Η Τίλι Λόκεϊ έχασε τις παλάμες της ως αποτέλεσμα μιας βαριάς μηνιγγίτιδας. Ευτυχώς αυτό δεν ήταν ικανό να της στερήσει και το χαμόγελο

Η Τίλι Λόκεϊ (Tilly Lockey) είναι ένα χαρούμενο εξάχρονο κοριτσάκι και αν την παρακολουθήσει κανείς από μακριά να παίζει με την αδελφή της ή με τους συμμαθητές της δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι διαφέρει στο παραμικρό από τα άλλα παιδιά της ηλικίας της. Μια καλύτερη ματιά όμως δείχνει ότι η Τίλι είχε σίγουρα μια εμπειρία την οποία ευτυχώς δεν έχουν πολλά παιδιά: από τα χεράκια της λείπουν οι παλάμες της ενώ και από τα ποδαράκια της λείπουν κάποια δαχτυλάκια. Πρόκειται για τα ανεξίτηλα σημάδια που άφησε πάνω στο σχεδόν βρεφικό κορμάκι (ήταν μόλις 15 μηνών) η επέλαση του μηνιγγιτιδόκοκκου, ενός σκληροτράχηλου εχθρού του ανθρωπίνου είδους. Στην πραγματικότητα η Τίλι μπορεί να θεωρηθεί τυχερή, αφού επέζησε της νόσου που μπορεί να σκοτώσει ως και το 90% των θυμάτων της αν δεν αντιμετωπιστεί με φάρμακα. Παρά την ύπαρξη φαρμάκων όμως, ακόμη και σήμερα ένα στα δέκα κρούσματα της νόσου είναι θανατηφόρο, ενώ ένας στους τρεις επιζήσαντες φέρει τις επιπτώσεις της (όπως είναι η απώλεια των άκρων ή της ακοής) για μια ζωή.

Εφιάλτης που θυμίζει Μεσαίωνα
«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπάρχουν σήμερα τέτοιες ασθένειες! Νόμιζα ότι ζούσα στον Μεσαίωνα» λέει η μητέρα της Τίλι, η οποία είχε μείνει άναυδη με την ταχύτητα επιδείνωσης της υγείας του παιδιού της. Ταυτόχρονα ήταν σοκαρισμένη με τη δική της αδυναμία να βοηθήσει το παιδί της καθώς ψηνόταν στον πυρετό ενώ ένα εξάνθημα άρχιζε να καλύπτει κάθε επιφάνεια του παιδικού σώματος. Η Τίλι μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στη μονάδα αυξημένης φροντίδας. Οπως περιγράφει η μητέρα της, «Εκεί για τις επόμενες τέσσερις ημέρες δεν υπήρχε καμία βεβαιότητα ως προς την έκβαση της νόσου. Κανείς δεν μπορούσε να μου πει αν το παιδί μου θα ζούσε ή όχι». Η μικρή Τίλι αποδείχθηκε γερός πολεμιστής. Η νόσος νικήθηκε, αλλά η σηψαιμία που προκάλεσε οδήγησε στον ακρωτηριασμό των άκρων του παιδιού. Πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα αν υπήρχε ένα εμβόλιο!
Ε λοιπόν σήμερα υπάρχει, και ονομάζεται Bexsero. Πρόκειται για ένα όπλο που έρχεται να ολοκληρώσει το εύρος της φαρέτρας μας ενάντια στη λοίμωξη που αποτελεί τον χειρότερο εφιάλτη κάθε μητέρας, καθώς το εμβόλιο προστατεύει από τον υπότυπο Β του μηνιγγιτιδόκοκκου για τον οποίο δεν υπήρχε ως σήμερα κανενός είδους πρόληψη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οπως είχαμε την ευκαιρία να πληροφορηθούμε κατά τη διάρκεια ειδικού εκπαιδευτικού σεμιναρίου που διοργανώθηκε από τη φαρμακευτική εταιρεία Novartis (η οποία παράγει το εμβόλιο) και στο οποίο προσκεκλημένη ομιλήτρια ήταν η κυρία Μαρία-Αλεξάνδρα Θεοδωρίδου, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο όρος μηνιγγίτιδα περιγράφει τη λοίμωξη της μεμβράνης που περιβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και μπορεί να οφείλεται σε περισσότερους του ενός μικροοργανισμούς. Μεταξύ των μικροοργανισμών που προκαλούν τις σοβαρότερες και απειλητικές για τη ζωή μηνιγγίτιδες είναι τα βακτήρια Haemophilus influenzae, Streptococcus pneumoniae και Neisseria meningitidis. Και ενώ για τα δύο πρώτα ο εμβολιασμός είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει την επέλασή τους, το τρίτο δρα ακόμη ανενόχλητο. Για την ακρίβεια, ανενόχλητος δρα ο υπότυπος Β του βακτηρίου Neisseria meningitidis στον οποίο οφείλεται και ένα ποσοστό της τάξεως του 80% των κρουσμάτων της νόσου.
Συμπτώματα, διάγνωση, επιπτώσεις

