Πολλά πράγματα είναι μπροστά στα μάτια μας αλλά πρέπει κάποιος άλλος να μας κάνει να τα δούμε. Κάποτε, σε μια ανάλυση της στρατηγικής σημασίας τους, γράφτηκε για τα νησιά του Αιγαίου ότι, σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης, ήταν όλα μαζί ένα αεροπλανοφόρο που μας είχε κάνει δώρο η Φύση και δεν είχαμε πληρώσει δραχμή για να το αποκτήσουμε.

Σήμερα, όπως και πριν από πολλά χρόνια, μια ερευνητική ομάδα από το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Πάτρας μάς λέει ότι τα ίδια αυτά νησιά, μαζί και με τις πιο ταπεινές βραχονησίδες, που εμείς απλά τους έχουμε κρεμάσει πωλητήρια, είναι φυσικά βιολογικά εργαστήρια που προσφέρονται για την παρατήρηση και τη μελέτη βασικών βιολογικών διεργασιών. Αλλά όχι μόνον αυτό. Αρκετοί άνθρωποι από το εξωτερικό θα ήθελαν να έλθουν την άνοιξη, στο πλαίσιο ενός πρωτότυπου και με πολλές προοπτικές οικοτουρισμού, πριν από τα μελτέμια, προτού ακόμη ζεσταθεί το νερό στη θάλασσα, εδώ στο Αιγαίο πέλαγος και να βρεθούν μέσα σε ένα πράσινο, πολύχρωμο, λιτό αλλά πανέμορφο βοτανικό μουσείο, με είδη φυτών που εγκαταστάθηκαν και ζουν στον τόπο αυτόν τουλάχιστον για μερικά εκατομμύρια χρόνια.

«Flora Aegaea»

Η ομάδα της Πάτρας, ύστερα από 25 και πλέον χρόνια ερευνών στο Αιγαίο, θεωρεί ότι ήλθε η ώρα να συγκεντρώσει το διαθέσιμο ερευνητικό υλικό σε έναν τόμο που θα πληροφορεί κάθε ενδιαφερόμενο για το πού, πόσα και ποια είδη φυτών απαντούν στον χώρο του Αιγαίου. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι κάτι τέτοιο είναι υποχρέωση και των ελλήνων βοτανικών επιστημόνων, αλλά και της ελληνικής Πολιτείας, μια και το πιο πρόσφατο σχετικό έργο είναι η «Χλωρίδα του Αιγαίου, Flora Aegaea» του αυστριακού βοτανικού K. H. Rechinger που εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1940!.. Σημειώνεται επίσης ότι μια επιστημονικά τεκμηριωμένη και καλαίσθητη σχετική έκδοση ευρείας κυκλοφορίας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει και κάποιους εθνικούς στόχους και να βάζει κάποια άλλα πράγματα στη θέση τους. Ποια είναι αυτά; Θέματα σχετικά και με τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο! Διότι υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία, χωρίς αυτό να είναι γνωστό έξω από τον κύκλο των ειδικών, σημαντικά συγγράμματα που αναφέρονται στη χλωρίδα του Αιγαίου. Εκεί όμως περιλαμβάνονται και χάρτες που παρουσιάζουν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως τμήμα της Μικράς Ασίας και ως επαρχίες της Τουρκίας. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της κρίσης γύρω από τα Ιμια η πολιτική ηγεσία είχε έλθει σε επαφή με την ερευνητική ομάδα της Πάτρας και προμηθεύθηκε φωτογραφικό υλικό που απεδείκνυε ότι ως και το 1995 τα νησιά αυτά δεν τα θεωρούσαν γκρίζες ζώνες ούτε και αυτοί οι Τούρκοι, αφού μέλη της ομάδας προσέγγιζαν την ξηρά με τη βοήθεια πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού μας χωρίς οι γείτονες απέναντι να ενοχλούνται!

