Στις αρχές Ιουνίου μια απίστευτη είδηση πέρασε λάθρα από τα στραμμένα στην οικονομική κρίση κιάλια των ΜΜΕ: Η αποστολή Icescape της NASA, η οποία από το 2010 καταμετρά τις επιπτώσεις της ηλιακής ακτινοβολίας στον Αρκτικό Ωκεανό, ανακάλυψε κατάπληκτη μια νεοδημιουργημένη «κηλίδα φυτοπλαγκτού» τεραστίων διαστάσεων – μέχρι και 110 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οπως δήλωσε η επικεφαλής ωκεανολόγος Paula Bontempi, «αυτό είναι μια τάξη μεγέθους που δεν γνωρίζαμε ότι μπορεί να υπάρχει σε όλον τον πλανήτη… κάτι που δεν θα περίμενε κανείς να συμβεί ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια!». Η εμφάνιση μιας τέτοιας συγκλονιστικής διαταραχής της διατροφικής αλυσίδας σε αυτή την εποχή του χρόνου κάνει τους βιολόγους να αναλογίζονται με τρόμο το κατά πόσον τα μέλη της αλυσίδας που ακολουθούν – ψάρια, φώκιες, αρκούδες… – θα μπορέσουν να επαναρυθμίσουν το ρολόι των ετήσιων μεταναστεύσεών τους και να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση.
Από την άλλη, ως αναγνώστης, όταν βρίσκεσαι «με την πλάτη στον τοίχο» από τα χρέη και το παιδί σου βιώνει την ανεργία, είναι ανθρώπινο να θεωρείς τα προβλήματα του περιβάλλοντος ήσσονος σημασίας και έσχατα στη λίστα προτεραιοτήτων σου. Αυτό προτάσσει η ιεράρχηση των προβλημάτων από το άτομο στην οικογένεια, έπειτα στον δήμο και το κράτος… άντε και ως την όλη ήπειρο – την Ευρώπη. Ωστόσο η Γη ολόκληρη είναι ένα οικοσύστημα με αλλεπάλληλα διαπλεκόμενα στρώματα, σαν κρεμμύδι, που μάλιστα δεν θεωρεί καν τον άνθρωπο «ομφαλό του». Ο άνθρωπος είχε την τύχη να επιβιώσει μέσα από τις απανωτές περιόδους θέρμανσης-ξήρανσης-σαπίσματος-κατάψυξης του κρεμμυδιού, αλλά δεν έχει καμία εγγύηση ότι θα συνεχίσει να επιβιώνει. Το μόνο του όπλο επιβίωσης ήταν και παραμένει ο νους του και τα όσα αυτός μηχανεύεται για προσαρμογή. Αρα και στην τωρινή εποχή αναζήτησης, όπου μια κλιματική αλλαγή συμπίπτει με την εκδήλωση σφοδρής οικονομικής κρίσης, η αγωνία μας για ανάπτυξη θα είναι αδιέξοδη αν δεν λάβει υπόψη της το επίταγμα της προσαρμογής.
Θύμα της αγοράς
Οικονομικά, αυτή η θεώρηση των πραγμάτων πρωτοδιατυπώθηκε επίσημα τον Οκτώβριο του 2006 στη βρετανική έκθεση «Stern Review» που συνέταξε ο Sir Nicholas Stern, τότε αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και νυν καθηγητής της London School of Economics και του Collège de France. Στην έκθεση εκείνη (βλ. govx.socitm.gov.uk/spaces/sus/knowledge/the-economics-of-climate-change-the-stern-review/Stern Review Summary_of_Conclusions.pdf) ο βαρόνος Stern εντόπιζε τη ρίζα εκείνου που τα αμέσως επόμενα χρόνια θα εκδηλωνόταν ως παγκόσμια οικονομική κρίση: «Η κλιματική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα της μεγαλύτερης αποτυχίας της αγοράς που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος».
