Μια μάλλον απροσδόκητη τριάδα βιβλίων προτείνει το «ΒΗΜΑScience» αυτή τη φορά στους αναγνώστες του, με κοινό πάντως παρονομαστή το ότι αναφέρονται σε κατασκευές που έγιναν στον ελλαδικό χώρο και, άσχετα με τον χρόνο έκδοσής τους, αξίζει ακόμη και σήμερα να αντλούμε γνώσεις από αυτές. Στο πρώτο έχουμε μία από τις πιο κλασικές μελέτες με πραγματικά πολύτιμες πληροφορίες για τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας και τον τρόπο χτισίματος στην αρχαία Ελλάδα. Στο δεύτερο, με ένα άλμα περίπου 20 αιώνων, φθάνουμε στο τέλος του 1800, όπου έχουμε αναφορές και πολύ πλούσιο φωτογραφικό υλικό σχετικά με τους σιδηροδρόμους, τη διώρυγα της Κορίνθου, τον εξηλεκτρισμό, την ύδρευση της Αθήνας, τη διαρρύθμιση του λιμανιού στον Πειραιά και την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης. Και στο τρίτο ξετυλίγεται η περιπέτεια, διανθισμένη με πολλές τεχνικής φύσεως πληροφορίες, του μεγαλύτερου έργου στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, που είναι βέβαια η ζεύξη Ρίου- Αντιρρίου με την υπερθαλάσσια γέφυρα.

algaldadas@yahoo.gr

Παρακολουθώ την οικοδομή που μόλις χτίστηκε απέναντί μας. Δεν έγινε με όλες τις προδιαγραφές για να είναι ένα κτίριο με οικολογικά και οικοδομικά ορθή συμπεριφορά. Με τούβλα σωστά, μόνωση από ξυλόμαλλο ανάμεσα, υδραυλικό ασβέστη, σοβάδες που αναπνέουν και οικολογικά χρώματα. Και μετά τις πρώτες βροχές βλέπω το χρώμα να έχει ήδη σπάσει, να έχει ξεφλουδίσει και δεν ξέρουμε τι γίνεται στο εσωτερικό. Πες μου πώς γίνεται να κρατιούνται οι σοβάδες στα αρχαία πλυντήρια μεταλλεύματος στο Λαύριο και εκείνοι της Αγίας Σοφίας ακόμη στη θέση τους, ενώ εδώ, μέσα σε μερικά χρόνια, πέφτουν μάρμαρα, νερά και σοβάδες στα κεφάλια των περαστικών; Ο Αναστάσιος Ορλάνδος (1887-1979) έγραψε στη δεκαετία του ΄50 μια «Αρχιτεκτονική των αρχαίων Ελλήνων» που ακόμη και σήμερα αξίζει να την συμβουλεύεται κάποιος όχι μόνο για απλά εγκυκλοπαιδικούς λόγους αλλά και για να λύσει ίσως πρακτικά προβλήματα, αφού περιγράφεται πώς σοβάτιζαν, πώς έφτιαχναν ανθεκτικά στη διάβρωση του νερού επιχρίσματα και υπάρχει ως και χημική ανάλυση δειγμάτων από διάφορους αρχαιολογικούς χώρους. Αλλά μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και πολλά άλλα κεφάλαια του βιβλίου. Οπως εκεί που περιγράφονται οι τρόποι μεταφοράς των ογκωδών λίθων από το λατομείο στον χώρο οικοδόμησης. Ακόμη και διπλές βάρκες χρησιμοποιούσαν ενωμένες μεταξύ τους παράλληλα, ενώ ανάμεσά τους υπήρχε ειδική θήκη, βυθισμένη στο νερό, και εκεί τοποθετούνταν οι προς μεταφορά βαρείς και ήδη αρκετά λαξευμένοι λίθοι. Επιπλέον ανοίγουν τα μάτια του αναγνώστη έτσι ώστε σε επόμενη επίσκεψή του σε αρχαιολογικό χώρο να αρχίζει να παρατηρεί διάφορες προεξοχές και να καταλαβαίνει ότι δεν βρίσκονται τυχαία εκεί ή από έλλειψη καλαισθησίας κάποιες αυλακώσεις, τα λεγόμενα «μοχλοβόθρια»: χρησίμευαν για να κατεβαίνουν αργά και να μπαίνουν ομαλά στη θέση τους οι ογκόλιθοι. Βέβαια όσοι αρχιτέκτονες και άλλοι επιστήμονες ασχολήθηκαν με τις αναστηλώσεις στην Ακρόπολη τα τελευταία χρόνια έχουν προσθέσει αναρίθμητα καινούργια στοιχεία στο θέμα, αλλά από το βιβλίο του Ορλάνδου μπορεί να γίνει μια καλή αρχή.

