσεις στην τρομοκρατία, όπως χρειαζόμαστε βάσεις δεδομένων σχετικά με το τι κάνουν οι τρομοκράτες».
Ο κ. Σέιτζμαν συμφωνεί: «Αυτή είναι πολιτική βία και το υπ’ αριθμόν 1 συμπέρασμα θα έπρεπε να είναι ότι το ζήτημα είναι πολιτικό». Αυτό σημαίνει ότι το πεδίο της έρευνας σχετικά με την τρομοκρατία θα πρέπει να διευρυνθεί προς τις πολιτικές επιστήμες, τα οικονομικά, την κοινωνιολογία, την κοινωνική ψυχολογία και την ανθρωπολογία.
Η ανάγκη για μια ευρύτερη εκτίμηση των παραγόντων που υποκινούν τον ισλαμικό εξτρεμισμό υπογραμμίζεται από μια μελέτη η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη και έχει διεξαχθεί από την ομάδα του κ. Μακ Κόλεϊ. Αυτή δείχνει μια ευρέως διαδεδομένη συμπάθεια μεταξύ των μουσουλμάνων στις Ηνωμένες Πολιτείες προς τους καταπιεσμένους σουνίτες στη Συρία. Περίπου οι μισοί από όσους ερωτήθηκαν δήλωσαν είτε ότι δεν θα καταδίκαζαν όποιον συμμετείχε στον αγώνα εναντίον του σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ ή ότι η συμμετοχή σε κάτι τέτοιο είναι ηθικά δικαιολογημένη. Ο κ. Μακ Κόλεϊ θεωρεί ότι τα αποτελέσματα θα ήταν ανάλογα και στη Βρετανία. Η δημοσκόπηση στις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε ωστόσο τον περασμένο Ιούλιο, οπότε δεν είναι γνωστό πώς οι αποκεφαλισμοί στους οποίους έχει προβεί έκτοτε το Ισλαμικό Κράτος έχουν επηρεάσει το επίπεδο υποστήριξης.
Πολλοί οι δρόμοι που οδηγούν στα άκρα


Μόνο μια πολύ μικρή μειονότητα όσων δηλώνουν συμπάθεια προς τα πιστεύω των τζιχαντιστών επιλέγει να πολεμήσει για αυτά. Για εκείνους που το κάνουν, τα μονοπάτια μέσω των οποίων μπορούν να ριζοσπαστικοποιηθούν είναι πολλά. «Δεν υπάρχει μια ενιαία ιστορία» λέει ο κ. Μακ Κόλεϊ. Οι περισσότεροι ερευνητές ωστόσο συμφωνούν ότι, εκτός από την επιρροή των κοινωνικών ομάδων, οι εξής παράγοντες είναι σημαντικοί: μια προσωπική πικρία, όπως μια κρίση ταυτότητας, η οποία τους κάνει να ανοίγονται σε μια νέα θρησκεία ή πολιτική ιδεολογία· μια αίσθηση ότι η πολιτισμική ομάδα στην οποία ανήκουν βρίσκεται υπό διωγμό· η ηθική αγανάκτηση απέναντι σε μια αδικία (διάκριση εναντίον κάποιου συγγενούς τους, για παράδειγμα)· και πρόσβαση σε ένα πολιτικά ενεργό δίκτυο. Αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένοι έχουν επηρεαστεί από σκληροπυρηνικούς κληρικούς, αυτή σπανίως είναι η κύρια αιτία.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, είναι δυνατόν να «τραβήξουμε» όσους έχουν μπει στον δρόμο προς τη ριζοσπαστικοποίηση μακριά από αυτόν; Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το κυβερνητικό πρόγραμμα Channel έχει ως στόχο να εντοπίσει τα ευάλωτα άτομα και να τα φέρει, π.χ., σε επαφή με άτομα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν σωστό πρότυπο για αυτά ή να τα βοηθήσει στην καριέρα και στις σχέσεις τους. Η προσέγγιση αυτή είναι μάλλον απίθανο να μεταστρέψει τους σκληρούς αγωνιστές, λέει ο κ. Νόιμαν, ωστόσο το βρετανικό υπουργείο Εσωτερικών δηλώνει ότι το Channel έχει βοηθήσει αρκετές εκατοντάδες από τα 2.000 άτομα που έχουν περάσει από αυτό από το 2012.
Θα ήταν ίσως ευκολότερο να αναπτυχθούν παρόμοια προγράμματα για την απο-ριζοσπαστικοποίηση των μαχητών που επιστρέφουν αν τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει ο υπηρεσίες πληροφοριών δοθούν στη δημοσιότητα αναδεικνύοντας τα κίνητρα και τις εμπειρίες των τζιχαντιστών του μετώπου. «Η δυσκολία δεν είναι η έλλειψη ιδεών αλλά η έλλειψη γνώσης πεδίου» λέει ο κ. Ατράν. «Κανένας δεν γνωρίζει πραγματικά τι γίνεται με το Ισλαμικό Κράτος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