Με την έκδοση λοιπόν μιας νέας «Flora Aegaea» τώρα, εντελώς ειρηνικά, θα μπορούσε μέσα από τους σχετικούς χάρτες να αποκατασταθεί η αλήθεια. Διότι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου έχει εκδοθεί «Η χλωρίδα της Τουρκίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου» με έτος ολοκλήρωσης το 1980, αλλά (συνεχίζει να) επικαιροποιείται μεγαλώνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αφού τα όποια καινούργια ευρήματα συγκεντρώνονται και εκδίδονται, με την αμέριστη στήριξη του Ιδρύματος Ερευνών της Τουρκίας, χωρίς όμως να αλλάζουν οι παλιοί εκείνοι χάρτες.

Παλαιο-γέφυρες ξηράς

Οι ειδικοί, μελετώντας την παλαιογεωγραφία του Αιγαίου, αλλά και τα πρότυπα εξάπλωσης των ειδών της χλωρίδας στην περιοχή, μπορούν εύκολα να διακρίνουν δύο γέφυρες ξηράς, τη μία στον χώρο του Κεντρικού Αιγαίου (Κυκλάδες) και την άλλη στον χώρο του Νότιου Αιγαίου (Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κύθηρα, Πελοπόννησος) που συνέδεαν ως πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια περίπου την ελληνική με τη μικρασιατική χερσόνησο. Τότε που άρχισε η τελευταία φάση σχηματισμού του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου, στη σημερινή του μορφή, με αρχή την απομόνωση της Κρήτης. Η σημερινή γεωγραφία του αιγαιακού χώρου είναι αποτέλεσμα μιας σειράς γεωτεκτονικών και κλιματικών διεργασιών που είχαν αποτέλεσμα την εμφάνιση και εξαφάνιση νησιών, την αύξηση και μείωση του μεγέθους τους και την αυξομείωση του βαθμού γεωγραφικής απομόνωσης των χερσαίων τμημάτων (νησιών). Με τα υπάρχοντα στοιχεία κατά την περίοδο του Πλειστοκαίνου (τελευταία 900.000 χρόνια) η στάθμη της θάλασσας στο Αιγαίο ανεβοκατέβαινε κατά 150-200 μέτρα και αυτό συνέβη για περισσότερες από μία φορές.

Ολα τα παραπάνω είχαν σημαντικές συνέπειες για τους κατοίκους των νησιών, τα μεγέθη των πληθυσμών τους, τις επαφές και τις απομονώσεις αυτών. Ετσι δεν είναι περίεργο ότι ακόμη και σήμερα το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου θεωρείται ένα εξελικτικό εργαστήρι για τη μελέτη πολλών βιολογικών φαινομένων (ειδογένεση, πρότυπα γεωγραφικής εξάπλωσης ειδών, γενετική διαφοροποίηση).

Μετανάστευση προς δυσμάς

Οπως εξηγεί στο «ΒΗΜΑScience» ο επικεφαλής της ομάδας, καθηγητής Δ. Τζανουδάκης: «Τα παραπάνω γεωγραφικά χαρακτηριστικά είναι σημαντικά, με δεδομένο ότι ισχύουν δύο άλλες παραδοχές: Οτι όλα τα είδη (ζώων και φυτών) έχουν έμφυτη την τάση να διευρύνουν την περιοχή εξάπλωσής τους και ότι η διεύρυνση αυτή στην περιοχή του Αιγαίου ήταν κυρίως από ανατολικά προς δυτικά, αφού οι τροπικές περιοχές της Κεντρικής Ασίας ευνοούσαν περισσότερο την εμφάνιση των φυτών. Με αυτό ως δεδομένο οι γέφυρες ξηράς που συνέδεαν τη Μικρά Ασία με περιοχές του ελληνικού χώρου ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για τη μετανάστευση ειδών χλωρίδας και πανίδας από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Ο ελληνικός χώρος δέχθηκε και άλλα μεταναστευτικά κύματα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των παγετωδών περιόδων με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, αλλά αυτά επηρέασαν κυρίως τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, γιατί την περίοδο του Πλειστοκαίνου τα νησιά του Κεντρικού και Νότιου Αιγαίου είχαν ήδη αποκοπεί και απομονωθεί από τις ηπειρωτικές περιοχές.

