Ο ανθρώπινος νους δεν έχει συγκεκριμένο τμήμα για τη θρησκεία. Αντιθέτως, οι θρησκείες φαίνεται να είναι ένα υποπροϊόν διαφόρων γνωσιακών συστημάτων τα οποία εξελίχθηκαν για άσχετους λόγους. Η έρευνα σχετικά με τις γνωσιακές βάσεις της θρησκευτικής σκέψης έχει προσφέρει τόσο μια νέα κατανόηση αυτής καθαυτής της θρησκείας όσο και ένα νέο πρίσμα θεώρησης της μακροχρόνιας απόπειρας της σύγκρισης της θρησκείας με την επιστήμη.
Από πολύ μικρή ηλικία οι άνθρωποι συναντούν πολυάριθμα θεμελιώδη προβλήματα τα οποία θα πρέπει να επιλύσουν προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν στον κόσμο. Σε αυτά περιλαμβάνονται η διάκριση μεταξύ άψυχων αντικειμένων και «παραγόντων» οι οποίοι μπορούν να επενεργήσουν στο περιβάλλον τους, η αναγνώριση προσώπων, η αποφυγή των ρύπων, η γραμματική ανάλυση του λόγου και η ανάγνωση των προθέσεων των άλλων. Μέχρις ότου τα παιδιά γίνουν έξι ή επτά ετών το γνωσιακό τους σύστημα για την επίλυση αυτών των προβλημάτων έχει ήδη «στηθεί» και λειτουργεί πλήρως.
Τα γνωσιακά συστήματα του είδους είναι «ωριμανσιακά φυσικά», προκύπτουν δηλαδή χωρίς προσπάθεια και κυριολεκτικά καθορίζουν τη φυσιολογική γνωσιακή ανάπτυξη. Αν και ο πολιτισμός παρεισφρέει σε αυτά – καθορίζοντας, για παράδειγμα, τη γλώσσα που μαθαίνει ένα παιδί –, η απόκτησή τους δεν εξαρτάται από τη διδασκαλία ή την εκπαίδευση.
Τα ωριμανσιακά φυσικά συστήματα είναι επίσης, όπως τα αποκαλεί ο νομπελίστας ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν, «γρήγορα» – λειτουργούν αυτόματα και χωρίς προσπάθεια. Για τον λόγο αυτόν είναι εξαιρετικά επιρρεπή σε λανθασμένους «υπερθεματισμούς». Για παράδειγμα, το υπερευαίσθητο σύστημά μας για την ανίχνευση των ανθρώπινων μορφών μάς κάνει να βλέπουμε πρόσωπα στα σύννεφα, ενώ η «συσκευή ανίχνευσης παραγόντων» μας μάς κάνει να μιλάμε στον υπολογιστή ή στο αυτοκίνητό μας.
Συνταγή επιτυχίας για… θρησκείες
Αυτά τα γρήγορα και αυτόματα συστήματα κάνουν επίσης τους ανθρώπους δεκτικούς στις θρησκείες. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αρπάξουν, να καταβροχθίσουν και να χωνέψουν θρησκευτικές ιστορίες όπως ένας βάτραχος θα αρπάξει, θα καταβροχθίσει και θα (προσπαθήσει να) χωνέψει μια μπίλια που περνάει πετώντας από δίπλα του.
Οι επιτυχημένες θρησκείες εκμεταλλεύονται επιδέξια αυτές τις προδιαθέσεις. Τα υπερφυσικά όντα ενεργοποιούν τη φυσική πίστη μας στην ύπαρξη των παραγόντων και τη θεωρία του νου μας. Οι ιεροί χώροι και τα αντικείμενα ενεργοποιούν τις ενστικτώδεις προφυλάξεις μας εναντίον των ρύπων. Δεν είναι σύμπτωση ότι τόσο πολλά θρησκευτικά τελετουργικά σχετίζονται με τον καθαρμό και τον εξαγνισμό.
