Ο πολιτισμός μας χτίστηκε στην αρχή αργά, πάνω στις συσσωρευόμενες εφευρέσεις που μας έδωσαν τα εργαλεία για το κυνήγι, την αλιεία, τη μεταλλουργία, τη γεωργία, τη μέτρηση, τη γραφή… Επειτα, με την Αναγέννηση, οι εφευρέσεις έγιναν βροχή που οδήγησε στη Βιομηχανική Επανάσταση. Και ύστερα, όταν πια όλος ο πλανήτης είχε εξερευνηθεί και τα αποθέματά του σε ανόργανα και οργανικά υλικά έγιναν πρώτες ύλες της παγκόσμιας βιομηχανίας, ήλθε η εποχή του πλαστικού, των ημιαγωγών, της πληροφορικής –η εποχή της υπερκατανάλωσης –όπου οι εφευρέσεις μετατράπηκαν από «σπάνιες εκλάμψεις ευφυΐας» σε καθημερινό φαινόμενο.
Δεν έγινε αυτή η αλλαγή έτσι απλά, ούτε χάρισε η ζωή στους εφευρέτες όλους την αναγνώριση, τη δόξα και τα προσωπικά οφέλη που ονειρεύονταν. Αλλωστε, δεν ταίριαζε στους περισσότερούς τους η επιδεξιότητα της διεκδίκησης: Καταπώς έλεγε ο Πυθαγόρας, «στη ζωή έρχονται τρία είδη ανθρώπων: εκείνοι που τη διεκδικούν, εκείνοι που την αποδέχονται και εκείνοι που την παρατηρούν». Οι εφευρέτες ήταν και είναι κατεξοχήν άνθρωποι που παρατηρούν, που στοχάζονται, που βρίσκουν τη λύση στα αναπάντητα ερωτήματα των άλλων. Αλλά αυτή τους η ιεράρχηση των αξιών τούς αφήνει συχνά ανέτοιμους για τη διεκδίκηση των όσων οι υπόλοιποι είναι έτοιμοι να αρπάξουν. Κι έτσι, σε μοίρα κοινή θαρρείς με τους ποιητές –και πόσο κατάλληλα ταυτοποιεί η γλώσσα μας τους ποιητές με τους δημιουργούς -, αναγνωρίστηκαν οι περισσότεροι μόνο μετά θάνατον.
Μικρό φόρο τιμής, λοιπόν, θα αποτίσουμε στους εφευρέτες, διηγούμενοι από σήμερα και για τις επόμενες Κυριακές ιστορίες τους που έμειναν εν πολλοίς ανέκδοτες, άγνωστες σε εμάς τους πολλούς που γεύτηκαν και γεύονται τους καρπούς του μόχθου τους. Ιστορίες εφευρέσεων που δεν ήταν απαραίτητα οι πιο σημαντικές, αλλά σίγουρα υπήρξαν χαρακτηριστικές του περάσματός μας από την εποχή της αγροτικής βιοπάλης σε εκείνη της αστικής κατανάλωσης του 20ού και υπερκατανάλωσης του 21ου αιώνα. Είναι ιστορίες που εμπεριέχουν το απρόσμενο, που εμπερικλείουν στοιχεία άλλοτε δράματος και άλλοτε κωμωδίας, ιστορίες ανθρώπινες ανθρώπων που «είδαν» αυτά που για τους άλλους γύρω τους ήταν αόρατα.

