Η γλυκόρριζα (Glycyrrhiza Glambra) ή γλυκύρριζα θα είναι στη Γερμανία το Φαρμακευτικό Φυτό του 2012, σε αναγνώριση των πολλών και ευεργετικών ιδιοτήτων των ουσιών που περιέχει. Η γλυκοριζίνη είναι το συστατικό που δίνει στη ρίζα του μια γλυκιά γεύση, 50 φορές δυνατότερη από την αντίστοιχη ποσότητα ζάχαρης. Για λίγα φυτά βρίσκουμε τόσο πυκνά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσες αναφορές. Από το 1200 π.Χ. υπάρχει ένας κατάλογος φαρμάκων που βρέθηκε στη Μεσοποταμία και περιλαμβάνει και τη γλυκόρριζα, ενώ σε ασσυριακές πινακίδες 800 χρόνια π.Χ. υπάρχουν καταγραμμένες δύο συνταγές με βασικό συστατικό τη γλυκόρριζα για την αντιμετώπιση του ίκτερου. Στις βεδικές γραφές τη βρίσκουμε στο σύγγραμμα του χειρουργού Σουσρούτα, στην κινεζική ιατρική αποτελεί βασικό συστατικό και στον Θεόφραστο είναι η «Ρίζα των Σκυθών» που ο έλληνας βοτανολόγος από την Ερεσσό έγραφε τον 4ο αι. π.Χ. ότι θεραπεύει άσθμα, βήχα και άλλες αναπνευστικές δυσκολίες. Οι πρώτες παστίλιες από χυμό γλυκόρριζας φτιάχτηκαν τον 1ο ή 2ο αι. μ.Χ. και την ουσία αυτή έφεραν από την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη οι Σταυροφόροι. Από τότε έγινε η αγαπημένη ουσία των Ευρωπαίων (οι Ολλανδοί καταναλώνουν δύο κιλά τον χρόνο ανά άτομο) για γλυκά, καραμέλες και φάρμακα. Και όχι άδικα.
Η βασική ουσία της γλυκόρριζας είναι ένας γλυκοζίτης, δηλαδή ουσία δισυπόστατη. Στο μόριο ενός τυπικού γλυκοζίτη συναντάμε κάποιο σάκχαρο και μαζί κάποια άλλη ουσία που δεν είναι γλυκιά. Οπως εξηγεί ο κ. Α. Βάρβογλης στο βιβλίο του «Η χημεία στο πιάτο»: «Οταν καθίστανται απαραίτητες οι υπηρεσίες του άγλυκου (τμήματος της ουσίας) ενεργοποιείται ένα υδρολυτικό ένζυμο και απομακρύνεται το σάκχαρο. Ο οργανισμός μας χρησιμοποιεί τους γλυκοζίτες για να απομακρύνει διάφορες άχρηστες ή βλαβερές ουσίες…».
Η γλυκόρριζα περιέχει μεταξύ άλλων β-καροτένιο, κερσετίνη, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, βιταμίνες Β1, Β2, Β3, C και σαλικυλικά, ουσίες δηλαδή παρεμφερείς με την ασπιρίνη, και έτσι είναι αντιφλεγμονώδες και παυσίπονο, αλλά θεωρείται ότι δεν κουβαλά μαζί και τις επιπλοκές της ασπιρίνης. Κάνει καλό στον βήχα, ενισχύει το ανοσοποιητικό και έχει γραφτεί ότι επισπεύδει την ίαση της ηπατίτιδας (ας θυμηθούμε εδώ τις ασσυριακές πινακίδες). Δεν πρέπει όμως να καταναλώνουμε περισσότερα από 100 χιλιοστά του γραμμαρίου (100 mgr) την ημέρα διότι επιδρά αρνητικά στην πίεση. Επηρεάζοντας δηλαδή την παραγωγή ορμονών στα επινεφρίδια έχει ως παρεπόμενο και ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να ανεβάζει την πίεση. Ανεβάζει ποσοτικά το νάτριο και κατεβάζει το κάλιο στο αίμα. Ενα ακόμη ανεπιθύμητο αποτέλεσμα της υπερκατανάλωσης προϊόντων με γλυκόρριζα είναι η ελάττωση της τεστοστερόνης στους άνδρες, διότι επιδρά ανασταλτικά στην παραγωγή εκείνων των ενζύμων που διευκολύνουν την παρασκευή της. Κάτι που ευτυχώς παρέρχεται μόλις σταματήσει η κατάχρηση. Για τις αντι-ιικές της ιδιότητες αναφέρεται στο βιβλίο «Η χημεία στο πιάτο» ότι «μεταξύ πέντε γνωστών αντι-ιικών φαρμάκων για το Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο (SARS) η γλυκόριζα ήταν ο πιο ισχυρός αναστολέας του ιού».
Παραδοσιακά το φυτό ξεριζώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, κόβουν ένα τμήμα μόνο από τις ρίζες του, που μπορούν να φθάσουν και τα τέσσερα μέτρα, διότι υπάρχει η δυνατότητα να ξαναφυτευτεί και να αποκτήσει νέες ρίζες. Τα κομμένα τμήματα ξεραίνονται και αλέθονται. Μετά, με τη βοήθεια του νερού, αποσπάται η γλυκοριζίνη, που αν και γλυκοζίτης δεν οφείλει τη γλυκιά γεύση της αποκλειστικά στα σάκχαρα αλλά και στα συστατικά του υπόλοιπου τμήματος. Μια ουσία που δεν μεταβολίζεται στον οργανισμό παρά μόνον ως προς τα συνδεμένα με αυτή σάκχαρα, άρα δεν δίνει πολλές θερμίδες και δεν είναι από μόνη της πολύ παχυντική. Μέσα από μια διαδικασία συμπύκνωσης προκύπτει η γλυκιά ουσία που χύνεται σε μακρόστενα κομμάτια σκούρου χρώματος και ήταν από παλιά γνωστή ως γιάμπολη. Το αξιοθαύμαστο ήταν πως ένα τόσο χρήσιμο φυτό δεν χρειαζόταν καν να το καλλιεργήσουν διότι το έβρισκαν να φυτρώνει και εντελώς ελεύθερο σε μεγάλες εκτάσεις σε παράλιες περιοχές της Μεσογείου. Ηταν κυριολεκτικά μια προσφορά της φύσης που οι παλαιότεροι ήξεραν να αξιοποιήσουν.