Πόσο μεγάλη είναι μια χώρα; Οσα τετραγωνικά χιλιόμετρα λένε τα υπομνήματα δίπλα στους χάρτες της; Ετσι πίστευα κι εγώ, ώσπου κάποιος μου παρατήρησε ότι αν λάβουμε υπόψη και όσα βουνά τυχαίνει να βρίσκονται στο έδαφος της χώρας η έκτασή της αλλάζει. Σήμερα σκέπτομαι ότι πρέπει να προσθέσουμε στα προηγούμενα και ένα μέρος από το χρήσιμο υπέδαφος που μπορεί να διαθέτει ο τόπος. Για να εκτιμηθεί λοιπόν με περισσότερη ακρίβεια η σημερινή «αξία» της χώρας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς πρέπει να απαντηθούν δύο ερωτήματα: Ποιες πρώτες ύλες διαθέτει; και πόσο είναι αυτές εκμεταλλεύσιμες; «Σε σχέση με το μέγεθος της χώρας είμαστε μια από τις πρώτες χώρες σε αποθέματα και εκμετάλλευση σημαντικών βιομηχανικών ορυκτών», με διαβεβαιώνει ο καθηγητής Βιομηχανικών Ορυκτών, πρόεδρος στο Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μιχάλης Σταματάκης, ο οποίος έχει περπατήσει κυριολεκτικά εκατοστό προς εκατοστό την Ελλάδα, αλλά και αρκετές χώρες της Ευρώπης και τον Καναδά και κάτι παραπάνω θα ξέρει για να μιλάει έτσι αναλαμβάνοντας να μας ξεναγήσει στο υπέδαφος της χώρας μας. Τρεις μεγάλες οικογένειες ορυκτών
Τις ορυκτές πρώτες ύλες, σύμφωνα με τα βιβλία της Γεωλογίας, τις διακρίνουμε σε: α) μεταλλικά ορυκτά, και μπορεί να πρόκειται για ορυκτά των μολύβδου, ψευδαργύρου, σιδήρου, χαλκού, χρυσού κτλ., β) ενεργειακές πρώτες ύλες, όπως είναι ο λιθάνθρακας, ο λιγνίτης, το φυσικό αέριο, τα πετρέλαια και γ) βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα, τα οποία είναι αρκετές δεκάδες. Ποια είναι όμως η διαφορά ανάμεσα στα μεταλλικά και στα βιομηχανικά ορυκτά; Για την απάντηση πρέπει να ανατρέξουμε στην εξόρυξή τους. Στα μεταλλικά το τελικό προϊόν έχει πάντοτε τις ίδιες ιδιότητες ανεξάρτητα από την προέλευσή του, ενώ για ένα μεγάλο αριθμό βιομηχανικών ορυκτών η αξία τους εξαρτάται άμεσα από τις φυσικές ιδιότητές τους που διαφέρουν όμως ανάλογα με τον τόπο παραγωγής. Επειδή όμως τα βιομηχανικά ορυκτά έχουν στην πλειονότητά τους σήμερα μικρότερη αξία ανά τόνο από τα μεταλλικά ορυκτά, μπορούν γι΄ αυτά να εφαρμοστούν μέθοδοι εξόρυξης με χαμηλό κόστος, άρα είναι οι περισσότερες επιφανειακές και εκεί που η εκμετάλλευσή τους πρέπει να γίνει με υπόγειες μεθόδους εφαρμόζονται οι λιγότερο δαπανηρές. Βέβαια μπαίνει πλέον, ιδιαίτερα στις επιφανειακές εξορύξεις, και ο παράγοντας περιβάλλον, που κάποτε δεν θεωρούσαν ότι υπάρχει καν, ενώ ταυτόχρονα για τον ίδιο περίπου λόγο, δηλαδή για δόμηση κτιρίων με οικολογικά ορθό τρόπο, κάποια υλικά ξαφνικά απόκτησαν αρκετά μεγαλύτερη αξία και αυτό δεν θα πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτο από εμάς. Ας ξεκινήσουμε όμως να δούμε μερικά από τα υλικά που θεωρούνται από τα πιο ενδιαφέροντα του τόπου αυτού.