Το χαρτί υγείας και κουζίνας

«Ο πολιτισμός σας σβήνει όταν σας κόβεται το ρεύμα» έλεγε το γνωστό σύνθημα στον τοίχο των Εξαρχείων, αλλά αν οι νεόκοποι αναρχικοί μας είχαν ζήσει στα χρόνια του Κροπότκιν θα συμπλήρωναν απαραίτητα «…και σας τελειώνει το χαρτί υγείας». Το γιατί και πώς είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς αν μάθει ότι οι πρόγονοι του χαρτιού υγείας ήταν βρύα, μαλλί προβάτου, φύκια και σφουγγάρια στις ομαλότερες περιπτώσεις, ή χαλίκια και σπασμένα πήλινα σκεύη στις τραχύτερες.
Το όνομα του παγκόσμιου ευεργέτη που εφηύρε το χαρτί υγείας παραμένει άγνωστο, αλλά είναι σίγουρο πως ήταν κινεζικό. Το 589 μ.Χ. ο γραμματικός του αυτοκράτορα, Γιαν Ζιτούι, έγραψε ότι «δεν τολμώ να χρησιμοποιήσω στην τουαλέτα χαρτιά που έχουν πάνω τους λόγια των Πέντε Κλασικών ή ονόματα σοφών». Τρεις αιώνες μετά, το 851 μ.Χ., ένας άραβας περιηγητής επιβεβαίωνε ότι «οι Κινέζοι προτιμούν αντί να ξεπλένονται με νερό να σκουπίζονται με χαρτί». Και, πέντε αιώνες μετά, το 1393, η Αυτοκρατορική Υπηρεσία Προμηθειών κατέγραφε ότι εκείνη τη χρονιά είχαν παραχθεί 720.000 τεμάχια φύλλα χαρτιού υγείας, διαστάσεων μισού επί ένα μέτρο έκαστο, από τα οποία 15.000 αρωματίστηκαν και παραδόθηκαν προς χρήση μόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Για την έλευση του χαρτιού υγείας στη Δύση δεν έχουμε ακριβή στοιχεία. Μόνο στον «Γαργαντούα» του γάλλου σατυρικού συγγραφέα του 16ου αιώνα Φρανσουά Ραμπελέ διαβάζουμε για τα διλήμματα που έθεσε αυτή η καινοτομία στους συμπατριώτες του. Ο ίδιος πάντως, διά στόματος Γαργαντούα, αποφαίνεται ότι «προτιμότερος είναι ο χνουδάτος λαιμός μιας χήνας».
Στην Αμερική είναι άγνωστο το πόσες διαθέσιμες χήνες είχαν το 1857, αλλά τότε έκανε πάταγο η διάθεση στο εμπόριο του «φαρμακευτικού χαρτιού» που παρήγαγε ο Τζόζεφ Γκάγιετι (Joseph Gayetty). Πάντως, τα πρώτα τρία διπλώματα ευρεσιτεχνίας για παραγωγή χαρτιού υγείας απονεμήθηκαν στις ΗΠΑ το 1883. Η διάδοσή τους στα κοινωνικά στρώματα διευκολύνθηκε με το τύπωμα οδηγιών επάνω τους, αλλά και με το τύπωμα διαφημίσεων… ως χορηγία της νέας μορφής καθαριότητας.
Εντελώς ατυχηματικά εφευρέθηκε το συγγενές χαρτί κουζίνας: Το 1907, ο επικεφαλής της αμερικανικής βιομηχανίας χαρτιού Scot Paper Company, Αρθουρ Σκοτ, παρέλαβε μια ελαττωματική παρτίδα χαρτιού, που ήταν πολύ χονδρό για χαρτί υγείας. Σκεφτόμενος τι να το κάνει, θυμήθηκε ότι κάποιος δάσκαλος στην πόλη είχε καινοτομήσει τον χειμώνα μοιράζοντας στους μαθητές του κομμάτια μαλακού χαρτιού για να σκουπίζουν τις μύτες τους. Το είχε κάνει για να μη χρησιμοποιούν το χαρτί υγείας από τις τουαλέτες και να μην το μολύνουν με μικρόβια. Του ήρθε λοιπόν του Σκοτ η ιδέα να κόψει το χοντρό χαρτί σε μέγεθος πετσέτας, να το διατρήσει και να το πουλήσει ως «χαρτοπετσέτες μιας χρήσης». Το πούλησε με επιτυχία σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και σιδηροδρομικούς σταθμούς, μέχρι που –το 1931 –σκέφθηκε ότι θα μπορούσε να το πουλήσει και σε κάθε σπίτι: το έκοψε σε ρολά και το προώθησε ως το γνωστό μας σήμερα «ρολό χαρτιού κουζίνας».
Βέβαια, για δεκαετίες ολόκληρες το χαρτί υγείας και το χαρτί κουζίνας δεν είχαν την αφράτη όψη που έχουν σήμερα. Ο λόγος ήταν ότι όλες οι προσπάθειες των βιομηχάνων να το διογκώσουν με πρεσάρισμα διαφόρων σχημάτων κατέληγε σε αποτυχία. Τα «μαξιλαράκια» κολλούσαν μεταξύ τους. Η λύση βρέθηκε μόλις το 1974, όταν κάποιος μηχανικός της αμερικανικής βιομηχανίας Kleenex διάβασε την εργασία του άγγλου μαθηματικού –και ιππότη –Ρότζερ Πένροουζ (Sir Roger Penrose) για «μη περιοδικές ψηφίδες που εμφανίζουν πενταπλή συμμετρία». Τη βασική ιδέα του ο Πένροουζ την είχε πάρει από το άρθρο περί «δύο θεμελιωδών τύπων στατιστικής κατανομής» που είχε δημοσιεύσει το 1938 ο Τσέχος Γιαρομίρ Κόρτσακ –που και εκείνος τούς είχε εμπνευστεί από τα σχέδια των αραβικών υαλοπετασμάτων στα τζαμιά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι προέκυψε αρχικά μια δικαστική διαμάχη του Πένροουζ με την Kleenex, όταν η γυναίκα του γύρισε από τα ψώνια λέγοντάς του πως οι ψηφίδες του έγιναν… αποπατόχαρτο, και έπειτα μια αγαστή συνεργασία μεταξύ των αντιδίκων, που κατέληξε στη νυν παγκοσμιοποίηση του αφράτου χαρτιού υγείας και κουζίνας.