Ξαφνιάζεστε; Νομίζατε ότι η υπερχρέωσή μας και τα μνημόνια ήταν τα μόνα παράγωγα του αδηφάγου καπιταλισμού, των ακόρεστων τραπεζιτών, των διεφθαρμένων πολιτικών και της απρονόητης υποταγής μας στον υπερκαταναλωτισμό; Οχι, αγαπητοί «συγκάτοικοι στην τρέλα». Εδώ και έναν αιώνα βασίζουμε την ανάπτυξή μας στο ανελέητο «άρμεγμα» του πλανήτη. Ανέκαθεν ζούσαμε από αυτόν, αλλά μετά τον εξηλεκτρισμό επιδοθήκαμε σε μια ασυγκράτητη ανάπτυξη που μας πήγε από τα ατμόπλοια στα διαστημόπλοια. Το μαζικό όργωμα της γης με τρακτέρ, η τεχνητή λίπανση και αποψίλωσή της με λιπάσματα και φυτοφάρμακα, η συνεχής άρδευσή της με αντλίες και η καλλιέργειά της με γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους οδήγησαν στην αποκόμιση σοδειών πρωτοφανών μεγεθών και στην αποξήρανση τεράστιων υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων. Παράλληλα η απόρροια αυτής της ευμάρειας επανατροφοδότησε το άρμεγμα: ο τετραπλασιασμός του πληθυσμού της Γης μέσα σε έναν αιώνα και η επέκταση του προσδόκιμου ζωής του ως και κατά 30 χρόνια απαιτούν όλο και περισσότερη κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας κατά κεφαλήν.
Αν η ανάπτυξή μας ήταν άσχετη με το κλίμα, το κύριο μέλημά μας θα παρέμενε το πώς θα υποκαταστήσουμε τους υδρογονάνθρακες με νέες πηγές ενέργειας, το πώς θα καλλιεργήσουμε και τους βυθούς των ωκεανών για να θρέψουμε τον όλο και μεγεθυνόμενο πληθυσμό και… το πώς θα συμβιώναμε όλοι εμείς αρμονικά. Ωστόσο το «θερμοκήπιο» που στήσαμε για το άρμεγμα της Γης απειλεί τώρα να μας πνίξει. Ενώ το κλίμα θα άρχιζε φυσιολογικά να ψύχεται – πιστό στους κύκλους που ανέκαθεν ακολουθούσε ο πλανήτης –, η μαζική ανθρώπινη παρέμβαση το ωθεί σε απότομη αλλαγή. Τα καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο έντονα και οι πάγοι που λιώνουν υπόσχονται κατακλυσμιαίες καταστροφές. Σύμφωνα με το «Stern Review», ως το 2050 θα έχουμε 200 εκατομμύρια «κλιματικούς μετανάστες» από την Αφρική και την Ασία. Σε τι είδους ανάπτυξη μπορούμε να προσδοκούμε, όταν όλα υπόσχονται την εξαθλίωση;
Το ερώτημα προβάλλει ως το ζοφερότερο στην ιστορία του ανθρώπου. Οχι διότι δεν το ξανααντιμετώπισε στο μακραίωνο διάβα του από την Αφρική ως την κατακυρίευση όλων των ηπείρων, αλλά διότι τώρα ο πολιτισμός του δεν του επιτρέπει την επιλογή της επιβίωσης μέσω του αφανισμού των άλλων. Πρέπει να βρει λύσεις «σοφού ανθρώπου», λύσεις που θα δικαιώνουν τον αυτοχαρακτηρισμό του ως Homo Sapiens.
Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα
Στη χώρα μας η πιο πρόσφατη – αλλά και η πρώτη – διεπιστημονική μελέτη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής διεξήχθη από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διετία 2009-2011. Δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο «Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα» και αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο (βλ. www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/Πληρης_Εκθεση.pdf). Από αυτήν σταχυολογήσαμε τις ακόλουθες προβλέψεις:
Το συνολικό κόστος λόγω της µακροχρόνιας ανόδου της στάθµης της θάλασσας στην ελληνική παράκτια ζώνη, το οποίο αντιστοιχεί σε αρνητικές επιπτώσεις για την οικιστική, τουριστική, υγροτοπική, δασική και γεωργική χρήση της γης, εκτιµάται µεταξύ 4,4 δισ. ευρώ για άνοδο της στάθµης κατά 0,5 µ. και 8 δισ. ευρώ για άνοδο της στάθµης κατά 1 µέτρο. Επίσης εκτιµάται ότι θα αυξηθούν η επιφανειακή απορροή και η διάβρωση, µε αποτέλεσµα να µειωθεί η ποσότητα του διαθέσιµου χρησιµοποιήσιµου ύδατος κατά 25% έως 40%.
Εάν µέχρι το 2100 η θερµοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας αυξηθεί κατά 3,3οC, τότε τα συνολικά αλιεύµατα εκτιµάται ότι θα µειωθούν περίπου κατά 2,5% της µέσης τιµής. Η πλέον ευαίσθητη καλλιέργεια είναι το σιτάρι, ενώ η παραγωγή βαµβακιού θα υποστεί τις µεγαλύτερες µειώσεις στην περιοχή της Κεντρικής και της Ανατολικής Ελλάδας. Η καλλιέργεια κηπευτικών θα µετατοπιστεί βορειότερα και η καλλιεργητική περίοδος θα είναι µεγαλύτερη σε σχέση µε σήµερα, µε αποτέλεσµα να αυξηθεί η παραγωγή.
Με την άνοδο της θερµοκρασίας αναµένεται ότι θα αυξηθεί ο αριθµός των πυρκαγιών κατά τη θερινή περίοδο και ότι η συνολική καµένη έκταση θα διευρυνθεί κατά 10% έως 20%. Αν θεωρηθεί ότι ως το 2100 η µέση µέγιστη θερµοκρασία τη θερινή περίοδο θα αυξηθεί στην Αττική κατά περίπου 4,4οC, εκτιµάται ότι ο αριθµός των οφειλόµενων στην ανθρωπογενή υπερθέρµανση θανάτων στο λεκανοπέδιο της Αθήνας µπορεί να αυξηθεί κατά περίπου 25%».
Δυστυχία ή ευκαιρία;
Οσον αφορά τα συμπεράσματα και τις υποδείξεις της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος, σημειώνουμε τα εξής:
Είναι ορατός ο κίνδυνος να δηµιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος φτώχειας, απουσίας πρόσβασης σε ενέργεια και τεχνολογία και µειωµένης προστασίας έναντι των ζηµιών εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής: έτσι θα οξυνθούν τα φαινόµενα που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία ως ενεργειακή και κλιµατική φτώχεια.
Η σηµερινή δυσχερής οικονοµική συγκυρία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δηµιουργεί εµπόδια σχετικά µε την εξασφάλιση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν στο πλαίσιο της πολιτικής µετριασµού και προσαρµογής. Οµως, στο µέτρο κατά το οποίο η πολιτική αυτή αξιοποιείται ως ευκαιρία νέων δραστηριοτήτων και ανάπτυξης, µπορεί να αποτελέσει µέρος της στρατηγικής που θα συµβάλει στην έξοδο από την οικονοµική κρίση και στη διαµόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου – µε άλλα λόγια, η υιοθέτησή της, αντί να παρεµποδίζεται από το σηµερινό οξύ πρόβληµα της οικονοµίας, µπορεί να συµβάλει στη λύση του.