ΜΠΕΤΟΝΙΤΗΣ
Χίλιες και μία χρήσεις
Είναι άργιλος που αποτελείται κυρίως από ορυκτά της ομάδας του σμηκτίτη, δηλαδή αυτού που οι παλαιότεροι ονόμαζαν σαπουνόχωμα διότι με τη βοήθεια του πηλώδους αυτού υλικού μπορούσαν να καθαρίσουν τους λεκέδες στα υφάσματα (από το σμήγμα=λίπος). Ετσι, οι περισσότεροι μπεντονίτες έχουν μια χαρακτηριστική μαλακή υφή και θυμίζουν σαπούνι. Επειδή ο νατριούχος μπεντονίτης έχει καλύτερη συμπεριφορά σε περιβαλλοντικές εφαρμογές σε σχέση με τον ασβεστούχο, στη Μήλο το υλικό, αφού περάσει από σπαστήρες επειδή είναι ασβεστούχος, αναμειγνύεται με σόδα. Απλώνεται σε επίπεδες επιφάνειες και το νάτριο αντικαθιστά το ασβέστιο. Αυτό βοηθάει όταν μετά για παράδειγμα χρησιμοποιηθεί για την καθαριότητα των στάβλων. Η αμμωνία από τα ούρα των ζώων τότε αντικαθιστά το νάτριο και δεσμεύεται μαζί της η έντονη δυσάρεστη μυρωδιά, ενώ τελικά η αμμωνία μετατρέπεται σε άζωτο. Ο μπεντονίτης, εκτός αυτού, είναι γνωστός σαν «το υλικό με τις χίλιες χρήσεις». Από λιπαντικό, σε ανάμειξη με νερό, για το τρυπάνι της γεώτρησης και σαν άμμος χυτηρίων μέχρι υλικό για να παίρνει κατάλληλη σφαιρική φόρμα το σιδηρομετάλλευμα, για φιλτράρισμα σε κρασί και σε λάδι, για συστατικό καλλυντικών, για ζωοτροφές, για πυροπροστασία. Στην Ελλάδα πολύ σημαντικά κοιτάσματα βρίσκονται κυρίως στη Μήλο, αλλά και στην Κίμωλο, όπου ο μπεντονίτης έχει υπέρλευκο χρώμα και ελληνικές εταιρείες εξάγουν εκατοντάδες χιλιάδες τόνους.

ΠΕΡΛΙΤΗΣ
Οικολογικός «χρυσός»

Λιγνιτωρυχείο στο Κλειδί Φλώρινας. Εδώ έχουμε καλής ποιότητας λιγνίτη, αλλά ακριβώς από επάνω υπάρχουν και αργιλώδη υπερκείμενα στρώματα που μπορούν να αξιοποιηθούν βιομηχανικά, δηλαδή προσφέρεται διπλή δυνατότητα εκμετάλλευσης

Είμαστε μια από τις πρώτες χώρες στην παραγωγή αυτού του υλικού που αποδείχθηκε φιλικό προς το περιβάλλον και προσφιλές σε όσους θέλουν να οικοδομούν οικολογικά. Είναι ένα υαλώδες ηφαιστειακό πέτρωμα από οξείδιο του πυριτίου και αργιλίου και με εγκλωβισμένο λίγο κρυσταλλικό νερό σε αναλογία κάπου 2%-6%, ενώ η εμφάνισή του στο μικροσκόπιο σε κάνει να νομίζεις πως το αποτελούν αναρίθμητες σφαιρικές χάντρες, δηλαδή πέρλες, παίρνοντας από εκεί το όνομά του. Θερμαίνεται απότομα σε κατάλληλους φούρνους, ώστε το νερό στο εσωτερικό του γίνεται ατμός και διογκώνει το υλικό. Εκτός από τις χρήσεις του στη γεωργία και στην κηπουρική και σαν φίλτρο, ο περλίτης είναι πλέον πολύ προσφιλής στην οικολογική δόμηση, αφού δίνει σε ανάμειξη με τσιμέντο και νερό ένα πολύ πιο ελαφρύ υλικό για στρώσιμο δαπέδων και οροφών με θερμομονωτικές και ηχομονωτικές ιδιότητες. Αρα η χώρα μας που διαθέτει μεγάλα κοιτάσματα στη Μήλο, στην Κίμωλο και στο Γυαλί (νησίδα κοντά στη Νίσυρο) μπορεί να αισιοδοξεί για μια αυξανόμενη κατανάλωση διεθνώς στο εγγύς μέλλον, και μάλιστα σε καλές τιμές.