Το ότι τα νησιά ήταν ενωμένα μεταξύ τους αλλά και με τις παρακείμενες ηπειρωτικές ξηρές βοήθησε στον εποικισμό τους από πολλά είδη. Τα υπόλοιπα γεγονότα (κατακερματισμός, απομονώσεις, άνοδος και κάθοδος της θαλάσσιας στάθμης) βοήθησαν στη διαμόρφωση των ιδιαιτεροτήτων και της μοναδικότητας ως προς την παρουσία διαφόρων φυτών στο Αιγαίο. Η αξία της βιοποικιλότητας μιας περιοχής δεν κρίνεται μόνο από τον πλούτο της (υψηλός αριθμός ειδών) αλλά και από άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά της (ενδημισμός, σπανιότητα, ηλικία ή/και εξελικτική διαδρομή των στοιχείων της). Για παράδειγμα, η χλωρίδα περιοχών όπως η Κρήτη και οι Κυκλάδες δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αριθμό ειδών, είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική για τη μοναδικότητα των ειδών της (ενδημικά), τα πρότυπα εξάπλωσής τους (υπολειμματικά), την καταγωγή τους κ.λπ».

Συνεχίζοντας το έργο του Θεόφραστου

Ο Θεόφραστος, πατέρας της Βοτανικής (3ος αιώνας π.Χ.), και ο Διοσκουρίδης, πατέρας της φαρμακογνωσίας (1ος αιώνας μ.Χ.), ήταν μεταξύ των πρώτων που μελέτησαν και κάνουν αναφορά στα φυτά του Αιγαίου. Βέβαια, το κύμα των μελετητών αρχίζει με εξερευνητικές αποστολές από τον 18ο αιώνα που εντείνονται ακόμη περισσότερο μετά τη δημοσίευση από τον Δαρβίνο των παρατηρήσεών του για τα νησιά Γκαλάπαγκος. Μάλιστα μια από τις εξέχουσες ιστορικές εξερευνητικές αποστολές ήταν αυτή του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης John Sibthorp (1786-1795), που είχε βασικούς στόχους της από τη μια να επιβεβαιώσει τη δουλειά των Ελλήνων Θεόφραστου και Διοσκουρίδη αναφορικά με τα φαρμακευτικά φυτά και από την άλλη να εντοπίσει την καταγωγή των καλλωπιστικών φυτών που στόλιζαν τους ευρωπαϊκούς κήπους αλλά δεν τα είχε συναντήσει κανείς στη φύση. Το υλικό των εξερευνητικών αποστολών του John Sibthorp απετέλεσε τη βάση για τη δημοσίευση αργότερα του περίφημου πολύτομου και εικονογραφημένου έργου «Flora Graeca Sibthorpiana». Και εδώ μπορεί να δημιουργηθεί η εξής απορία: Αφού τη χλωρίδα των νησιών μας οι διάφορες αποστολές τη μελετούν από τόσο παλιά, υπάρχουν ακόμη θέματα που να παρουσιάζουν ενδιαφέρον; Στο σημείο αυτό ο καθηγητής Τζανουδάκης απαντά καταφατικά και χωρίς δισταγμό με δύο επιχειρήματα:

«1. Μια έρευνα ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Πάντα υπάρχουν νέα ευρήματα και νέες προσεγγίσεις. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται ότι στο εργαστήριο Βοτανικής του Πανεπιστημίου της Πάτρας τα τελευταία 25 χρόνια μέσα από τη δραστηριότητα του που σχετίζεται με την εξερεύνηση και μελέτη της ελληνικής χλωρίδας έχουν μελετηθεί πάρα πολλές περιοχές, ορεινές και νησιωτικές, και έχουν εντοπισθεί και περιγραφεί δεκάδες είδη φυτών ως νέα, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την επιστήμη.

2. Ο ελληνικός χώρος λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας του και του έντονου κατακερματισμού του (νησιά, βουνά, χαράδρες, ποικιλία μικροβιοτόπων κ.λπ.) δεν είναι τόσο εύκολο να εξερευνηθεί».