Τα τρία σενάρια
Η µελέτη έλαβε υπόψη διάφορα σενάρια µελλοντικής εξέλιξης των εκποµπών, για τα οποία εκτιµήθηκε η ένταση των κλιµατικών αλλαγών. Το δυσµενέστερο σενάριο από πλευράς έντασης κλιµατικών αλλαγών είναι Σενάριο Μη Δράσης. Το δεύτερο σενάριο – το Σενάριο Μετριασµού της κλιµατικής αλλαγής για την Ελλάδα, όπως και για τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, – συνίσταται στη συνεχή και δραστική µείωση των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου από σήµερα, ώστε οι εκποµπές µέχρι το 2050 να µην υπερβούν το 80% των εκποµπών του 1990. Τέλος, το Σενάριο Προσαρµογής έγκειται στην ανάληψη δράσης κατά τοµέα ώστε να µειωθούν οι ζηµίες εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής. Το µεγαλύτερο µέρος των µέτρων προσαρµογής συνίσταται σε δηµόσια έργα και αφορά δηµόσια δαπάνη που αποσκοπεί στην προστασία έναντι των επιπτώσεων της αύξησης της θερµοκρασίας, των ακραίων καιρικών φαινοµένων, της ξηρασίας και της έλλειψης υδάτινων πόρων, καθώς και της ανόδου της στάθµης της θάλασσας.
Σωρευτικά µέχρι το 2100, το Σενάριο Προσαρµογής µειώνει το κόστος για την ελληνική οικονοµία κατά 123 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008) συγκριτικά µε το κόστος του Σεναρίου Μη Δράσης, ενώ το Σενάριο Μετριασµού µειώνει το συνολικό κόστος κατά 265 δισ. ευρώ. Δεδοµένου ότι δεν µπορεί να αποκλειστεί η εκδήλωση ακραίων κλιµατικών επιπτώσεων στο μέλλον, τόσο η πολιτική µετριασµού όσο και η πολιτική προσαρµογής έχουν τον χαρακτήρα της ασφάλισης έναντι τέτοιων ενδεχοµένων και, εποµένως, η σκοπιµότητά τους δικαιολογείται ανεξάρτητα από τα αποτελέσµατα της ανάλυσης κόστους-οφέλους.
Ο µακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασµός αποτελεί το κεντρικό εργαλείο στο πλαίσιο της πολιτικής µετριασµού της κλιµατικής αλλαγής. Η πορεία προς µια οικονοµία χαµηλών εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου αφορά το σύνολο των τοµέων οικονοµικής δραστηριότητας, την κατανάλωση και την παραγωγή ενέργειας. Πολλά ζητήµατα της στρατηγικής αυτής παραµένουν ανοιχτά για περαιτέρω έρευνα, όπως π.χ. ο τρόπος άρσης των εµποδίων σχετικά µε την εξοικονόµηση ενέργειας και την ταχεία διάδοση ενεργειακών τεχνολογιών απαλλαγµένων από εκποµπές.
Η παρούσα µελέτη αποτελεί αφετηρία για τη διεξαγωγή πιο ολοκληρωµένης και λεπτοµερέστερης έρευνας µε σκοπό την υποστήριξη εθνικής στρατηγικής για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής. Χρειάζεται να µελετηθούν περαιτέρω οι δυνατότητες συνέργειας µεταξύ της οικονοµικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και των νέων αγορών που θα δηµιουργηθούν για τις καθαρές τεχνολογίες σε όλους τους τοµείς. Ζητήµατα τιµολογιακής πολιτικής στον τοµέα της ενέργειας, µηχανισµοί βασισµένοι στην αγορά που θα υποστηρίζουν τη διάδοση των καθαρών τεχνολογιών, αναδιαρθρώσεις που θα διασφαλίζουν τη συµµετοχή καταναλωτών και ιδιοπαραγωγών στην αγορά µε αποκεντρωµένο τρόπο, αποτελούν όλα προκλήσεις για µελλοντικές µελέτες».