ΓΥΨΟΣ
Καλλιτεχνίες και τσιμέντο
Το 1700 οι τοίχοι των ξύλινων σπιτιών στο Παρίσι καλύφθηκαν με γύψο για την προστασία τους απέναντι στις πυρκαγιές. Ο προνοητικός γάλλος μονάρχης, μετά την πυρκαγιά του 1666 στο Λονδίνο, είχε δώσει αυτή τη διαταγή και από τότε έχουμε τον Γύψο του Παρισιού, που όμως βρίσκεται και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Σοβάδες γύψου χρησιμοποιούνται σε ευρεία έκταση στην Ισπανία και στη Γερμανία. Ο γύψος είναι ένα ορυκτό που σχηματίζει κοιτάσματα ως ίζημα που αποτίθεται έπειτα από εξάτμιση του νερού σε θαλάσσιες κυρίως λεκάνες του μακρινού γεωλογικού χρόνου. Η Ελλάδα διαθέτει άφθονα αποθέματα κυρίως στα δυτικά της χώρας, σε μια λωρίδα που αρχίζει στις Φιλιάτες, διατρέχει τις γεωγραφικές περιοχές Αμφιλοχία, Αιτωλικό, Ζάκυνθο, Κυλλήνη και μετά έρχονται η Δυτική Κρήτη και Σητεία. Ελληνικές και ξένες εταιρείες δραστηριοποιούνται στην κατασκευή γυψοσανίδων αλλά και γύψου καλλιτεχνίας, που «ψήνεται» πρώτα στους 120 βαθμούς Κελσίου, χάνει τα τρία τέταρτα του νερού από τα μόριά του και είναι έτοιμος να προσροφήσει νερό απ΄ έξω, αλλά χρειάζεται να περάσουν μέχρι και 40 λεπτά για να πήξει δίνοντας την ευκαιρία στον καλλιτέχνη να ολοκληρώσει την ιδέα του. Επίσης χρησιμοποιείται γύψος για να επιβραδύνεται η πήξη του τσιμέντου διότι όταν ανακατευτεί με αυτό στη διάρκεια της μεταφοράς του δίνει αργά και σταθερά τα νερά του στο τσιμέντο, ενώ στη γεωργία χρησιμοποιείται για την αφαλάτωση αλατούχων εδαφών! ΥΔΡΟΜΑΓΝΗΣΙΤΗΣ – ΧΟΥΝΤΙΤΗΣ
Επιβραδύνουν τη φωτιά
Είναι ιζηματογενείς αποθέσεις ορυκτών του μαγνησίου, που βρίσκονται στην περιοχή της Κοζάνης, σε πάχος έως 5 μέτρων. Η λευκότητά τους δημιουργεί ένα μάλλον εξωγήινο τοπίο από ολόλευκες «κηλίδες» μέσα σε κιτρινωπές- πρασινωπές αργίλους. Το φυσικό αυτό μείγμα ορυκτών που είναι πολύ λεπτόκοκκο, σαν ζάχαρη άχνη, είναι από τις πλέον φιλικές στο περιβάλλον πρώτες ύλες και μπαίνει ως πρόσθετο στο υλικό κατασκευής των καλωδίων και των πλαστικών για επιβράδυνση της φωτιάς σε περίπτωση ανάφλεξης. Αποτελούν «πράσινα» ορυκτά, διότι δεν δημιουργούν τοξικές αντιδράσεις και δοκιμάστηκαν με σχετική επιτυχία ως επιβραδυντικά των δασικών πυρκαγιών. Οπως αναφέρεται σε σχετική διδακτορική διατριβή: « Επειδή τα όξινα παράγωγα των θερμικών διασπάσεων των αμμωνιακών αλάτων προξενούν περιβαλλοντικά προβλήματα, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το σχετικά χαμηλό κόστος της φυσικής εξόρυξης υδρομαγνησίτη- χουντίτη από τα ελληνικά ορυχεία ενισχύει σε σημαντικό βαθμό το ενδεχόμενο της εμπορικής τους χρησιμοποίησης ως επιβραδυντικών» (www. dart-europe. eu/full. php? id=256542)