Εξερευνητικές αποστολές, ελλήνων και ξένων, έχουν ξεκινήσει από πολύ παλιά αλλά δεν είχαν πάντοτε συνέχεια, καθώς οργανώνονταν από ανεξάρτητες ομάδες που συχνά δεν είχαν επαφή μεταξύ τους. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί μια περιοχή να έχει εξερευνηθεί από κάποιους συλλέκτες αλλά το υλικό να μένει κάπου φυλαγμένο χωρίς να έχει μελετηθεί επισταμένως και να έχουν δημοσιευθεί τα σχετικά δεδομένα. Περιπτώσεις όχι και λίγες στην Ελλάδα…

Ξεφεύγουν τα είδη που ανθίζουν φθινόπωρο

Κάτι που δεν είναι και πολύ γνωστό έχει σχέση με τον χρόνο επίσκεψης στην Ελλάδα των διαφόρων ξένων αποστολών. Πήγαιναν συνήθως κατά την περίοδο της άνοιξης, επειδή τότε ανθίζουν τα περισσότερα είδη φυτών, αλλά, όπως αποδείχθηκε με πρόσφατες εξερευνητικές αποστολές και μελέτες, πολλά είδη ανθίζουν άλλες εποχές, κυρίως το φθινόπωρο, και έτσι παρέμεναν ως πρόσφατα εντελώς άγνωστα.

Τα ως τώρα στοιχεία πάντως πρέπει επιπλέον να επικαιροποιηθούν και γι’ αυτό συχνά απαιτούνται όχι μόνο εξερευνήσεις στο πεδίο αλλά και στη βιβλιογραφία και στα βοτανικά μουσεία όπου φυλάσσονται παλιές συλλογές προκειμένου να καταλήξουμε στο αν κάποιο είδος υπάρχει ή όχι σε μια περιοχή, για να μάθουμε και πόσα και ποια είδη τελικά υπάρχουν στην Ελλάδα συνολικά αλλά και σε κάθε περιοχή της ειδικά. Ευτυχώς, εδώ και έναν χρόνο, με πρωτοβουλία του ΔΣ της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, έχει συγκροτηθεί μια 8μελής διεθνής επιτροπή (Ελλήνων, Γερμανών, Σκανδιναβών) προκειμένου του χρόνου τέτοια εποχή να έχει συντάξει έναν πλήρη και επικαιροποιημένο κατάλογο των φυτικών ειδών που απαντούν στον ελληνικό χώρο. Η ερευνητική αυτή ομάδα εργάζεται, εθελοντικά, χωρίς καμία χρηματοδότηση, για να ολοκληρώσει το σχετικό έργο. Η πρωτοβουλία μάλιστα θεωρήθηκε αρκετά σημαντική και πριν από περίπου έναν μήνα στις Πρέσπες υπογράφηκε ένα μνημόνιο συνεργασίας (να και ένα καλό μνημόνιο!..) μεταξύ των οκτώ ερευνητών, του προέδρου της Βοτανικής Εταιρείας και του διευθυντή του Βοτανικού Μουσείου και του Βοτανικού Κήπου του Βερολίνου (ερευνητικό κέντρο με παράδοση στη μελέτη της ελληνικής χλωρίδας) προκειμένου το τελευταίο να αναλάβει τη χρηματοδότηση της σχετικής έκδοσης στα αγγλικά. Και μάλιστα όχι απλά ενός καταλόγου αλλά μιας έκδοσης με σχόλια και φωτογραφικό υλικό.

Κάν’ το όπως οι Ολλανδοί

Τέλος, ο καθηγητής Τζανουδάκης υπενθυμίζει κάτι που είχε ειπωθεί από κάποιους παλαιότερους βοτανικούς: «Η δουλειά ενός βοτανικού δεν τελειώνει με τη δημοσίευση του καταλόγου των φυτών μιας περιοχής _ αντίθετα, τότε αρχίζει…».

