Ο κοσμοναύτης Φιοντόρ Γιουρτσίχιν

Εναν καφέ με έναν κοσμοναύτη είχα την τιμή να μοιραστώ πριν από λίγες ημέρες. Ο 52χρονος Φιοντόρ Γιουρτσίχιν, ομιλητής στη διημερίδα «Τέχνη – Επιστήμη – Σύμπαν» που διοργάνωσε το Ιδρυμα Ευγενίδου, δεν είναι ένας απλός ρώσος κοσμοναύτης ο οποίος μεγάλωσε με πρότυπο τον Γιούρι Γκαγκάριν: έχει και ελληνικές ρίζες, και μάλιστα από την Τραπεζούντα του ιστορικού Πόντου. Ηρεμος, ευδιάθετος και με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, – πότε στα ελληνικά και πότε στα αγγλικά – μας ταξίδεψε έξω από την ατμόσφαιρα της Γης, στη μαγεία του Διαστήματος, ενώ μας παρουσίασε και την πρωτότυπη ενασχόλησή του με τη «διαστημική» φωτογραφία.

Με αφορμή την ολοκλήρωση της εικονικής αποστολής στον Αρη (Mars500), φυσικά δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο όνειρο για την κατάκτηση του Κόκκινου Πλανήτη. «Ηταν ένα καταπληκτικό πείραμα, από την άποψη ότι μπορεί να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια ιδέα τού πώς θα ήταν αν βρισκόμασταν στον Αρη, αλλά σε “οικονομικότερα εδάφη» αναφέρει χαριτολογώντας ο κ. Γιουρτσίχιν.

Στην «αρειανή» απομόνωση

Στο πείραμα έλαβαν μέρος έξι άνδρες οι οποίοι παρέμειναν απομονωμένοι σε τρεις μεταλλικούς κυλίνδρους χωρίς παράθυρα για ένα διάστημα 520 ημερών – όσο δηλαδή διαρκεί και ένα ταξίδι προς τον Αρη και πίσω. Η αυξημένη ψυχολογική πίεση με την οποία «πάλεψαν» οι συμμετέχοντες του Mars500, όπως ήταν αναμενόμενο, οδήγησε σε καβγαδάκια, γκρίνιες και ζήλιες.

«Η ψυχολογική πίεση είναι το κύριο πρόβλημα των αστροναυτών γιατί ακριβώς περιορίζονται σε πολύ μικρούς χώρους» σχολιάζει ο ρωσοπόντιος κοσμοναύτης. «Στην περίπτωση μιας υποτιθέμενης αποστολής στον Αρη το ψυχολογικό φορτίο θα ήταν πολύ βαρύ για δύο λόγους: πρώτον, λόγω χρόνου, γιατί οι αστροναύτες θα έφθαναν εκεί σε εννέα μήνες και, δεύτερον, λόγω του περιορισμένου χώρου στον οποίο θα ήταν κλεισμένοι» υποστηρίζει ο ίδιος.

«Αυτό βέβαια ισχύει τώρα, με την υπάρχουσα τεχνολογία. Ενδεχομένως μελλοντικά αυτή να προχωρήσει τόσο ώστε να μπορούμε να φθάνουμε ταχύτερα στον Αρη. Ακόμη, στην παρούσα φάση δεν γνωρίζουμε τα επίπεδα ακτινοβολίας που υπάρχουν εκεί και τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό, π.χ. στο μυϊκό μας σύστημα. Στη Γη υπάρχει μαγνητικό πεδίο, ενώ στον Αρη όχι. Ο ανθρώπινος οργανισμός αναγνωρίζει το γήινο μαγνητικό πεδίο, οπότε δεν ξέρουμε τι θα μπορούσε να σημαίνει για εμάς να βρισκόμαστε σε έναν πλανήτη όπου υπάρχει πλήρης απουσία του. Είναι πολλά τα προβλήματα στα οποία καλούμαστε να βρούμε λύσεις προτού επιχειρήσουμε μια επίσκεψη στον Κόκκινο Πλανήτη και γι’ αυτό πραγματοποιούνται οι προσομοιώσεις στη Γη» λέει ο κ. Γιουρτσίχιν.

Αλλά και πάλι, όσο και αν προσπαθήσουμε να «αντιγράψουμε» τις ιδιαίτερες συνθήκες του Αρη, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το ίδιο με εκείνο μιας πραγματικής αποστολής στον Κόκκινο Πλανήτη.

Ραντεβού στον Αρη σε 50 χρόνια

Σε 50 χρόνια από σήμερα, σύμφωνα με τον ίδιο, ίσως καταφέρουμε να πατήσουμε το πόδι μας στον Αρη. «Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό νωρίτερα. Προσωπικά πιστεύω ότι το “ταξίδι” μας στον Kόκκινο Πλανήτη θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε τρία στάδια. Σε πρώτη φάση, με τη βοήθεια δορυφόρων και αυτόματων σταθμών, σε δεύτερη φάση με τη βοήθεια ρομποτικών συστημάτων και, τέλος, στέλνοντας τον άνθρωπο. Γιατί, κακά τα ψέματα, τι θα ήταν πιο απλό; Να στείλουμε στον Αρη ένα ρομποτικό σύστημα ή τον άνθρωπο;».

