Από τη ρινίτιδα ως το άσθμα και από την κνίδωση ως την αναφυλαξία, οι παιδικές αλλεργίες ταλαιπωρούν παιδιά και γονείς. Πολύ περισσότερο δε, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να είναι και απειλητικές για τη ζωή. Ευτυχώς όμως η παιδική αλλεργιολογία έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια, όπως φάνηκε στην ημερίδα «Το αλλεργικό παιδί στην κλινική πράξη» που διοργανώθηκε πρόσφατα από τη Μονάδα Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου «Αγλαΐα Κυριακού» με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Αλλεργιολογίας κ. Ν. Παπαδόπουλο.Η ημερίδα ήταν στην ουσία ένα μετεκπαιδευτικό σεμινάριο κατά τη διάρκεια του οποίου οι αλλεργιολόγοι μοιράστηκαν τις τελευταίες εξελίξεις του πεδίου τους με τους συναδέλφους τους παιδιάτρους προκειμένου οι δεύτεροι να τις εντάξουν στην κλινική καθημερινότητά τους. Το «ΒΗΜΑSCΙΕΝCΕ» παρακολούθησε την ημερίδα, η οποία έλαβε χώρα στο Αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου, και σας μεταφέρει ορισμένα από τα συμπεράσματα που καλό θα ήταν να έχουμε υπόψη μας και οι γονείς.
Με τον όρο «αλλεργία» οι γιατροί περιγράφουν την έντονη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος ενός ατόμου σε κάποιον περιβαλλοντικό παράγοντα. Ο παράγοντας αυτός, ο οποίος δεν προκαλεί κανενός είδους αντίδραση στην πλειονότητα του πληθυσμού, ονομάζεται αλλεργιογόνο και μπορεί να είναι φάρμακο, τρόφιμο, γύρη, υλικό, κεντρί εντόμου… Οσο για την ανοσολογική αντίδραση, αυτή είναι συνήθως άμεση (αρχίζει πολύ γρήγορα από τη στιγμή της συνάντησης του οργανισμού με το αλλεργιογόνο) και μπορεί να ποικίλλει στην ένταση των συμπτωμάτων αλλά και στον αριθμό των συστημάτων που επηρεάζει (δέρμα, γαστρεντερικό, αναπνευστικό κτλ.). Για να συμβεί δε, απαιτείται η κινητοποίηση συγκεκριμένων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος ή/και η συμμετοχή αντισωμάτων ειδικού τύπου.
Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στην εικόνα ότι τα μικρά παιδιά πίνουν ή πρέπει να πίνουν γάλα που η ιδέα της παιδικής αλλεργίας στο γάλα ακούγεται σαν οξύμωρο σχήμα. Και όμως, υπάρχει ένα ποσοστό παιδιών που κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους θα εμφανίσουν αλλεργία σε αυτή την τροφή. Πρόκειται μάλιστα για τη συχνότερη τροφική αλλεργία στα παιδιά και, όπως σημείωσε κατά τη διάρκεια της ημερίδας η κυρία Σταυρούλα Γιαβή, επιμελήτρια β΄ στη Μονάδα Αλλεργιολογίας Β΄ ΠΠΚ, τα ποσοστά εμφάνισής της βαίνουν αυξανόμενα.
Οταν οι γιατροί λένε αλλεργία στο γάλα αναφέρονται στην αλλεργία στο γάλα αγελάδος και ειδικότερα σε εκείνη που αναπτύσσεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του παιδιού αντιδρά σε συγκεκριμένες πρωτεΐνες που περιέχονται στο γάλα (καζεΐνες και πρωτεΐνες του ορού του γάλακτος). Ανάλογα με το είδος των στοιχείων του ανοσοποιητικού συστήματος που εμπλέκονται στην αλλεργία, οι κλινικές εκδηλώσεις της μπορούν να είναι άμεσες (να αρχίζουν, δηλαδή, αμέσως μετά τη χορήγηση της τροφής) ή επιβραδυνόμενου τύπου. Ετσι, τα συμπτώματα της αλλεργίας στο γάλα μπορούν να είναι κνίδωση ή ερυθρότητα του δέρματος, εμετός ή διάρροια ή ρινίτιδα ή άσθμα αμέσως μετά τη λήψη αυτής της τροφής ή μπορούν να είναι επίμονες αντιδράσεις, όπως έξαρση της ατοπικής δερματίτιδας, χρόνια δυσκοιλιότητα, εντερικοί κολικοί ή αίμα στα κόπρανα.
