Για την Ελλάδα ανήκει στο πρόσφατο, αλλά μάλλον ξεχασμένο παρελθόν. Στον υπόλοιπο κόσμο όμως η ελονοσία πλήττει περισσότερους από 225 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο περίπου 800.000 – πολλοί εκ των οποίων παιδιά – πεθαίνουν εξαιτίας της, κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές του πλανήτη.
Η βασική «αιτία» της είναι τα κουνούπια, τα οποία μεταδίδουν μέσω του αίματος το παράσιτο που την προκαλεί, χωρίς τα ίδια να νοσούν. Ο ευνόητος τρόπος πρόληψής της είναι λοιπόν να αποφεύγει κάποιος τα τσιμπήματά τους – κάτι το οποίο ωστόσο δεν είναι καθόλου εύκολο στην πράξη. Οι περισσότερες στρατηγικές μέχρι σήμερα επικεντρώνονται στην απώθηση ή στην εξόντωση των εντόμων, με σήτες και κουνουπιέρες, εντομοαπωθητικά ή εντομοκτόνα. Τώρα μια ομάδα ερευνητών της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς προτείνει μια «βιολογική» προσέγγιση, η οποία μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική. Στόχος της να «εξολοθρεύσει» την ασθένεια στα ίδια τα κουνούπια, προτού αυτή μεταδοθεί στον άνθρωπο.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν στα έντερα των κουνουπιών του γένους Anopheles (του μόνου που είναι ξενιστής του παρασίτου της ελονοσίας) ένα βακτήριο το οποίο «σκοτώνει» το Plasmodium falicparum, το παράσιτο που προκαλεί την πιο σοβαρή και θανατηφόρο μορφή της ελονοσίας. Οπως περιγράφουν στη μελέτη τους, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Science», πρόκειται για ένα εντεροβακτήριο το οποίο υπάρχει με φυσικό τρόπο στα έντομα – όχι όμως σε όλα. Τώρα μελετούν διάφορες στρατηγικές προκειμένου να το «περάσουν» σε όσο το δυνατόν περισσότερα κουνούπια ώστε αυτά να πάψουν να αποτελούν «όχημα» μεταφοράς της ασθένειας.
Το κυνήγι του «μαγικού» βακτηρίου
Στη φωτογραφία μικροσκοπίου φαίνεται καθαρά πως η παρουσία του εντεροβακτηρίου ελαχιστοποιεί τον πληθυσμό των παρασίτων της ελονοσίας στο έντερο του εντόμου.
Τα κουνούπια «παίρνουν» το παράσιτο της ελονοσίας μέσω του αίματος, όταν τσιμπούν κάποιον ο οποίος είναι φορέας της νόσου. Αρχικά το παράσιτο αναπτύσσεται μέσα στα έντερα του εντόμου και στη συνέχεια «μεταναστεύει» στους σιελογόνους αδένες, για να μεταφερθεί σε άλλους ανθρώπους με το επόμενο τσίμπημα. «Είχαμε δείξει σε προηγούμενες μελέτες μας ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του κουνουπιού μπορεί να σκοτώσει το παράσιτο της ελονοσίας όταν αυτό βρίσκεται στα έντερά του» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Γιώργος Δημόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μοριακής Μικροβιολογίας και Ανοσοβιολογίας και στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Ελονοσία του Τζονς Χόπκινς, ο οποίος ήταν ο κύριος συγγραφέας της μελέτης. «Είχαμε επίσης δείξει ότι τα έντερα του κουνουπιού, όπως και των ανθρώπων, περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό βακτηρίων τα οποία ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό του σύστημα σκοτώνοντας το παράσιτο».
Οι ερευνητές αναρωτήθηκαν μήπως η εξόντωση του παρασίτου δεν ήταν αποκλειστικά και μόνον έργο του ανοσοποιητικού συστήματος των εντόμων, αλλά τα βακτήρια είχαν πιο ενεργό ρόλο σε αυτήν επιδρώντας άμεσα στο Plasmodium. «Σκεφτήκαμε να πάμε επί τόπου και να εξετάσουμε τι είδους βακτήρια υπήρχαν στα έντερα των κουνουπιών στις περιοχές που αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα ελονοσίας» λέει ο κ. Δημόπουλος. «Πήγαμε λοιπόν στη Νότια Ζάμπια, συλλέξαμε κουνούπια επί τόπου και απομονώσαμε διαφορετικά είδη βακτηρίων από τα έντερά τους. Τα φέραμε πίσω στο εργαστήριο και σχεδιάσαμε πειράματα για να δούμε πώς επηρεάζουν το παράσιτο της ελονοσίας».