Οπως επισημαίνει ο ρωσοπόντιος κοσμοναύτης, μια επανδρωμένη αποστολή στον Αρη αποτελεί ένα ιδιαίτερα ακριβό εγχείρημα. Γι’ αυτό η κατασκευή μόνιμων μονάδων οξυγόνου και νερού με τη βοήθεια ρομποτικών συστημάτων στα κατά τα άλλα αφιλόξενα εδάφη του Κόκκινου Πλανήτη θα ήταν ίσως καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση του εγχειρήματος.

«Στον Αρη, ως γνωστόν, υπάρχει νερό. Αρα είναι πιθανό να υπάρχουν απλές μορφές ζωής, όπως βακτήρια κ.ά.» τονίζει ο κ. Γιουρτσίχιν. «Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον θα ήταν ασφαλές να φέρουμε τις συγκεκριμένες μορφές ζωής στη Γη, σε περίπτωση που τις εντοπίζαμε».

Ο Φόβος θα δείξει

Την περασμένη Τρίτη, στο πλαίσιο νέου προγράμματος της ρωσικής διαστημικής υπηρεσίας Roscosmos, αναχώρησε αποστολή με στόχο τη συλλογή των πρώτων δειγμάτων σκόνης και πετρωμάτων από τον Φόβο, έναν εκ των δύο μικρών δορυφόρων του Αρη. Αν όλα πάνε καλά, το σκάφος Fobos-Grunt θα έχει φέρει στα χέρια των ειδικών τα πρώτα δείγματα ως τα μέσα του 2014.

«Το νέο ρωσικό πρόγραμμα αποτελεί μια ασφαλέστερη αποστολή συγκριτικά με κάποια που θα είχε προορισμό τον Αρη» μας πληροφορεί ο κοσμοναύτης. «Δεν γνωρίζουμε τα ακριβή χαρακτηριστικά του Φόβου, θα μπορούσε όμως να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με την περίπτωση της Γης και της Σελήνης».

Ενας φωτογράφος από το… Διάστημα

Το πάθος του για τη φωτογραφία αλλά και η ανάγκη του να μεταδώσει το δέος που του προκαλούσε η εικόνα της Γης από το Διάστημα, κατά τη διάρκεια των αποστολών του στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ΔΔΣ), οδήγησαν τον κ. Γιουρτσίχιν στη «διαστημική» φωτογραφία.

«Οταν βλέπω τη Γη από ψηλά, έχω ένα πολύ έντονο συναίσθημα ότι αυτός ο πλανήτης είναι το σπίτι μου. Αυτό ακριβώς ήθελα να μεταφέρω στον υπόλοιπο κόσμο και έτσι δημιούργησα τη συλλογή μου. Για μένα αυτό που είχε σημασία ήταν να δω τις αντιδράσεις των παιδιών απέναντι στις φωτογραφίες μου. Οι ενήλικοι μπορούν να πουν πολλά και να μην τα εννοούν. Η αθωότητα και η ειλικρίνεια ενός παιδιού όμως αποτελούν ανεκτίμητα στοιχεία και του χαρίζουν την ιδιότητα του αυστηρότερου κριτή» μας λέει ο ίδιος.

Οι πυρκαγιές της Πελοποννήσου

«Θυμάμαι, ήμουν στον ΔΔΣ όταν στην Ελλάδα εκτυλίσσονταν οι μεγάλες πυρκαγιές. Τις έβλεπα από ψηλά, όπως και εκείνες στη Βόρεια Αμερική. Οπως και την καταστροφική πετρελαιοκηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού. Πολλές φορές βλέποντας διάφορες οικολογικές καταστροφές αισθάνομαι ότι η Γη μού φωνάζει “Βοήθεια”. Ετσι μου έρχεται να πω σε όλους “Ανθρωποι! Κοιτάξτε γύρω σας! Τι κάνετε; Καταστρέφετε το περιβάλλον και μαζί σκοτώνετε τους εαυτούς σας!”» τονίζει με έμφαση.

Για τη λήψη των διαστημικών φωτογραφιών, εξηγεί, δεν απαιτείται ειδικός εξοπλισμός. «Χρησιμοποιώ μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή με μεγάλους φακούς έτσι ώστε να μπορώ να εστιάζω στα σημεία που επιθυμώ. Τα υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας όμως καταστρέφουν τη μηχανή, με αποτέλεσμα ύστερα από δύο-τρεις μήνες να χρειάζεται αντικατάσταση».

Αυτό που έχει όμως πραγματικό ενδιαφέρον είναι το ότι η λήψη φωτογραφιών στο Διάστημα πρέπει να γίνεται αστραπιαία. «Στη Γη για την απαθανάτιση, π.χ., της δύσης του ήλιου πρέπει κανείς να δράσει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό “παράθυρο”, μέσα σε διάστημα περίπου 10 λεπτών. Αν αυτό δεν πετύχει, τότε πρέπει να περιμένεις ως την επόμενη ημέρα. Στο Διάστημα, αν δεν προλάβεις την κατάλληλη στιγμή, δεν υπάρχει πρόβλημα: αυτή επαναλαμβάνεται 16 φορές την ημέρα, ανά 1,5 ώρα. Μόνο που εκεί η εντυπωσιακή “βουτιά” του ήλιου στον ορίζοντα διαρκεί μόλις 1 λεπτό. Αυτοί είναι οι χρόνοι ενός “διαστημικού” φωτογράφου» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