ΙΑΝ ΣΑΜΠΛ
Higgs: Το σωματίδιο του Θεού
Εκδόσεις Τραυλός, 2012,
σελ. 384, τιμή 17 ευρώ

«Θα προτιμούσα να είμαι ένα φανταχτερό μετέωρο, κάθε άτομό μου μια μεγαλειώδης λάμψη, παρά, μέχρι το αργό τέλος μου, ένας κοιμισμένος πλανήτης». Λόγια του Τζακ Λόντον, με τα οποία ο πρόεδρος Ρίγκαν ενέκρινε τον Υπεραγώγιμο Υπερεπιταχυντή το 1987 (σελ. 165 του βιβλίου).

«Είναι τόσο βαρετό…» σκέφτηκα όταν πρωτοείδα το βιβλίο να με περιμένει στο γραφείο μου. Είχα, βλέπετε, διαβάσει, ακούσει και γράψει τόσο πολλά για το μποζόνιο του Χιγκς που η προοπτική αναμάσησης όλων αυτών μου ανακάτευε το στομάχι. Ξεκίνησα, λοιπόν, ανόρεχτα την ανάγνωσή του. Είχα φτάσει μόλις στη σελίδα 63 – στο τέλος του δεύτερου κεφαλαίου – όταν ξεφώνησα την αυτοδιάψευσή μου: «Είναι μαγικό!».
Αυτό που είχε ήδη καταφέρει στα κεφάλαια «Ο μακρύς δρόμος για το Πρίνστον» και «Η σκιά της βόμβας» ο βραβευμένος το 2005 ως «ο κορυφαίος ερευνητής δημοσιογράφος» Ιαν Σαμπλ ήταν μια σχεδόν κινηματογραφική παλινδρόμηση μεταξύ του 1964 και του 1920, ύστερα πισωγύρισμα στο 1860 και μετά μια «καταιγίδα φυσικής» ως το 1945. Σε αυτό το «λεκτικό ντοκυμαντέρ» κατόρθωνε έναν άθλο απίστευτης ομορφιάς και χρησιμότητας: εξηγούσε όλο το πέρασμα από τη νευτώνεια στη σύγχρονη επιστημονική αντίληψή μας για τον κόσμο. Και, κατά ιστορική αναλογία, μας περιέγραφε το πώς ο Σκωτσέζος Πίτερ Χιγκς, ως άλλος Γαλιλαίος, είδε αυτό που κανείς άλλος δεν έβλεπε.
Συνεχίζοντας στα επόμενα κεφάλαια, διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας υφαίνει με «ψιλό βελονάκι» μια πολυδιάστατη ιστορία: εξηγεί αρχικά, μέσα από ανεκδοτολογικές αναφορές και προσωπικές συνεντεύξεις, τις παράλληλες, συγκλίνουσες και αποκλίνουσες τροχιές που διέγραψαν οι οκτώ φυσικοί που συνάρμοσαν τη θεωρία ενός γενεσιουργού πεδίου και του καταλυτικού σωματιδίου του – αυτών που τελικά βαφτίστηκαν με το όνομα του ενός εξ αυτών, του Πίτερ Χιγκς. Επειτα, έως και το έβδομο κεφάλαιο, μεγεθύνει την κλίμακά του για να μας εξιστορήσει το πώς και γιατί φτιάχτηκαν οι επιταχυντές στοιχειωδών σωματιδίων και – μέσα από τις ιστορικές συγκυρίες -, το πώς ο ανταγωνισμός ΗΠΑ, Ρωσίας και Ευρώπης μας οδήγησε στoν αγώνα δρόμου κατασκευής του Υπεραγώγιμου Υπερεπιταχυντή και του Μεγάλου Αδρονιακού Επιταχυντή. Στην αφήγηση αυτή μαθαίνει κανείς πάμπολλα «μυστικά», όπως τι ακριβώς είναι τα μποζόνια, τι σχέση είχε η θαλιδομίδη με τα αριστερόστροφα υλικά, πως η «πίστα μετωπικής σύγκρουσης των σωματιδίων» ήταν ρωσικής έμπνευσης, ότι ο Δημήτρης Νανόπουλος ήταν ένας εκ των τριών συγγραφέων της πιο καθοριστικής μελέτης για την αναζήτηση του μποζονίου Χιγκς, τον ρόλο που έπαιξε για την κυριαρχία του CERN το γεγονός ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε σπουδάσει χημικός, τι είναι το «μαγνητικό μονόπολο» και το «inflaton» και πώς συνδέονται με τη διαστολή του Σύμπαντος, ή… το πώς δύο μπουκάλια μπίρας Heineken εξέτρεψαν τις τροχιές των σωματιδίων στο CERN!
Το όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου είναι πολύτιμο, καθόσον είναι η πιο πλήρης επεξήγηση της βασιμότητας ή μη των φόβων που διατυπώθηκαν κατά καιρούς ότι η αναζήτηση του μποζονίου Χιγκς θα μπορούσε να επιφέρει ακόμη και την καταστροφή του πλανήτη μας. Το ένατο και το δέκατο κεφάλαιο περιγράφουν το «κυνήγι των φαντασμάτων του μποζονίου», που ξεκίνησε στις 15 Ιουνίου 2000 από μια παρατήρηση του συνδεδεμένου με το CERN έλληνα φυσικού Νίκου Κωνσταντινίδη. Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας συνοψίζει τα δεδομένα που είχε συλλέξει το CERN ως τα τέλη του 2010 – που έγραψε το βιβλίο του – και είναι άκρως ενδιαφέρον το ότι αυτά συγκλίνουν σε ένα σωματίδιο βάρους 115 GeV, όπως εκείνο που «είδε» ο Κωνσταντινίδης.
Τώρα, μετά τις πρόσφατες ανακοινώσεις του CERN, περιμένουμε όλοι τα πορίσματα του τελικού κοσκινίσματος για να μάθουμε οριστικά αν «το φάντασμα συνελήφθη». Κανένας όμως αναγνώστης εφημερίδων και περιοδικών ή τηλεθεατής δεν πρόκειται να κατανοήσει επαρκώς το τι σημαίνει αυτό αν δεν έχει διαβάσει ετούτο το βιβλίο. O Ιαν Σαμπλ έχει κάνει μια υποδειγματική εκλαΐκευση της επιστήμης και μια φανταστική εξιστόρησή της. Το μόνο που θα είχα να παρατηρήσω είναι πως μπορούσε να συντομεύσει τα του ανταγωνισμού των FermiLAB και CERN – στα μέσα του βιβλίου – και να μας δώσει αντ’ αυτών την ιστορία του ανθρώπου που ξεκίνησε όλη την ιστορία, το 1922, του πατέρα των μποζονίων, Σατιέντρα Ναθ Μποζ. Αλλά, βέβαια, εκείνος ήταν Ινδός…