Το μυστικό στις ελεύθερες ρίζες
Ενα από τα βακτήρια που απομονώθηκαν έδειξε εντυπωσιακές επιδόσεις, αφού είχε την ικανότητα να «μπλοκάρει» την ανάπτυξη του Plasmodium ή και να το σκοτώνει εντελώς όχι μόνο μέσα στα έντερα του κουνουπιού αλλά και στον δοκιμαστικό σωλήνα, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα του εντόμου δεν είχε καμία ανάμειξη. Οπως ανακάλυψαν οι ειδικοί στα επόμενα πειράματά τους, το συγκεκριμένο βακτήριο, το οποίο ανήκει σε ένα άγνωστο ως τώρα είδος που μοιάζει όμως πολύ με τα εντεροβακτήρια που συναντάμε στους ανθρώπους, παράγει υψηλά επίπεδα δραστικών ειδών οξυγόνου (γνωστά και ως ελεύθερες ρίζες) τα οποία έχουν την ικανότητα να καταστρέφουν διάφορα βιολογικά μόρια και κύτταρα.
Το είδος αυτό ωστόσο, όπως αποκαλύφθηκε, δεν είναι το μόνο αντιπαρασιτικό «όπλο» εντός των κουνουπιών. «Εντοπίσαμε και άλλα βακτήρια που μπορούν να μπλοκάρουν το παράσιτο, αλλά δεν τα έχουμε εξετάσει ακόμη« λέει ο κ. Δημόπουλος. «Σε αυτά θα επικεντρωθούν οι επόμενες μελέτες μας. Πιστεύουμε ότι ίσως υπάρχουν πολλοί μηχανισμοί μέσω των οποίων τα βακτήρια των εντέρων των κουνουπιών ενεργούν εναντίον του παρασίτου. Και είμαστε ενθουσιασμένοι με αυτή την ανακάλυψη επειδή πιστεύουμε ότι με αυτές τις γνώσεις θα μπορέσουμε ενδεχομένως να αναπτύξουμε μια στρατηγική βιολογικού ελέγχου με την οποία θα εμποδίσουμε με φυσικό τρόπο τα κουνούπια να μεταδίδουν την ελονοσία».
ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Το «παρασιτοκτόνο» βακτήριο των κουνουπιών ανήκει στα εντεροβακτήρια, μια μεγάλη οικογένεια της οποίας κάποια είδη κατοικούν στα έντερα των ανθρώπων. Οι ειδικοί δεν γνωρίζουν ωστόσο αν το συγκεκριμένο είδος περιλαμβάνεται στη χλωρίδα του ανθρώπινου εντέρου. Θα μπορούσε να εισαχθεί σε αυτήν ώστε να αποτελέσει έναν τρόπο θεραπείας για τη «δύσκολη» ασθένεια της ελονοσίας; «Δεν νομίζουμε ότι το συγκεκριμένο βακτήριο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για θεραπεία στους ανθρώπους γιατί τα υψηλά επίπεδα δραστικών ειδών οξυγόνου που παράγει είναι πολύ τοξικά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη κάποιου φαρμάκου» απαντά ο κ. Δημόπουλος. «Ωστόσο πιστεύουμε ότι κάποια άλλα από τα βακτήρια που έχουμε εντοπίσει ενεργούν με διαφορετικό τρόπο και θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη θεραπειών».
Ο τομέας της πρόληψης είναι ωστόσο ακόμη πιο σημαντικός, ιδιαίτερα αν λάβει κάποιος υπόψη ότι οι χώρες που πλήττονται από την ελονοσία δεν έχουν την πολυτέλεια να πληρώνουν φάρμακα και θεραπείες. Το συγκεκριμένο είδος βακτηρίου, το οποίο εντοπίστηκε περίπου στο 25% των κουνουπιών, φαίνεται πολλά υποσχόμενο. Οι ερευνητές συνεχίζουν παρ’ όλα αυτά την εξερεύνηση.
«Πρέπει να καταστήσουμε το βακτήριο αυτό καλύτερο στον εποικισμό του εντέρου ή να ανακαλύψουμε άλλα βακτήρια που προσφέρονται περισσότερο για κάτι τέτοιο και στη συνέχεια να αναπτύξουμε μεθόδους ώστε να εκθέσουμε τα κουνούπια σε αυτά» εξηγεί ο κ. Δημόπουλος. Ενας τρόπος είναι μέσω της τροφής – ένα τεχνητό νέκταρ για παράδειγμα που θα περιέχει τα βακτήρια και θα ψεκάζονται με αυτό τα φυτά ή θα τοποθετείται σε «παγίδες. Ολα όμως είναι ακόμη υπό εξέταση. «Θα χρειαστούμε αρκετά χρόνια ώσπου να αναπτύξουμε μια αποτελεσματική στρατηγική βιολογικού ελέγχου» λέει ο ερευνητής. Οι βάσεις όμως φαίνεται ότι έχουν τεθεί, και μάλιστα με ευοίωνες προοπτικές.