Ταξιδιωτική σημείωση: Αν βρεθείτε σε πόλεις και χωριά Αράβων ή Ινδών, καλό είναι να έχετε τις προμήθειές σας, γιατί επιμένουν στη χρήση του νερού.
Τον Απρίλη του 1865 ο χημικός Τζον Πίμπερτον (John Pemberton, από το Columbus της Georgia των ΗΠΑ), τραυματίστηκε πολεμώντας υπό τη σημαία των Νοτίων. Το μόνο διαθέσιμο παυσίπονο ήταν η μορφίνη, στην οποία σταδιακά εθίστηκε. Προσπαθώντας να ξαναστήσει τη ζωή του στη μετεμφυλιακή Αμερική, ο Πίμπερτον βάλθηκε να βρει ένα υποκατάστατο που θα τον απάλλασσε από τη μορφίνη. Στα χρόνια εκείνα, η κοκαΐνη διαφημιζόταν ως το καλύτερο ψυχο-διεγερτικό. Ακόμη και ο Σίγκμουντ Φρόιντ τη συνιστούσε ως μέσο καταπολέμησης του εθισμού στο αλκοόλ ή τη μορφίνη. Και ένα κρασί φτιαγμένο από κόκκινο Bordaux ωριμασμένο σε φύλλα κοκαΐνης, το Vin Mariani, είχε εμφανιστεί ακριβώς τη χρονιά που τραυματίστηκε ο Πίμπερτον. Οπότε και αυτός βάλθηκε να φτιάξει τη δική του παραλλαγή κοκαϊνο-κρασιού. Τα κατάφερε, προσθέτοντας στη συνταγή παρασκευής του Vin Mariani το καφεϊνούχο κουκούτσι του δένδρου Cola και τον διεγερτικό θάμνο του Τέξας, Damiana. Βάφτισε το επίτευγμά του «French Wine Coca» και το διαφήμισε ως τονωτικό.
Από τη μορφίνη στην Coca-Cola
Η coca-Cola διαφημιζόταν αρχικώς ως το ιδανικό τονωτικό για «εύθραυστες» κυρίες

Ωστόσο, το 1886, μια νέα νομοθεσία καταπολέμησης της διάδοσης των αλκοολούχων ποτών εξανάγκασε τον Πίμπερτον να αναζητήσει νέα συνταγή, χωρίς αλκοόλ. Εκανε πολλές δοκιμές, με τη βοήθεια του φαρμακοποιού Γουίλις Βέναμπλ (Willis Venable) και τελικά διάλεξε ένα σιρόπι που διαλυόταν σε ανθρακούχο νερό. Πούλησε τη νέα του πατέντα, την «Coca Cola», ως αναψυκτικό με διεγερτικές ιδιότητες –περίπου όπως τα νυν τονωτικά υγρά των αθλητών.