Εφόσον ένα παιδί διαγνωστεί με τροφική αλλεργία στο γάλα, ο παιδίατρός του, σε συνεργασία με τον παιδοαλλεργιολόγο, θα πρέπει να αποφασίσει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Οταν πρόκειται για βρέφος συνήθως συστήνεται αλλαγή γάλακτος. Καθώς η αλλεργία στο γάλα σχετίζεται με τις πρωτεΐνες του, η υδρόλυση (ο κατακερματισμός) των πρωτεϊνών του γάλακτος μπορεί να μειώσει την ικανότητά του να προκαλεί αλλεργική αντίδραση. Πράγματι έχει διαπιστωθεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η υδρόλυση του γάλακτος (όσο, δηλαδή, μικρότερα τα κομματάκια στα οποία διασπώνται οι πρωτεΐνες του) τόσο μειωμένη είναι η πιθανότητα να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση. Στην αγορά κυκλοφορούν ειδικά γάλατα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών με αλλεργία στο γάλα (γάλα μερικής ή υψηλής υδρόλυσης, καθώς και στοιχειακό γάλα).
Αξίζει να σημειωθεί ότι αλλεργία στο γάλα δεν εμφανίζουν μόνο τα βρέφη που πίνουν ξένο γάλα αλλά και εκείνα που θηλάζουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μισά περίπου από τα βρέφη που εμφανίζουν αίμα στα κόπρανα, και αποδεικνύεται πως αυτό είναι σύμπτωμα αλλεργίας στο γάλα, είναι βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά. Οπως εξήγησε η κυρία Γιαβή, στην περίπτωση αυτή η αλλεργία αναπτύσσεται και πάλι έναντι των πρωτεΐνών του γάλακτος αγελάδος, καθώς οι πρωτεΐνες αυτές περνούν αυτούσιες στο μητρικό γάλα από τη διατροφή της μητέρας. Σε μια τέτοια περίπτωση η μητέρα ενθαρρύνεται να συνεχίσει τον θηλασμό, αλλά καλείται, με τη βοήθεια διατροφολόγου, να βγάλει από τη διατροφή της τα γαλακτοκομικά.
Είναι ευτύχημα ότι πολλά παιδιά ξεπερνούν την αλλεργία τους στο γάλα μεγαλώνοντας. Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα; Εκείνα, δηλαδή, που συνεχίζουν να εμφανίζουν αλλεργία στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα μετά την ηλικία των 5 ετών; Τόσο η διεθνής εμπειρία όσο και η εμπειρία της ομάδας αλλεργιολογίας της Β΄ ΠΠΚ του Πανεπιστημίου Αθηνών έχουν δείξει ότι η εφαρμογή ενός ειδικού πρωτοκόλλου απευαισθητοποίησης μπορεί να είναι η καλύτερη λύση. Στόχος της εφαρμογής του πρωτοκόλλου είναι να προστατεύσει τα παιδιά από τις βαριές αλλεργικές αντιδράσεις έπειτα από τυχαία έκθεση σε πρωτεΐνες γάλακτος. Στην πράξη το πρωτόκολλο συνίσταται στην ελεγχόμενη χορήγηση ολοένα αυξανόμενων δόσεων γάλακτος ώστε να επέλθει τροποποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και να πάψει να υπεραντιδρά στις πρωτεΐνες του γάλακτος. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι λεπτομέρειες του πρωτοκόλλου μεταβάλλονται με βάση τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού.