Μη σας ξεγελά το κόκκινο χρώμα (το οποίο εξάλλου είναι τεχνητό). Τα χαριτωμένα διπλά μπαλάκια είναι το βακτήριο Neisseria meningitidis το οποίο προκαλεί τη μηνιγγίτιδα

«Πρόκειται όντως για μια ύπουλη νόσο και δικαίως τη φοβούνται οι μητέρες» σημείωσε η κυρία Θεοδωρίδου και εξήγησε: «Τα πρώτα συμπτώματά της είναι μη ειδικά, είναι δηλαδή συμπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να οφείλονται σε πολλές ασθένειες, ενώ όταν φανούν τα ειδικά για τη μηνιγγίτιδα συμπτώματα η νόσος είναι ήδη σε προχωρημένο στάδιο». Προχωρημένο αλλά και ταχύτατα αναπτυσσόμενο: η νόσος μπορεί να αποβεί θανατηφόρα 13-22 ώρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων! «Στην πραγματικότητα η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος, όπως την ονομάζουμε, έχει δύο εκφάνσεις: αφενός την ίδια τη λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος που είναι η μηνιγγίτιδα και αφετέρου τη σηψαιμία» εξήγησε η κυρία Θεοδωρίδου, παραθέτοντας στη συνέχεια τα συμπτώματα: «Τα αρχικά συμπτώματα είναι πυρετός, έμετος, κακοδιαθεσία, υπνηλία, ενώ στη συνέχεια μπορεί να εμφανιστούν το χαρακτηριστικό αιμορραγικό εξάνθημα, το οποίο δεν εξαφανίζεται με την πίεση, και η επώδυνη αυχενική δυσκαμψία. Οταν υπάρξει σηψαιμία, στα συμπτώματα προστίθενται ο πόνος στα άκρα (τα οποία είναι κρύα), στις αρθρώσεις ή στους μυς, τα ρίγη, το λαχάνιασμα, η χλωμάδα του προσώπου, η σύγχυση, η σημαντική υπνηλία».

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, το οποίο βοηθά τους γιατρούς να διαγνώσουν γρήγορα τη νόσο και έχει να κάνει με τη διαίσθηση της μητέρας. «Μας φέρνουν οι μητέρες τα παιδιά με πυρετό και τις ρωτούμε: Γιατί το φέρατε σήμερα, αφού έχει ξανακάνει πυρετό και δεν έχετε θορυβηθεί τόσο; Και οι μητέρες απαντούν, συχνά χωρίς να μπορούν να δώσουν πλήρη εξήγηση, ότι τούτη η φορά είναι αλλιώς. Αυτό το «αλλιώς» της μάνας είναι πολύ σημαντικό για τον παιδίατρο, είναι μια πληροφορία που οφείλει να αξιοποιήσει. Γιατί η μάνα ξέρει ότι το κλάμα είναι διαφορετικό, ο μυϊκός τόνος είναι διαφορετικός, το βλέμμα δεν είναι πια ζωηρό» σημείωσε η ελληνίδα καθηγήτρια και προσέθεσε: «Μπροστά σε μια τέτοια μαρτυρία ο γιατρός οφείλει να γδύσει τελείως το παιδί και να εξετάσει εξονυχιστικά κάθε σημείο του σώματός του αναζητώντας ίχνη εξανθήματος. Την ίδια διαδικασία θα πρέπει να επαναλάβει και μισή ώρα αργότερα, καθώς ένα μικρό εξανθηματάκι σε μισή ώρα μπορεί να έχει εξελιχθεί πολύ περισσότερο».
Η έγκαιρη διάγνωση βοηθά στην καλύτερη έκβαση της νόσου. Αλλά ακόμη και τότε, για λόγους που παραμένουν άγνωστοι, κάποιες περιπτώσεις έχουν χειρότερη έκβαση από άλλες. «Ακόμη και με χορήγηση αντιβιοτικών, χάνουμε ένα στα δέκα παιδιά, ενώ από εκείνα που επιζούν ένα στα τρία θα έχει υποστεί σημαντικές βλάβες, συνήθως απόρροια της σηψαιμίας. Συνηθισμένες περιπτώσεις είναι η απώλεια των άκρων ή της ακοής, ενώ παρατηρούνται ακόμη επιδράσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου με μαθησιακές δυσκολίες αργότερα ή κρίσεις επιληψίας» σημείωσε η κυρία Θεοδωρίδου.
Δύο στους δέκα είμαστε φορείς!