ΚΑΟΛΙΝΗΣ
Πορσελάνη και χαρτί
Είναι μια ειδική ποιότητα αργίλων που η πιο γνωστή τους χρήση ήταν για την παραγωγή πρώτης ύλης για την πορσελάνη (china clay). Δεν είναι ωστόσο και τόσο γνωστό ότι το 70% της παραγωγής υψηλών προδιαγραφών καολίνη απορροφάται για την επικάλυψη χαρτιού, αλλά και ως (συμ)πληρωτικό της χαρτόμαζας. Η παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωσή του παρουσιάζει συνεχή αύξηση και παράλληλα παρατηρείται ότι ανεβαίνει και η τιμή του. Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια μικρά κοιτάσματα στη Μήλο, αλλά λόγω των προσμείξεων που περιέχουν χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο στην παραγωγή λευκού τσιμέντου.

ΔΙΑΤΟΜΙΤΗΣ
Χρώματα και απόβλητα
Είναι ένα ανοικτόχρωμο, ελαφρό, εύθρυπτο «πέτρωμα», που όπως αναφέρει η βιβλιογραφία: «αποτελείται από τα πυριτικά κελύφη μικροσκοπικών υδρόβιων φυτών, που καλούνται διάτομα. Κάθε διάτομο αποτελείται από μικρή ποσότητα πρωτοπλάσματος κλεισμένη μέσα σε κέλυφος από άμορφο πυρίτιο. Το κέλυφος αυτό διαιρείται σε δύο ίσα τμήματα και αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία πλανγκτονικών οργανισμών που συγκεντρώνουν πυρίτιο από το νερό. Επιπλέουν στο νερό, αλλά όταν το διάτομο πεθαίνει το αδιάλυτο πυριτικό κέλυφος καθιζάνει στον πυθμένα. Ετσι μπορούν να συσσωρεύονται κατά δισεκατομμύρια. Ενα κυβικό εκατοστό διατομίτη μπορεί να περιέχει πάνω από 40.000.000 κελύφη». Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο παίρνουμε εκπληκτικές εικόνες σχετικά με τη μικροδομή τους και αυτή η ποικιλία στο σχήμα είχε για τον παρατηρητικό άνθρωπο και βιολογική και οικονομική αξία, αφού παρουσιάζουν μεγάλη εξωτερική επιφάνεια και χαλαρή σύνδεση συνιστώντας ένα εξαιρετικά πορώδες υλικό ικανό να προσροφά λάδια άρα να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή ειδικών χρωμάτων όπου τα γωνιώδη κομμάτια διατόμων εξέχουν από τη μεμβράνη της μπογιάς διαχέοντας το φως που πέφτει στη χρωματισμένη επιφάνεια δίνοντας την αίσθηση του επιπέδου, να απορροφά ουσίες από τις ακαθαρσίες των ζώων, να γίνεται συστατικό του χαρτιού(!).

Τους διατομίτες αφού τους λειοτριβήσουν τους χρησιμοποιούν έτσι όπως είναι ή τους θερμαίνουν πρώτα στους 1.000 βαθμούς Κελσίου συμπυκνώνοντας και σκληραίνοντας το υλικό, δημιουργώντας μικροσκοπικά, συμπαγή συσσωματώματα. Οπως μας πληροφόρησε ο κ. Σταματάκης, εκτός από την κατασκευή ποιοτικών μονωτικών τούβλων, λόγω της χαμηλής θερμικής αγωγιμότητας του διατομίτη, μπορείς να ανακατέψεις τη σκόνη αυτή με 2%-3% πριονίδι και νερό, να τους δώσεις τη μορφή πλαστικών σφαιριδίων με τη χρήση περιστροφικού κλιβάνου. Στους 1.200 βαθμούς Κελσίου καίγεται το πριονίδι και παίρνουμε σε μορφή διογκωμένων σφαιριδίων ένα πορώδες υλικό σαν ελαφρόπετρα στο εσωτερικό, αλλά με εντελώς λεία εξωτερική επιφάνεια. Ενα υλικό δηλαδή προχωρημένο, που πληρώνεται ανάλογα στην αγορά της μοντέρνας δόμησης. Οι αργιλώδεις διατομίτες του Σαρανταπόρου Ελασσόνας, με ικανότητα απορρόφησης 130%, δίνουν και στην Ελλάδα μια δυνατότητα να είναι μέσα σε αυτή την αγορά και βοηθούν μεταξύ άλλων και στο να παραμένουν καθαρά τα απόβλητα, όπως των ελαιοτριβείων, γαλακτοβιομηχανιών και να γίνεται επεξεργασία των νερών στα ιχθυοτροφεία.

ΖΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΤΟΦΟΣ
Δόμηση, απορρυπαντικά

Στους ακριτικούς Μεταξάδες του Εβρου βρίσκεται ένα λατομείο ζεολιθικού τόφου. Το πέτρωμα αυτό χρησιμοποιείται ως δομικό και οικολογικά αποδεκτό υλικό στην ευρύτερη περιοχή, αλλά υπάρχουν δυνατότητες ώστε να αξιοποιηθεί και να εξάγεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση

Ενα υλικό που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε πολυδύναμο γιατί οι εφαρμογές του είναι αναρίθμητες και μένει σ΄ εμάς να βρούμε τους τρόπους που θα τις εκμεταλλευτούμε καλύτερα. Πρόκειται για ηφαιστειακής προέλευσης τέφρα που πέφτοντας σχηματίζει στρώματα πάχους πάνω από δέκα μέτρα. Αν αυτή η τέφρα βρεθεί σε υδατικό περιβάλλον το ηφαιστειακό γυαλί με την πάροδο του γεωλογικού χρόνου μετατρέπεται σε ζεόλιθο. Πρόκειται για ένα ορυκτό που αποτελείται από τετράεδρα πυριτίου και αργιλίου με τη δομή να συμπληρώνεται από νάτριο ή ασβέστιο. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό τους είναι η ύπαρξη καναλιών που καταλαμβάνονται από μόρια νερού. Με την αύξηση της θερμοκρασίας αναβράζουν και από εκεί πήραν και την ονομασία τους. Οπως μας είπε ο κ. Σταματάκης: «Στον Εβρο, στο χωριό Μεταξάδες, έχω καταγράψει κτίρια που χτίστηκαν γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα και δεν χρειαζόταν καν να σοβατιστούν. Εξορύσσονται στην Ελλάδα από δεκαετίες στην περιοχή Μεταξάδων του Εβρου και λειτουργεί εκεί μια μικρή μονάδα παραγωγής δομικών-διακοσμητικών λίθων που αξίζει να αναπτυχθεί αφού υπάρχουν μεγάλες ποσότητες, ενώ στον Πεντάλοφο, λίγο βορειότερα, υπάρχει ορυχείο εξόρυξης ζεολιθικού τόφου για χρήσεις σε ζωοτροφές και προσρόφηση υγρών. Οικολογικοί δομικοί και μονωτικοί λίθοι από ζεολιθικό τόφο από τη Νάπολι και τη Ρώμη της Ιταλίας εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού παλεταριστούν και φορτωθούν σε φορτηγά. Γιατί όχι κι εμείς λοιπόν; Πέρα από τη χρησιμότητά του ως δομικού υλικού, το βρίσκουμε ακόμη στα σημερινά απορρυπαντικά, αντικαθιστώντας τα επιβλαβή φωσφορικά συστατικά, κάνοντας ό,τι και στα παλιά παραδοσιακά πλυσταριά: βοηθάει στην αποσκλήρυνση του νερού. Το λεγόμενο “σκληρό” νερό οφείλεται στην παρουσία κατιόντων (δηλαδή φορτισμένων θετικά ατόμων) ασβεστίου και μπορεί να αποσκληρυνθεί αν αυτά απομακρυνθούν. Ο ζεόλιθος λοιπόν επειδή έχει την ικανότητα να ανταλλάσσει κατιόντα, μέσα στο νερό μπορεί να πάρει τα ανεπιθύμητα ασβέστια δίνοντας σαν αντάλλαγμα το νάτριο που έχει στο μόριό του! Και δεν σταματούν εδώ τα καλά. Οταν οι ζεόλιθοι αφυδατώνονται το κρυσταλλικό υλικό που παραμένει διαθέτει κενά, και μπορεί να λειτουργήσουν πολύ καλά σαν φίλτρα απορροφώντας ιώδιο, υδράργυρο, αμμωνία, ενώ αποδεικνύονται αποτελεσματικοί για την απομάκρυνση καισίου και στροντίου από ραδιενεργά απόβλητα. Πού χρησιμεύουν αλλού; Στα ιχθυοτροφεία και στους στάβλους επειδή προσροφούν εξαιρετικά καλά τις τοξίνες από τις εκκρίσεις και την αμμωνία από τα ούρα των ζώων βοηθώντας έτσι στο να παραμένει το περιβάλλον καθαρό και στις ημέρες μας πλέον αυτό, επειδή είναι από τα ζητούμενα, καλοπληρώνεται».