Περιττό βεβαίως να πούμε ότι το πρωτόκολλο αυτό εφαρμόζεται μόνο σε ειδικές αλλεργιολογικές μονάδες νοσοκομείων και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιχειρείται στο σπίτι! Η αλλεργία στο γάλα εμπίπτει στην κατηγορία των τροφικών αλλεργιών, των αλλεργιών δηλαδή οι οποίες αναπτύσσονται εναντίον τροφών και ειδικότερα εναντίον συγκεκριμένων συστατικών των τροφών, συνήθως πρωτεϊνών. Εκτός από το γάλα, τροφικές αλλεργίες αναπτύσσονται στο αβγό, στο ψάρι, στα σιτηρά, στο αράπικο φιστίκι, στα όσπρια, στους ξηρούς καρπούς.
Ορισμένες από τις αλλεργίες αυτές θεωρούνται ισόβιες, ενώ άλλες παρέρχονται με την ηλικία. Ανάλογα με τον ασθενή και το είδος της αλλεργίας, οι παιδοαλλεργιολόγοι είναι οι μόνοι που μπορούν να υποδείξουν την κατάλληλη στρατηγική για την επίτευξη ύφεσης της αλλεργικής αντίδρασης.
Ολοι γνωρίζουμε ότι κάθε φορά που παίρνουμε κάποιο φάρμακο διατρέχουμε έναν μικρό σχετικά κίνδυνο να υποστούμε κάποια παρενέργεια, μια μη επιθυμητή και δυνητικά επιβλαβή αντίδραση του οργανισμού στο φάρμακο.
Η φαρμακευτική αλλεργία είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία ανεπιθύμητων αντιδράσεων στα φάρμακα, ξεφεύγει δηλαδή από τις συνήθεις αναμενόμενες παρενέργειες. Αυτό συμβαίνει επειδή για την ανάπτυξή της απαιτείται η συμμετοχή του ανοσοποιητικού συστήματος.
Οπως και με άλλες ουσίες ή τροφές, η χορήγηση ενός φαρμάκου μπορεί να οδηγήσει σε ένα είδος ανοσολογικής αντίδρασης, η οποία ονομάζεται αναφυλαξία. Με τον όρο αυτόν οι γιατροί περιγράφουν μια οξεία και γρήγορα εξελισσόμενη αλλεργική αντίδραση της οποίας τα συμπτώματα εμφανίζονται σε πολλά όργανα ή συστήματα του οργανισμού. Η αναφυλαξία είναι απειλητική για τη ζωή και η φαρμακευτική αναφυλαξία αποτελεί τη σοβαρότερη μορφή της.
Οπως σημείωσε κατά τη διάρκεια της ημερίδας ο κ. Εμμανουήλ Μανουσάκης, επιμελητής Α΄ στη Μονάδα Αλλεργιολογίας Β΄ ΠΠΚ, «οι σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις από φάρμακα είναι σπάνιες στα παιδιά. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αντιδράσεις φαρμακευτικής αναφυλαξίας συμβαίνουν περιεγχειρητικά και οφείλονται συνήθως στα μυοχαλαρωτικά, στα αντιβιοτικά και στο φυσικό λάστιχο (latex) ».
Μπορεί η φαρμακευτική αναφυλαξία να είναι σπάνια στα παιδιά αλλά η σοβαρότητά της απαιτεί προσοχή τόσο από τους παιδιάτρους όσο και από τους γονείς. Οι περισσότερες μητέρες θα έχουν ακούσει τον παιδίατρό τους να ρωτά αν το παιδί έχει κατά το παρελθόν εμφανίσει οποιουδήποτε είδους αντίδραση σε αντιβιοτικό προτού το συνταγογραφήσει εκ νέου. Το ερώτημα αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία! Σύμφωνα με τον κ. Μανουσάκη, «η ευαισθητοποίηση σε κάποιο φάρμακο επιτελείται αργά, σταδιακά, “σιωπηλά”,χωρίς εμφανή σημάδια. Προϋποθέτει τη χορήγηση συχνών και διακοπτόμενων σχημάτων και ευνοείται από υποκείμενες καταστάσεις και εξωγενείς παράγοντες όπως οι ιογενείς λοιμώξεις και τα συγχορηγούμενα φάρμακα».