Υπολογίζεται ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ένα ποσοστό της τάξεως του 15%-20% του πληθυσμού μπορεί να «φιλοξενεί» τον μηνιγγιτιδόκοκκο (ο οποίος φωλιάζει στα βλεννώδη επιθήλια του ανώτερου αναπνευστικού) χωρίς να έχει συμπτώματα. Ο μικροοργανισμός μεταδίδεται αερογενώς (φτάρνισμα, βήχας) και μέσω της επαφής (φιλιά) με μολυσμένα άτομα. Από τη νόσο κινδυνεύουν ιδιαίτερα τα βρέφη, τα οποία πιθανότατα προσβάλλονται από τη στενή επαφή με άτομα του περιβάλλοντός τους που φέρουν τον μηνιγγιτιδόκοκκο στη μύτη ή στον φάρυγγα χωρίς τα ίδια να εμφανίζουν συμπτώματα.
Εκτός από τα βρέφη, υπάρχει και μια δεύτερη ομάδα υψηλού κινδύνου. Πρόκειται για τους εφήβους ή τους νεαρούς ενηλίκους και ο λόγος για αυτή τους την ευαισθησία είναι οι αλλαγές στον τρόπο της ζωής τους. «Οι έφηβοι έχουν υψηλά ποσοστά φορείας του μηνιγγιτιδόκοκκου σε σχέση με τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, καθώς τείνουν να συγχρωτίζονται μεταξύ τους, ενώ παράλληλα έχουμε συνήθως την έναρξη του καπνίσματος και της σεξουαλικής ζωής» εξήγησε η κυρία Θεοδωρίδου και προσέθεσε ότι «ο συγχρωτισμός εξηγεί και τα υψηλά σχετικά ποσοστά της νόσου σε στρατώνες αλλά και μεταξύ ταξιδιωτών, οι οποίοι μάλιστα μπορεί να ευθύνονται και για τη μεταφορά υποτύπων του μηνιγγιτιδόκοκκου από το ένα σημείο του πλανήτη στο άλλο».
Εμβόλια: ασπίδα προστασίας


Ο μηνιγγιτιδόκοκκος εμφανίζεται με πέντε υποομάδες (οροομάδες στη γλώσσα των ειδικών), τις A, B, C, W-135 και Υ. Το ποιες υποομάδες επικρατούν σε κάθε χώρα και σε κάθε χρονική στιγμή εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες. Το βέβαιο είναι ότι η νόσος είναι ιδιαίτερα μεταβλητή και απρόβλεπτη και μόνο η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού μπορεί να εξασφαλίσει την προστασία μας από αυτήν. Πάντως τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως η ανάγκη εμβολιασμού εναντίον του υποτύπου Β ήταν ιδιαίτερα αυξημένη και το εμβόλιο Bexsero έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στη δημόσια υγεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Βρετανία η αρχική απόφαση του αρμόδιου υπουργείου να μην εντάξει το εμβόλιο στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών προκειμένου να μην αυξηθούν οι δαπάνες για την υγεία συνάντησε τόσο μεγάλη αντίδραση από μητέρες και ειδικούς ώστε να ανατραπεί. Στη χώρα μας αναμένεται η απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών που μόλις ανασυγκροτήθηκε.