Παρόμοια στοιχεία έχουν εμφανιστεί σε θρησκευτικά συστήματα σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και σε όλον τον κόσμο. Νέες θρησκείες ξεπηδούν συνεχώς, εκείνες όμως που διαρκούν περισσότερο αναμειγνύουν τα ίδια παλαιά συστατικά. Αυτά τα επανεμφανιζόμενα θέματα – μύθος, τελετουργικό, ιεροί χώροι, πίστη σε υπερφυσικούς παράγοντες κ.ο.κ. – αποτελούν τα στοιχεία εκείνου το οποίο αποκαλώ «λαϊκή θρησκεία».
Ο «Γολγοθάς» της θεολογίας
Τίποτε από αυτά ωστόσο δεν απαγορεύει την εφαρμογή των «αργών» μορφών σκέψης του Κάνεμαν στη θρησκεία. Ο εκούσιος, συνειδητός συλλογισμός σχετικά με το νόημα και την αλήθεια των θρησκευτικών ισχυρισμών αποκαλείται Θεολογία. Οι θεολόγοι προσπαθούν να βγάλουν νοητικό νόημα από τους αινιγματικούς ισχυρισμούς της λαϊκής θρησκείας. Συλλογίζονται, συζητούν και μερικές φορές διατυπώνουν αφηρημένες θεωρίες τις οποίες οι θρησκευτικές και πολιτικές αρχές αποφασίζουν να χαρακτηρίσουν ως δόγματα. Δεν διαθέτουν όλες οι θρησκείες Θεολογία, πολλές όμως έχουν, ιδιαίτερα οι προσηλυτιστικές αβρααμικές.
Αντίθετα με τη λαϊκή θρησκεία, η Θεολογία συνεχώς κάνει αφηρημένες και ριζικά αντίθετες με την κοινή λογική δηλώσεις οι οποίες είναι εννοιολογικά σύνθετες και δύσκολες στην κατανόησή τους: ο Θεός είναι τρία πρόσωπα σε ένα, για παράδειγμα, ή ένα πρόσωπο χωρίς σάρκα και οστά που είναι πανταχού παρόν την ίδια στιγμή. Επιπλέον οι θεολογικές προτάσεις δεν είναι καθόλου αξιομνημόνευτες σε σχέση, ας πούμε, με μια ιστορία για την παρθενογένεση του Ιησού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι θρησκευόμενοι χρειάζεται συχνά να καταβάλλουν προσπάθεια για να τις απομνημονεύσουν και οι θρησκευτικοί ηγέτες υιοθετούν μια ποικιλία μέτρων για να διδάξουν και να περιφρουρήσουν τη «θρησκευτική ορθότητα». Αυτά περιλαμβάνουν τα πάντα, από τη θρησκευτική εκπαίδευση και την κατήχηση ως την Ιερά Εξέταση.
Θεός – Σούπερμαν
Η διατήρηση της θρησκευτικής ορθότητας είναι ωστόσο δύσκολη, καθώς τα νοητικά συστήματα που στηρίζουν τη λαϊκή θρησκεία παρεμβάλλονται διαρκώς. Ως συνέπεια η θρησκευτική μη ορθότητα είναι αναπόφευκτη: οι θρησκείες που στην πραγματικότητα ακολουθούν οι άνθρωποι στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν είναι οι ίδιες με τα δόγματα που αυτοί μαθαίνουν και απαγγέλλουν.
Η θεολογική μη ορθότητα παρατηρείται σε όλους τους πολιτισμούς και τα θρησκευτικά συστήματα. Οταν σε πειράματα τους ζητείται να μιλήσουν ή να σκεφτούν σχετικά με τις σκέψεις και τις πράξεις του Θεού σε ιστορίες, οι θρησκευόμενοι εγκαταλείπουν αμέσως και απόλυτα τα θεολογικά ορθά δόγματα υπέρ της λαϊκής θρησκείας – ακόμη και αν έχουν μόλις δηλώσει και απαγγείλει αυτά τα δόγματα. Ο τρόπος με τον οποίο σκέφτονται και μιλούν αποκαλύπτει ότι βλέπουν τον Θεό περισσότερο σαν τον Σούπερμαν παρά σαν τον πανθ’ ορώντα, πανταχού παρόντα και παντοδύναμο άρχοντα του Σύμπαντος στον οποίο λένε ότι πιστεύουν.