Η πρακτική σημασία των παραπάνω είναι η εξής: το γεγονός ότι ένα παιδί (ή ένας ενήλικος) έχει λάβει στο παρελθόν ένα αντιβιοτικό χωρίς να εμφανίσει συμπτώματα αλλεργίας δεν είναι εγγύηση ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει με την επόμενη χορήγησή του (εξάλλου προηγούμενη χορήγηση και ως εκ τούτου «γνωριμία» του φαρμάκου με το ανοσοποιητικό σύστημα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση αλλεργικής αντίδρασης). Είναι αυτονόητο ότι προηγούμενη αλλεργική αντίδραση στο φάρμακο πρέπει απαραιτήτως να αναφέρεται στον γιατρό ώστε να αποφεύγεται επόμενη συνταγογράφηση τόσο του ιδίου όσο και άλλων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Προφανώς η εμφάνιση έντονων αλλεργικών αντιδράσεων μετά τη λήψη φαρμάκου θα πρέπει να μας οδηγήσει ταχύτατα στον γιατρό. Ωστόσο, όπως τόνισε ο κ. Μανουσάκης, η συχνότητα εμφάνισης των αλλεργικών αντιδράσεων στα αντιβιοτικά είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αύξηση της χορήγησής τους στον πληθυσμό. Για τον λόγο αυτόν το καλύτερο μέσο προστασίας για να μην αναγκαστούμε να φτάσουμε εσπευσμένα στο κατώφλι του γιατρού είναι να αποφεύγουμε την άσκοπη λήψη αντιβιοτικών και σίγουρα να μην την αποφασίζουμε μόνοι μας!
Οι μητέρες είναι συνηθισμένες με την εικόνα των κόκκινων παιδικών ματιών. Πρόκειται άραγε για αλλεργική αντίδραση ή για μόλυνση. Αν και η διάγνωση είναι αποκλειστικά εργασία του γιατρού, καλό είναι οι μητέρες να γνωρίζουν ότι «αν δεν υπάρχει κνησμός, τότε πιθανότατα δεν πρόκειται για αλλεργική επιπεφυκίτιδα», όπως σημείωσε κατά τη διάρκεια της ημερίδας ο δρ Αναστάσιος Κανελλόπουλος, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και διευθυντής του Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου Laservision στην Αθήνα.
Οταν λοιπόν η επιπεφυκίτιδα συνοδεύεται από κνησμό, όταν δηλαδή το παιδί τείνει να τρίβει συνεχώς τα μάτια του, ο δρ Κανελλόπουλος συστήνει την αποφυγή οποιουδήποτε φαρμάκου: «Κρύες κομπρέσες και υπομονή!» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Εκτός από την αλλεργική επιπεφυκίτιδα, μια σειρά άλλου είδους αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν στα παιδιά, όπως η ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα, η εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα και η γιγαντιαία θηλώδης επιπεφυκίτιδα. Προφανώς μόνο ο οφθαλμίατρος είναι σε θέση να διαγνώσει το είδος της νόσου και να συστήσει την κατάλληλη θεραπεία. Αξίζει όμως να παραθέσουμε ορισμένες από τις συμβουλές του δρα Κανελλόπουλου που πρέπει να γνωρίσουν οι γονείς.
* Παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα επιπεφυκίτιδας είναι: ο καπνός, αλλεργιογόνα του περιβάλλοντος, υλικά από γυψοσανίδα σε περιοχές του σπιτιού ή του σχολείου όπου γίνονται επισκευές, έκθεση σε μονωτικά υλικά, όπως ο υαλοβάμβακας, αλλά και καλλυντικά που χρησιμοποιεί κάποιος από τους ενηλίκους.
* Η βακτηριακή επιπεφυκίτιδα αντιμετωπίζεται με φάρμακα όπως η τομπραμυκίνη ή η γενταμυκίνη. Ωστόσο έχει διαπιστωθεί ότι πολλές διαγνώσεις βακτηριδιακών επιπεφυκίτιδων αφορούν τελικά άτομα που πάσχουν από ιογενείς μορφές στις οποίες τα εν λόγω φάρμακα δεν έχουν καμία χρήση.
* Σε καμία περίπτωση η χρήση τομπραμυκίνης δεν πρέπει να ξεπερνά τη μία εβδομάδα.