Καταρρίπτοντας τους μύθους
Χωρίς όφελος το κλείσιμο των σχολείων
Είναι πολύ σύνηθες ύστερα από ένα ή περισσότερα κρούσματα μηνιγγίτιδας να λαμβάνονται ορισμένες προφυλάξεις για να αποφευχθεί η περαιτέρω επέκταση της νόσου. Κάποιες όμως από αυτές, όπως παραδείγματος χάριν το κλείσιμο των σχολείων προκειμένου να γίνει απολύμανση των αιθουσών, γίνονται περισσότερο για να καταλαγιάσουν ο πανικός και η ανησυχία της κοινής γνώμης παρά για λόγους που επιβάλλονται από την επιστήμη. Το βακτήριο μεταδίδεται αερογενώς (με βήχα ή φτάρνισμα) και με άμεση επαφή (φιλί), αλλά δεν ζει για πολύ στις επιφάνειες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο επιφανής παιδίατρος Δημήτρης Ζουμπουλάκης, ο οποίος στον μισό και πλέον αιώνα της σταδιοδρομίας του θεράπευσε γενιές και γενιές παιδιών, έλεγε αστειευόμενος ότι οι μόνοι που ωφελούνται από τη λήψη τέτοιων μέτρων είναι οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι κερδίζουν μία ή περισσότερες ημέρες αδείας. Αντίστοιχη άποψη είχε και ο αείμνηστος Σπυρίδων Δοξιάδης, ο γιατρός και μεταξύ άλλων ιδρυτής του Κέντρου Βρεφών «Η Μητέρα». Οταν λοιπόν ο Δοξιάδης, ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1974, χρειάστηκε να αποφασίσει για το κλείσιμο και την απολύμανση σχολείου στο οποίο είχε αναφερθεί κρούσμα μηνιγγίτιδας, δήλωσε ότι κάτι τέτοιο δεν θα χρησίμευε σε τίποτε. Οταν τον πληροφόρησαν ότι οι γονείς αρνούνταν να στείλουν τα παιδιά τους για μάθημα, ο ευπατρίδης γιατρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Καθώς όμως ο επιστήμονας μέσα του αγανακτούσε, έδωσε εντολή τα μέτρα να ληφθούν εν αγνοία του!


Επαναστατική τεχνολογία
Δημιουργία εμβολίων από την… ανάποδη!