Ο Βάσιας Τσοκόπουλος είναι ιστορικός και στο βιβλίο του δεν παραλείπει να ασχοληθεί με τη σημασία για την εξέλιξη της Ελλάδας των μεγάλων τεχνικών έργων που έγιναν μεταξύ 1880 και 1930. Κάνοντας όχι μόνο θεμελιώδεις παρατηρήσεις, όπως το ότι μεταξύ 1898 και 1914 η εισροή του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα κατά 66% αφορούσε δάνεια προς το ελληνικό κράτος και πάνω από το 33% κατευθύνθηκε στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και άλλες, πιο λεπτές, όπως το ότι ένας από τους λόγους της καθυστέρησης της ελληνικής βιομηχανίας ήταν η αδυναμία της ελληνικής γλώσσας να εκφράσει με επάρκεια τους νέους τεχνικούς όρους! Δεν παραλείπει όμως να μας δώσει και πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο κατασκευής αλλά και την υποδοχή από τον κόσμο των έργων. Οπως το ότι για τη διάνοιξη της διώρυγας στην Κόρινθο χρησιμοποιήθηκαν ξένοι εργάτες, Ιταλοί, Αρμένιοι και Μαυροβούνιοι, ή αυτή η επερώτηση στη σελίδα 90 του βουλευτού Πριμίδη στη Βουλή τής 7.12.1928, όπου ανέφερε για το τριφασικό ρεύμα ότι μπορεί να έχει πλεονεκτήματα τεχνικά αλλά, «εφ΄ όσον πρόκειται να επέλθει εις τας οικίας μας και τα καταστήματά μας υπό μορφήν θανατηφόρον, ως πλάσμα σκελετώδες με το δρεπάνι στα χέρια, αγύρευτον να είναι»…

Οποιος αναγνώστης έχει διάθεση να παρατηρήσει προσεκτικά το πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό που υπάρχει στο βιβλίο θα βρει χίλια αξιοπρόσεκτα στοιχεία. Μόνο αυτή η φωτογραφία των γυναικών από τα γύρω χωριά που χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτριες για να σπάνε πέτρες χρήσιμες για τα έργα στη λίμνη του Μαραθώνα λέει πολλά.

«Μικρός ήμουν και μεγάλωσα μέσα στα μεγάλα έργα. Εχω γυρίσει όλη την Ελλάδα και την Αραβία στη θέση του χειριστή μηχανημάτων όλων των ειδών. Ο,τι έχω μάθει στη ζωή μου το έχω μάθει παρατηρώντας πώς ένα έργο γίνεται μεγάλο». Αυτή είναι μια διαπίστωση του Παναγιώτη Μίχου, ενός συνταξιούχου χειριστή βαρέων μηχανημάτων που υπογράφει τον πρόλογο στην έκδοση για τη γέφυρα μεταξύ Ρίου και Αντιρρίου. Και εγώ με τη σειρά μου, έχοντας αρκετές απορίες σχετικά με τη δομή και την κατασκευή της γέφυρας, τις έλυσα χάρη σε ένα λιτό κείμενο που συνοδεύει ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό φωτογραφικό υλικό. Κατάλαβα πόσο σημαντικό πρόβλημα είναι το ότι έχουμε αρκετούς σεισμούς στην περιοχή και τη λύση που τελικά δόθηκε για τη θεμελίωση της γέφυρας. Το κάθε βάθρο μεταφέρει στον βυθό σε ένα αβέβαιο υπέδαφος βάρος 150.000 τόνων. Με το «κάρφωμα» πρώτα εκεί που θα πατούσε το βάθρο σωλήνων μήκους 25-30 μέτρων και διαμέτρου δύο μέτρων σταθεροποίησαν την επιφάνεια στήριξης, έριξαν ένα στρώμα αμμοχάλικο για να είναι ένα αντικραδασμικό φίλτρο και εκεί από πάνω πατάει και στηρίζεται μόνο με το βάρος του το κάθε βάθρο ώστε σε περίπτωση σεισμού να μπορεί να ολισθαίνει χωρίς να θρυμματιστεί. Η κάθε βάση και ο πυλώνας από πάνω της είναι ένα σώμα και από εκεί με τα συρματόσχοινα είναι κρεμασμένο το οδόστρωμα. Ετσι με τον σεισμό μπορεί να ταλαντωθεί σαν να είναι σε μια κούνια αλλά δεν θα διαρραγεί, λένε οι κατασκευαστές. Επίσης δεν θα χτυπήσει επάνω στους πυλώνες διότι στα πλάγια κρατιέται με απορροφητήρες κραδασμών (αμορτισέρ). Υπάρχουν και άλλα συναρπαστικά στοιχεία για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι μηχανικοί και το πώς έδωσαν τις καλύτερες, πάντα κατά τη γνώμη τους, λύσεις. Μπορεί να υπάρχουν κάποια κεφάλαια λίγο φλύαρα και άσχετα με την τεχνολογία αλλά σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι μέσα σε λίγες σελίδες λύνει πολλές απορίες.