* Η ιϊκή επιπεφυκίτιδα είναι σπάνια στα παιδιά, τα οποία ωστόσο τη μεταφέρουν στους γονείς. Συνήθως αρχίζει από το ένα μάτι και στη συνέχεια περνά στο επόμενο με μειωμένη την ένταση των συμπτωμάτων. Δεν υπάρχει θεραπεία της ιογενούς επιπεφυκίτιδας και το βάρος θα πρέπει να δίνεται στην πρόληψη καθώς έχει διαπιστωθεί ότι οι αδενοϊοί που την προκαλούν επιβιώνουν στις επιφάνειες του σπιτιού για περισσότερες από 24 ώρες.
soufleri@tovima.gr
Τι πρέπει να προσέξει η μητέρα όταν το παιδί εμφανίσει αλλεργία στο γάλα:
Ι. Για τις άμεσου τύπου αντιδράσεις1. Να επικοινωνήσει άμεσα με τον θεράποντα ιατρό του παιδιού ή να επισκεφθεί τμήμα επειγόντων περιστατικών αν παρατηρήσει συμπτώματα όπως εξάνθημα, ειδικά σε συνδυασμό με βήχα ή εμετό, έντονη υποτονία, διάρροιες, βραχνό κλάμα, αν αυτά σχετίζονται χρονικά με τη λήψη γάλακτος (μέσα στο πρώτο δίωρο από τη λήψη γεύματος).
2. Να μην επιχειρήσει να του δώσει ξανά γάλα αν δεν συμβουλευτεί πρώτα τον παιδίατρο του παιδιού.
3. Εφόσον ένα παιδί είναι αλλεργικό στο γάλα, να έχει πάντα μαζί της γραπτό πλάνο αντιμετώπισης πιθανής αντίδρασης.
4. Αν ένα παιδί είναι αλλεργικό στο γάλα αγελάδος να διαβάζει προσεκτικά τις ετικέτες των προϊόντων για την παρουσία γάλακτος. Να μην επιχειρήσει να δώσει στο παιδί μόνη της στο σπίτι γάλα ή προϊόν που μπορεί να περιέχει γάλα, χωρίς τη συμβουλή του παιδιάτρου ή του αλλεργιολόγου.
ΙΙ. Για τις επιβραδυνόμενου τύπου αντιδράσεις1. Οταν η μητέρα διαπιστώσει ότι το βρέφος ταλαιπωρείται από παρατεταμένους έντονους κολικούς, διάρροιες, ευερεθιστότητα, άρνηση για φαγητό, εμετούς ή δεν παίρνει το αναμενόμενο βάρος να επικοινωνήσει με παιδίατρο.
2. Αίμα στα κόπρανα πρέπει να διερευνηθεί άμεσα. 3. Γενικά θα πρέπει οι γονείς να μην αλλάζουν μόνοι τους γάλατα χωρίς τη συμβουλή των παιδιάτρων και κυρίως τα ειδικά γάλατα χωρίς ιατρική συμβουλή.
Απαιτεί άμεση και ενδεδειγμένη θεραπεία,καθώς και διαρκή επαγρύπνηση.
Η αναφυλαξία είναι μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση με ταχεία έναρξη και δυνητικά θανατηφόρος.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση της αναφυλαξίας τόσο στα παιδιά όσο και στους ενηλίκους.
Η αναγνώρισή της είναι βασική για την πρόληψη επόμενων επεισοδίων.
Ανεξάρτητα από το αίτιο που την προκάλεσε (φάρμακο,τρόφιμο,τσίμπημα εντόμου κτλ.),η ενδεδειγμένη θεραπεία για την αναφυλαξία είναι η χορήγηση αδρεναλίνης.
Οι στατιστικές δείχνουν ότι μόνο ένας ασθενής στους πέντε λαμβάνει αδρεναλίνη ως θεραπεία αναφυλαξίας.
Μεταξύ ασθενών με σοβαρή αναφυλαξία μόνο πέντε στους 17 διέθεταν αυτοενιέμενη αδρεναλίνη και μόνο τρεις από αυτούς τη χρησιμοποίησαν.
Αλλα φάρμακα,όπως τα αντι-ισταμινικά,τα κορτικοστεροειδή,εισπνεόμενα β-αδρενεργικά και αντιχολινεργικά,έχουν μόνο βοηθητικό ρόλο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