Η συνέχεια της ιστορίας αυτού του αναψυκτικού είναι γνωστή σε όλους τους γεννηθέντες τον 20ό αιώνα. Με τη συνταγή του να παραμένει το πιο καλά φυλαγμένο μυστικό, διαδόθηκε παντού, φθάνοντας να γίνει το σήμα κατατεθέν του αμερικανικού τρόπου ζωής. Ενδεικτικό της απαράμιλλης έλξης του είναι ότι, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και ενόσω τα καταναλωτικά αγαθά της Δύσης έφθαναν στους πολίτες της Ανατολικής Ευρώπης μόνο μέσω της μαύρης αγοράς, στη γειτονική μας Βουλγαρία λειτουργούσε εργοστάσιο της Coca-Cola.
Από το ήλεκτρο στην μπαταρία

Η πρώτη ευρωπαϊκή μπαταρία του Αλεσάντρο Βόλτα (1800)

Αν εξαιρέσουμε το τρίψιμο των ξύλων για την πρόκληση φωτιάς, η φορητή πηγή ενέργειας έμεινε όνειρο άπιαστο για τους ανθρώπους ως τον προηγούμενο αιώνα. Τουλάχιστον αυτό μας έλεγε η Ιστορία, που επέμενε ότι πριν από την ανακάλυψη της ηλεκτρικής αγωγιμότητας από τον βρετανό Στίβεν Γκρέι, το 1729, μόνον ο Θαλής είχε αναρωτηθεί γιατί τρίβοντας το ήλεκτρο (κεχριμπάρι) έπαιρνε «ηλεκτρική φόρτιση». Ομως, το 1932, ένα απίστευτο βάζο-μπαταρία ανακαλύφθηκε έξω από τη Βαγδάτη, ηλικίας 2.000 ετών. Είχε ένα πώμα από πίσσα, στο κέντρο του οποίου περνούσε ένας σιδερένιος άξονας, περιβαλλόμενος από χάλκινο κύλινδρο. Αν γέμιζες το βάζο με ξίδι, αποκτούσες μια μπαταρία των 1,1 Volt. Το ποιος ήταν ο εφευρέτης αυτής την πρώτης μπαταρίας παραμένει μυστήριο.

Μυστήριο φάνηκε αρχικά και στον Λουίτζι Γκαλβάνι, το 1780, το γεγονός ότι ο νεκρός βάτραχος που εξέταζε τίναξε τα πόδια του μόλις το νυστέρι άγγιξε το απογυμνωμένο νεύρο. Την εξήγηση έδωσε το 1794 ο Αλεσάντρο Βόλτα, που απέδειξε ότι μια χημική αντίδραση των όξινων σωματικών υγρών του βατράχου συνέβαινε όταν αυτά έρχονταν σε επαφή με δύο διαφορετικούς τύπους μετάλλων, και αυτή η αντίδραση γεννούσε ηλεκτρισμό. Πειραματιζόμενος με εναλλασσόμενα δαχτυλίδια χαλκού και ψευδαργύρου βουτηγμένα σε «ηλεκτρολύτη», παρέδωσε στον δυτικό κόσμο την πρώτη του μπαταρία, τη «βολταϊκή στήλη», το 1800. Την έδειξε στον Ναπολέοντα και εκείνος τον έχρισε κόμη.
Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας δραματικών βελτιώσεων των επιδόσεων της στήλης του Βόλτα, από Γάλλους και Βρετανούς κυρίως. Ωστόσο μόλις το 1881 ο Γερμανός Καρλ Γκάσνερ κατόρθωσε να κατασκευάσει μπαταρία χωρίς υγρό στοιχείο: χρησιμοποίησε ένα πορώδες υλικό για να απορροφήσει τον ηλεκτρολύτη και το σφράγισε μέσα σε δοχείο ψευδαργύρου. Δημιούργησε έτσι την πρώτη πραγματικά φορητή μπαταρία. Επειτα από πέντε χρόνια κυκλοφόρησε ως προϊόν στο εμπόριο, ανοίγοντας τον δρόμο για τους ηλεκτρικούς φακούς των στρατιωτών, τα φώτα των αυτοκινήτων, την ηλεκτροδότηση των υποβρυχίων, τη λειτουργία των διαστημικών συσκευών και δορυφόρων… ως την αυτονομία των τωρινών ψηφιακών μας συσκευών.