Ζητείται Αναγέννηση
Χρειαζόμαστε λοιπόν ευρύτερη και επικαιροποιημένη μελέτη – ιδίως αν ληφθούν υπόψη τα ενεργειακά αποθέματα μιας ελληνικής ΑΟΖ – για να χαράξουμε στρατηγική ανάπτυξης εν μέσω κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα βέβαια γνωρίζουμε ότι και τα όποια μέτρα ενίσχυσης εναλλακτικών καλλιεργειών και επενδύσεων σε ανανεώσιμες ενέργειες πήραμε στο ξεκίνημα της «Πράσινης Οικονομίας» δυναμιτίστηκαν από το ότι ο κρατικός μας μηχανισμός είναι από αντιπαραγωγικός έως σάπιος. Τώρα, υπό την αφόρητη πίεση των δανειστών μας, Ευρωπαίων και Αμερικανών, καλούμαστε να αναδομήσουμε πλήρως αυτόν τον μηχανισμό, προκειμένου να ανατάξουμε την οικονομία μας και να προχωρήσουμε σε ανάπτυξη. Εστω λοιπόν «υπό επιτροπεία», η αναδόμηση θα γίνει. Ομως η δίψα μας για ανάπτυξη μπορεί να συμπορευθεί με τη χρεία για σοφή διαχείριση του πολύπαθου περιβάλλοντός μας;
Αναζητώντας κάποιον μπούσουλα για μια τέτοια σοφή πορεία, έπεσα πάλι στα λεχθέντα από τον Στερν πριν από ενάμιση χρόνο στην «ΕΣΗΕΑ» της Αυστραλίας: «Ζούμε στην περίοδο της έκτης κατά σειράν βιομηχανικής επανάστασης από εκείνη των μηχανών πλέξης του 18ου αιώνα, την εποχή της ενεργειακής επανάστασης. Επενδύοντας με δυναμισμό και δημιουργικότητα, μπορούμε να καταστήσουμε αυτή την επανάσταση μοχλό τόσο για ανάπτυξη όσο και για προστασία του κλίματος. (…) Ομως θα είναι μια περίοδος υψηλού ρίσκου, άρα και μια περίοδος όπου δεν θα αρκεί να κάνουμε απλώς τη δουλειά μας ως συνήθως. Θα πρέπει να προσαρμοστούμε και να αλλάξουμε τους τρόπους δράσης μας – αυτό θα είναι η ουσία της ενεργειακής επανάστασης. Θα πρέπει όλοι οι κοινωνικοοικονομικοί φορείς να αποδυθούμε σε έναν μαραθώνιο “πράσινης άμιλλας”, όπου οι αγορές θα παίζουν τον ρόλο τους για να έχουμε επενδυτικά κίνητρα και ανακαλύψεις, αλλά και οι κυβερνήσεις θα θέτουν τις πολιτικές που θα διορθώνουν τις αστοχίες και τα λάθη των αγορών. (…) Αν με ρωτάτε τι θα έκανα στη χώρα σας, μια χώρα πλούσια σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και με άφθονο ορυκτό πλούτο, θα σας έλεγα να μην κάνετε το λάθος που κάναμε εμείς, στη Βρετανία, με τα πετρέλαια της Βόρειας Θάλασσας: Ξοδέψαμε τα έσοδά μας σε επιδοτήσεις και επιταχύναμε την αποβιομηχάνισή μας. Στη θέση σας λοιπόν θα εκμεταλλευόμουν όλα αυτά τα ενεργειακά αποθέματα της χώρας αλλά και θα έστηνα με τα κέρδη μου ένα Ταμείο Επενδύσεων για το μέλλον της. Διότι για να είναι η χώρα ανταγωνιστική και στο μέλλον, χρειάζεται να κρατάει χαμηλό το κόστος παραγωγής, πράγμα που μπορεί να διασφαλισθεί μόνο με την επένδυση στις υποδομές και την επένδυση στην Παιδεία».
Διαβάζοντάς τον… χαμογέλασα. Το σκεπτικό του ακουγόταν τόσο, μα τόσο, συμβατό με εκείνο που διάβασα ψάχνοντας την ιστορία των κλιματικών αλλαγών: «Η ανάκαμψη της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα – μετά τον μεσαίωνα που επακολούθησε της Ιλιάδας – φαίνεται ότι δεν εξαρτήθηκε τόσο από τις κλιματικές συνθήκες όσο από την ανθρώπινη καινοτομία». Τελικά οι σοφές λύσεις επιβιώνουν στον χρόνο. Αλλά μόνον οι λαοί που τις ξαναανακαλύπτουν επιβιώνουν.