Νέα υλικά στην παραγωγή
Στα προαναφερθέντα βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα μπορούμε να προσθέσουμε μερικά που μπήκαν πρόσφατα στην παραγωγή όπως ο ατταπουλγίτης και ο σαπωνίτης, που εντοπίστηκαν στην περιοχή Γρεβενών και χρησιμοποιούνται ως πολφός γεωτρήσεων, προσροφητικό, επικαλυπτικό, για ζωοτροφές και κατεργασία ελαίων, ο ολιβίνης που εντοπίστηκε στα όρια των νομών Κοζάνης-Γρεβενών και χρησιμοποιείται ως άμμος χυτηρίων, όπως και στη μεταλλουργία, στα πυρίμαχα και στα δομικά, καθώς και τα μάρμαρα και η ποζολάνη (η ονομασία από ένα προάστιο της Νάπολι το Ρozzuolo), γνωστή και ως θηραϊκή γη. Πρόκειται για ηφαιστειακό υλικό που δίνει ανακατεμένο με ασβέστη εξαιρετικής αντοχής σοβάδες ικανούς να στέκονται ακόμη και σήμερα από τη ρωμαϊκή εποχή, λάβες διαφόρων χρωμάτων για διακόσμηση αλλά και το νεώτερο αμφιβολίτη, που κατεργάζεται θερμικά στον Νομό Σερρών και επιτρέπει την παραγωγή επίπεδων φύλλων για τη δημιουργία τελικά πετροβάμβακα.

Οπως λέει ο πρόεδρος του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Ελλάδα εκτός από τον κλασικό ορυκτό πλούτο διαθέτει άφθονα βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα, κατάλληλα για οικολογικές και μοντέρνες χρήσεις. Αυτά λοιπόν είναι ικανά να προσπορίσουν σημαντικά έσοδα στη χώρα, ενώ η εξόρυξή τους μπορεί να γίνει με τον σωστό τρόπο, δηλαδή χωρίς να πληγωθεί ανεπανόρθωτα το περιβάλλον. Και να αποκατασταθούν οι χώροι λατόμευσης με τρόπους ήδη δοκιμασμένους. Χρησιμοποιώντας δηλαδή εξορυγμένα στείρα υπερκείμενα ή φέρνοντας χώμα από άλλα μεγάλα έργα και φυτεύοντας στη συνέχεια τα κατάλληλα, ανθεκτικά στο ελληνικό κλίμα φυτά, που ήδη έχουν εντοπιστεί και δοκιμαστεί με μεγάλη επιτυχία σε τοποθεσίες με εντατική εξόρυξη όπως η Μεγαλόπολη και η Πτολεμαΐδα. Προγραμματισμός, ενίσχυση όσων θέλουν να συμμετάσχουν στην… ενδιαφέρουσα αναζήτηση στο ύπαιθρο και στο εργαστήριο και αυστηρή επίβλεψη είναι τα μόνα που λείπουν από το αισιόδοξο αυτό σχέδιο.

algaldadas@yahoo.gr