Το νέο εμβόλιο κατά της μηνιγγίτιδας Β είναι εξαιρετικά πρωτοποριακό. Παρασκευάστηκε με μια μέθοδο που δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί και η οποία προέκυψε από τις προόδους που συντελέστηκαν κατά τα τέλη του 20ού αιώνα στη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική. Η μέθοδος αποτελεί σύλληψη του ιταλικής καταγωγής επιστήμονα Rino Rappuoli και έχει ήδη αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία ενός νέου πεδίου της Reverse vaccinology (ανάστροφης παρασκευής εμβολίων, σε ελεύθερη μετάφραση).
Στην πραγματικότητα όλα άρχισαν γύρω στα 1995, όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη αποκωδικοποίηση γονιδιώματος μικροοργανισμού και συγκεκριμένα του Haemophilus influenzae η οποία επετεύχθη χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες επιστημόνων από τέσσερα διαφορετικά αμερικανικά ιδρύματα. Τόσο η «ανάγνωση» των 1.830.137 «γραμμάτων» με τις οδηγίες για τη δημιουργία του μικροοργανισμού αυτού, καθώς και η μετέπειτα εκρηκτική άνθηση του πεδίου της γενωμικής (με αποκορύφωμα την αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος) χάρισε στους επιστήμονες ένα ανεξάντλητο απόθεμα πληροφορίας προς εκμετάλλευση και άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν ως εκείνη τη στιγμή.
Το ίδιο έγινε και με την παρασκευή εμβολίων, διαδικασία η οποία είναι στην πραγματικότητα αρχαία αν σκεφθεί κανείς ότι η πρακτική της ανοσοποίησης με τη βοήθεια υλικού από τις πληγές ατόμων με ανεμοβλογιά ήταν γνωστή στην Ασία εδώ και αιώνες. Στη Δύση τώρα, αν και ο επίσημος πατέρας των εμβολίων θεωρείται ο Βρετανός Edward Jenner (1749-1823), οι κανόνες του εμβολιασμού τέθηκαν έναν αιώνα αργότερα από τον Louis Pasteur (1822-1895), όταν έγινε κατανοητό ότι οι λοιμώξεις οφείλονταν σε μικροοργανισμούς. Σύμφωνα με τους κανόνες του Παστέρ, για να παρασκευάσει κανείς ένα εμβόλιο θα πρέπει «να απομονώσει και να απενεργοποιήσει τον μικροοργανισμό που στη συνέχεια θα χορηγήσει με ένεση». Και αυτή ακριβώς ήταν η διαδικασία παρασκευής εμβολίων για πολλές δεκαετίες. Επρόκειτο δε για μια διαδικασία που είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα καθώς η επαφή των εμβολιαζομένων με έναν μικροοργανισμό που δεν ήταν ικανός να τους σκοτώσει ενεργοποιούσε το ανοσοποιητικό σύστημά τους το οποίο παρήγαγε αντισώματα εναντίον του και έτσι ο εμβολιαζόμενος ήταν κατάλληλα εξοπλισμένος να αντιμετωπίσει τον λοιμογόνο μικροοργανισμό όταν αυτός βρισκόταν στον δρόμο του.
Βελτιωμένη εκδοχή των παραπάνω αποτέλεσε η χρήση τμήματος και όχι ολόκληρου του μικροοργανισμού, γεγονός που ελαχιστοποιούσε τον όποιο κίνδυνο μπορεί να ελλόχευε κατά τον εμβολιασμό με ακέραιους (έστω και ανενεργοποιημένους) μικροοργανισμούς. Ωστόσο, δεν είναι πάντα απλό να βρεθεί ένα τμήμα (συνήθως πρωτεΐνης ή σακχάρου της επιφάνειας του μικροοργανισμού) που να λειτουργεί ως αντιγόνο, να διεγείρει δηλαδή το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα έτσι ώστε αυτό να παράγει αντισώματα εναντίον του μικροοργανισμού σε ποσότητες ικανές να τον προστατεύσουν σε τυχόν προσβολή του από αυτόν.
Αυτό μάλιστα ήταν και το πρόβλημα με τον υπότυπο Β του μηνιγγιτιδόκοκκου: τα μόρια σακχάρων που καλύπτουν την επιφάνειά του και τα οποία είναι συνδεδεμένα στις πρωτεΐνες της εξωτερικής μεμβράνης του δεν ωθούσαν το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα στην παραγωγή αντισωμάτων. Αντί να ακολουθήσει την πεπατημένη, αντί δηλαδή να κόβει κομμάτια του βακτηρίου και να δοκιμάζει την τύχη του ως προς την ικανότητά τους να λειτουργούν ως αντιγόνα, ο Rino Rappuoli αποφάσισε να ακολουθήσει ακριβώς αντίστροφη πορεία: εφοδιασμένος με τη γνώση της γενετικής συνταγής του μηνιγγιτιδόκοκκου, ο ιταλός επιστήμονας με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών εντόπισε τα γονίδια που θα κωδικοποιούσαν για τη σύνθεση των πρωτεϊνών του βακτηρίου δίνοντας έμφαση σε αυτές της μεμβρανικής επιφάνειάς του. Από αυτές επέλεξε όσες από προηγούμενα δεδομένα θεώρησε ότι θα είχαν ισχυρή αντιγονική δράση. Βεβαίως χρειάστηκε να δοκιμάσει την αποτελεσματικότητά τους και εκτός προσομοίωσης, ωστόσο ο Rappuoli είχε «κόψει δρόμο» προς τον εντοπισμό του κατάλληλου αντιγόνου. Αντί δηλαδή να βαδίσει στην τύχη χρησιμοποιώντας πραγματικά μόρια του μικροοργανισμού, εντόπισε ψηφιακά τα μόρια που θα του ήταν χρήσιμα και ήλεγξε μόνο εκείνα που ήταν υποσχόμενα καταλήγοντας σε αυτά που περιέχονται στο εμβόλιο Bexsero.
Περιττό να πούμε ότι το επιτυχές πείραμα του Rino Rappuoli ακολουθήθηκε στη συνέχεια και για άλλους δύσκολους μικροοργανισμούς, όπως κάποιοι στρεπτόκοκκοι και πνευμονιόκοκκοι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