Στο πλαίσιο της παραπάνω ρήσης τα φυτικά είδη είναι ένας φυσικός πόρος που μπορεί να διαχειριστεί ανάλογα ο άνθρωπος, πέραν των άλλων (τροφή, πρώτη ύλη, θεραπευτική), και στην εφηρμοσμένη γεωργία και ανθοκομία. Πολλά είδη της ελληνικής χλωρίδας έχουν συγγένειες με τα καλλιεργούμενα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τη γενετική βελτίωσή τους! Μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα, όπως για παράδειγμα αυτά από την Ολλανδία, δραστηριοποιούνται στον τομέα έντονα συλλέγοντας άγριες ποικιλίες, τις μελετούν και τις διατηρούν σε τράπεζες γενετικού υλικού για μελλοντικές έρευνες και εφαρμογές. Υπενθυμίζεται ότι το μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, δηλαδή η απώλεια βιοποικιλότητας, δεν αφορά μόνο τα άγρια και αυτοφυή είδη. Περισσότερο έντονο είναι το πρόβλημα αναφορικά με τις καλλιεργούμενες ποικιλίες. Τοπικές ποικιλίες προσαρμοσμένες στα κλιματικά δεδομένα κάποιων περιοχών χάνονται είτε λόγω οριστικής εγκατάλειψης του τομέα της γεωργικής παραγωγής (βλ. τουριστικά νησιά) είτε λόγω της επικράτησης μονοκαλλιεργειών με ποικιλίες αυξημένης απόδοσης, αλλά με περισσότερες ανάγκες σε λίπανση και φυτοφάρμακα. Η διατήρηση επομένως των παλαιών καλλιεργούμενων ποικιλιών, καθώς και αυτοφυών ειδών που έχουν συγγένειες με τα καλλιεργούμενα είδη, θα μπορούσαν να φανούν ιδιαίτερα πολύτιμες για το μέλλον της γεωργίας. Και όχι μόνο. Οταν μάθουμε ποια είδη έχουμε, τότε αρχίζουμε τη μελέτη τους προκειμένου να μάθουμε τη βιολογική πληροφορία που φέρουν και πώς η πληροφορία αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο των εφηρμοσμένων επιστημών, όπως η ιατρική, η φαρμακογνωσία, η αρωματοποιία, η γεωργία κ.ά.

Στο Αιγαίο υπάρχει ένας θησαυρός που ούτε ο Ιούλιος Βερν δεν είχε φανταστεί.

ΒΟΤΑΝΙΚΗ… ΟΡΘΟΦΩΝΙΑ

Οσοι ασχολούνται με τα φυτά έχουν βέβαια τους δικούς τους κώδικες συνεννόησης που προσδίδουν ακρίβεια στις επικοινωνίες τους. Ενα μικρό γλωσσάριο μπορεί να διευκολύνει και τον μη ειδικό αναγνώστη:

Βοτανική: Η επιστήμη που μελετά τη Βιολογία των φυτικών οργανισμών. Συγκεκριμένα μελετά τη μορφή, τη δομή, τις λειτουργίες, την εξελικτική πορεία και τις αλληλεπιδράσεις με τα άλλα έμβια όντα και το υπόλοιπο περιβάλλον.

Πρωτογενείς παραγωγοί: Ανάμεσα στα βασικά και κοινά χαρακτηριστικά των έμβιων όντων είναι η ανάγκη τους να προσλαμβάνουν ενέργεια από το περιβάλλον προκειμένου να λειτουργήσουν (δηλαδή να εμφανίσουν τις εκδηλώσεις της ζωής). Με αυτό ως κοινή ομοιότητα, τα έμβια όντα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

· Αυτότροφοι (παραγωγοί/φωτοσυνθετικοί οργανισμοί)

· Ετερότροφοι (καταναλωτές/ζώα)

· Αποικοδομητές (μύκητες και κάποια βακτήρια).

Οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί (τα φυτά δηλαδή) λέγονται πρωτογενείς παραγωγοί γιατί μέσα από τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης και χρησιμοποιώντας ανόργανα συστατικά (διοξείδιο άνθρακα, νερό) και ηλιακή ενέργεια παράγουν οργανικά μόρια. Οι άλλες δύο κατηγορίες μέσα από την τροφή τα παίρνουν έτοιμα και μέσα από τον μεταβολισμό τους παράγουν άλλα και λειτουργούν ή τα διασπούν (αποικοδομητές), βρίσκονται δηλαδή σε άμεση εξάρτηση από τους πρωτογενείς παραγωγούς. Ενας τρόπος μέτρησης της παραγωγικότητας ενός οικοσυστήματος είναι η παραγόμενη φυτική βιομάζα ανά μονάδα επιφάνειας.