Γιατί η επιστήμη δεν απειλεί τη θρησκεία
Αυτή η άποψη της λαϊκής θρησκείας προσφέρει μια νέα προοπτική στην απόπειρα σύγκρισης της θρησκείας με την επιστήμη. Υποδηλώνει ότι η επιστήμη δεν θέτει οποιαδήποτε απειλή στη διατήρηση της θρησκείας. Ο φόβος και ο τρόμος τόσων πιστών – και η περιχαρής προσμονή τόσων επικριτών της θρησκείας – ότι η επιστήμη τελικά θα εκτοπίσει τη θρησκεία είναι άκριτοι από πολλές απόψεις.
Κατ’ αρχάς υποτιμούν τη δύναμη και τη διεισδυτικότητα της ωριμανσιακά φυσικής γνωσιακής λειτουργίας. Δεν είναι όλοι θρησκευόμενοι, όμως οι θρησκευτικές ιδέες και ενέργειες εμφανίζονται αυθόρμητα και αναπόφευκτα στους ανθρώπινους πληθυσμούς.
Δεύτερον, υποτιμούν τη δημιουργικότητα και την επινοητικότητα της Θεολογίας και επομένως την ικανότητά της να προσαρμόζει οποιαδήποτε αλλαγή στην κατανόησή μας για το Σύμπαν παρουσιάζει η επιστήμη. Οι θεολόγοι τελικά προσάρμοσαν τη μετατόπιση του ανθρώπου από το κέντρο του Σύμπαντος που επέφεραν ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Δαρβίνος. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος, εξαιτίας του μεγέθους της πρόκλησης, όμως συνέβη.
Το τρίτο ζήτημα είναι ότι τόσο οι πιστοί όσο και οι επικριτές υποτιμούν πόσο δύσκολο είναι να κάνει κάποιος επιστήμη. Η επιστήμη είναι πολύ πιο πολύπλοκη από τη Θεολογία. Τα εσωτεριστικά ενδιαφέροντά της, οι ριζικά αντίθετοι στην κοινή λογική ισχυρισμοί της και οι πολύπλοκοι τρόποι διατύπωσης των συμπερασμάτων της είναι δύσκολοι στην επινόηση, στην εκμάθηση και στη μετάδοσή τους. Η επιστήμη εξαρτάται από μεγάλους και περίτεχνους κοινωνικούς μηχανισμούς οι οποίοι είναι σύνθετοι και δαπανηροί. Η συνέχιση της ύπαρξής της, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, είναι λοιπόν εύθραυστη – βεβαίως σε σύγκριση με τη συνέχιση της ύπαρξης της θρησκείας.
Τέλος, η διαφορά ανάμεσα στη λαϊκή θρησκεία και στη Θεολογία υποδηλώνει ότι οι στερεότυπες συγκρίσεις της θρησκείας με την επιστήμη είναι συχνά λανθασμένες στη βάση τους. Από τη γνωσιακή άποψη η επιστήμη έχει περισσότερα κοινά με τη Θεολογία απ’ ό,τι με τη θρησκεία: και οι δύο βασίζονται στην αργή, εκούσια και στοχαστική σκέψη. Η λαϊκή θρησκεία, από την άλλη πλευρά, μοιάζει περισσότερο με μια βασισμένη στην κοινή λογική εξήγηση του φυσικού κόσμου. Εκείνοι που θέλουν να επικρίνουν είτε τη θρησκεία είτε την επιστήμη πρέπει να είναι σίγουροι ποιο είναι αυτό στο οποίο επιτίθενται.
Ο κ. Ρόμπερτ Μακ Κόλεϊ είναι διευθυντής του Κέντρου για τον Νου, τον Εγκέφαλο και τον Πολιτισμό του Πανεπιστημίου Εμορι στην Ατλάντα της Τζόρτζια.