Η ηλεκτρική σκούπα

Γιγάντια σκούπα αναρρόφησης του Booth (1901)

Μια αναπάντεχη επίπτωση της εξάπλωσης των βιομηχανιών στην Ευρώπη και την Αμερική του 19ου αιώνα υπήρξε ο πολλαπλασιασμός των αποβλήτων και της σκόνης. Τότε ήταν που ο Λουί Παστέρ ανακάλυψε ότι οι μολυσματικές ασθένειες οφείλονται στους μικροοργανισμούς που λέγονται «μικρόβια». Οπότε, από τα μέσα του αιώνα εκείνου άρχισε μια αναζήτηση δραστικών λύσεων για το πρόβλημα της αστικής και περιαστικής καθαριότητας. Για τους πλουσίους η άμεση λύση ήταν να στρώνουν τα σπίτια τους με χαλιά, που τα χτυπούσαν καθημερινά με ξύλα οι στρατιές υπηρετριών και δούλων. Για τους υπολοίπους όμως ήταν ένα σχεδόν ανίκητο πρόβλημα.

Ξεφυλλίζοντας τις πατέντες, βρίσκουμε ότι η πρώτη «σκούπα χαλιών» κατατέθηκε ως ευρεσιτεχνία στις ΗΠΑ από κάποιον Ντάνιελ Χες (Daniel Hess), το 1860. Η συσκευή είχε μια περιστρεφόμενη βούρτσα σε συνδυασμό με φυσούνες που προξενούσαν αναρρόφηση της σκόνης και δύο θαλάμους νερού όπου φιλτράρονταν η βρωμιά και η σκόνη. Ως ιδέα ήταν λαμπρή, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν υλοποιήθηκε ποτέ. Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι δέκα χρόνια μετά κάποιος Μέλβιλ Μπίσελ (Mellville Bissell) πουλούσε μια σκούπα με περιστρεφόμενες βούρτσες, που έπαιρναν την κίνησή τους από την περιστροφή των τροχών μετακίνησης της συσκευής. Η πρώτη πετρελαιοκίνητη σκούπα εμφανίστηκε το 1899, από τον επίσης Αμερικανό John Thurman, και η πρώτη ηλεκτρική σκούπα το 1901, από τον Λονδρέζο Hubert Cecil Booth.
Μη φανταστείτε όμως ότι εκείνες οι σκούπες έμοιαζαν σε τίποτε με αυτές που σήμερα έχουμε στα σπίτια μας. Η σκούπα του Μπουθ είχε κινητήρα και αντλία τόσο ογκώδεις που απαιτούσαν μια ολόκληρη άμαξα, που την έσερνε άλογο. Από την άμαξα ξετυλιγόταν ένας σωλήνας μήκους 30 μέτρων, που έμπαινε στο προς καθαρισμό σπίτι. Το «σόου» ήταν τόσο εντυπωσιακό ώστε οι κυρίες του καλού κόσμου προσκαλούσαν φίλους και γνωστούς σε «vacuum party» (ρουφηγματογιορτή). Από τους πρώτους πελάτες τής εν λόγω υπηρεσίας υπήρξε η ίδια η βασίλισσα Βικτωρία, όπως και ο ναύσταθμος του Αυτοκρατορικού Ναυτικού. Το σκούπισμα του τελευταίου έβαλε τέλος και στην επιδημία λοιμώξεων που παρασιτούσε εκεί, με αποτέλεσμα τη θεαματική διαφήμιση της μεθόδου και το άνοιγμα της πελατείας σε θέατρα και καταστήματα.
Η πρώτη πραγματικά φορητή ηλεκτρική σκούπα εφευρέθηκε από έναν ασθματικό κάτοικο του Οχάιο, τον James Sprangler. Στη βασική συσκευή ενός ανεμιστήρα προσέθεσε ένα σκουπόξυλο, μια μαξιλαροθήκη και μια σαπουνοθήκη. Πούλησε την πατέντα του, το 1908, στον σύζυγο της εξαδέλφης του, ονόματι William Hoover. H συνέχεια είναι εύκολα κατανοητή, αν σκεφτούμε ότι ακόμη και σήμερα στον αγγλόφωνο κόσμο η ηλεκτρική σκούπα αποκαλείται «Χούβερ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