Χλωρίδα: Με τον όρο αυτόν εννοούμε το σύνολο των διαφορετικών φυτικών ειδών που ζουν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Βλάστηση: Ο όρος παραπέμπει στο είδος της φυτοκάλυψης που συγκροτούν τα φυτικά είδη στην περιοχή (π.χ. δάσος, λιβάδι, θαμνώνας κ.λπ.).

Υπολειμματικά στοιχεία – υπολειμματική εξάπλωση: Σε περίπτωση που κάποιο είδος εμφανίζει διακεκομμένη (μη συνεχή) περιοχή εξάπλωσης. Απαντά, για παράδειγμα, σε δύο νησιά απομακρυσμένα και απομονωμένα μεταξύ τους (βλ. Αμοργό και Κρήτη) και πουθενά αλλού και ταυτόχρονα δεν έχει στενά συγγενικά είδη σε παρακείμενες περιοχές. Τέτοια είδη έχουν ιδιαίτερη επιστημονική αξία όχι μόνο επειδή είναι ενδημικά (δεν απαντούν πουθενά αλλού) αλλά και επειδή θεωρούνται ότι είναι «λείψανα» μιας χλωρίδας που υπήρχε στην περιοχή του Αιγαίου πριν από τον κατακερματισμό των δύο γεφυρών ξηράς που συνέδεαν την ελληνική με τη μικρασιατική χερσόνησο. Αν θωρήσουμε ότι στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς μας (βλ. Παρθενώνας, Ολυμπία, Κνωσός) έχουν μια ηλικία ολίγων χιλιάδων ετών, στοιχεία της φυσικής κληρονομιάς μας όπως τα παραπάνω είδη κατοικούν αδιάκοπα στο Αιγαίο για τουλάχιστον μερικά εκατομμύρια χρόνια.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΞΕΡΟΛΙΘΙΑΣ

Κάποια μικρά νησιά του Αιγαίου αντιμετωπίζονται ως στάνες απ’ όπου τα ζώα δεν μπορούν να φύγουν και φυσικά δεν χρειάζονται φύλαξη. Αυτό είναι καταστροφικό γιατί ουσιαστικά στα νησιά αυτά η βλάστησή τους κατατρώγεται. Και ουσιαστικά έχουμε πλήρη ερημοποίηση του νησιού. Επίσης με την εξαφάνιση της υπάρχουσας βλάστησης με τη βόσκηση μειώνεται ο ανταγωνισμός και κάποιοι νέοι έποικοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες για εγκατάσταση.

Μια συχνή διαχειριστική πρακτική που χρησιμοποιούν εκεί οι βοσκοί ήταν από παλιά το κάψιμο της ξυλώδους βλάστησης για την επικράτηση άλλων ποωδών ειδών (γρασίδια) που τα προτιμούν τα ζώα. Δηλαδή ακόμη μία διαταραχή στο οικοσύστημα.

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι στο παρελθόν σε μεγαλύτερα μικρά νησιά (π.χ. Λειψοί, Αρκοί) χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους ορθές διαχειριστικές πρακτικές για αειφορική διαχείριση. Π.χ. χώριζαν το νησί σε ζώνες και γινόταν εκ περιτροπής βόσκηση ανά έτος. Από τις μελέτες σε 75 βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου η ομάδα της Πάτρας διεπίστωσε ότι, παρ’ όλο που μπορεί να αλλάζει η σύνθεση της χλωρίδας από νησί σε νησί, η Φύση (αν αφεθεί βέβαια) έχει την ικανότητα να κρατάει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της χλωρίδας σε κάθε νησί σχεδόν σταθερά.

* Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Εργαστηρίου Βοτανικής του Πανεπιστημίου Πατρών και συγκεκριμένα των καθηγητών του Τομέα Βιολογίας Φυτών Δ. Τζανουδάκη, Γ. Ιατρού και του διδάκτορα Η. Πολέμη.