Τα κυκλαδικά ειδώλια μας διηγούνται την τέχνη των πρώτων πολιτισμένων κατοίκων του Αιγαίου και της Ευρώπης ολόκληρης. Ηταν οι Λέλεγες και οι Πελασγοί οι τελευταίοι της Νεολιθικής Εποχής. Η προέλευσή τους; Κανείς δεν ξέρει με σαφήνεια. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις (Κ. Κόπακα και Χ. Ματζάνα), στην ακριτική Γαύδο βρέθηκαν «εργαλειοτεχνίες αποκρουσμένου λίθου» που επιβεβαιώνουν την κατοίκιση του νησιού τουλάχιστον πριν από 50.000 χρόνια. Πάντως, στην Κρήτη τουλάχιστον, ζούσαν σε απόσταση ασφαλείας από τις ακτές, με ιδιαίτερη συγκέντρωση στην περιοχή της Κνωσού. Αυτό ως την Εποχή του Χαλκού, διότι τότε – γύρω στο 3000 π.Χ. – νέα φύλα εμφανίστηκαν στο νησί. Ηταν αυτοί που έμειναν στην Ιστορία ως Μινωίτες, από το όνομα του πρώτου βασιλιά που τους ανέδειξε κυρίαρχους της Μεσογείου.
Αυτό που γνωρίζουν όλοι – και αποδεικνύεται περίτρανα με μια επίσκεψη στο υπέροχο μουσείο του Ηρακλείου και στα ανάκτορα της Κνωσού – είναι ότι οι Μινωίτες ανέπτυξαν έναν απίστευτα υψηλό για την εποχή τους υπερχιλιετή πολιτισμό, κυρίως μεταξύ του 2100 και του 1400 π.Χ. Τότε, έχτισαν πόλεις με παλάτια, αποχετεύσεις, δρόμους και βιομηχανία. Τα ανασκαφικά ευρήματα της Μέσης και Υστερης Εποχής του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.) διαχωρίζουν την περίοδο αυτή σε Παλαιοανακτορική, Νεοανακτορική και Μετανακτορική, με χαρακτηριστικά τα ανάκτορα, τις επαύλεις και τους οικισμούς στην Κνωσό, στη Φαιστό, στα Μάλια, στο Ζάκρο, στον Γαλατά, στις Αρχάνες και στην Αγία Τριάδα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα των παραπάνω ανασκαφών εγείρουν ερωτήματα για την καθημερινή ζωή, την κοινωνική δομή, τη θρησκεία, τη λατρεία, τους τάφους, τα ταφικά έθιμα, τη λατρεία των νεκρών, τις εορτές, τη μουσική, τον χορό και τα συμπόσια των Μινωιτών. Ο αθλητισμός, τα αθλήματα και οι αθλοπαιδιές την περίοδο αυτή χαρακτηρίζονται «προοίμια των Ολυμπιακών Αγώνων» – μινωικά αθλήματα και παιχνίδια. Οι νωπογραφίες και τα αγγεία που διασώθηκαν παρουσιάζουν όχι απλώς ευημερία, αλλά ξέγνοιαστη ζωή σε ανοχύρωτες πόλεις, με δίκαιη κατανομή πόρων και καταγραφή τους με την πρώτη γραφή της Ευρώπης, τη Γραμμική Α. Εντυπωσιακή ήταν η ανάπτυξη της μικροτεχνίας, της σφραγιδογλυφίας, της μεταλλοτεχνίας, της κοσμηματοτεχνίας, της λιθοτεχνίας, της τοιχογραφίας και της κεραμικής. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν όμως η αποκάλυψη ότι στην Κρήτη γεννήθηκε η Ιατρική: Σε πιθάρι της Φαιστού, από τον 17ο αιώνα π.Χ., αναγράφεται το όνομα του ιδιοκτήτη «Σιμά, η ιατρός». Σιμά στα νεοελληνικά σημαίνει Μέλισσα. Επίσης, στην περιοχή Φουρνί των Αρχάνων, οι αρχαιολόγοι Γιάννης και Εφη Σακελλαράκη βρήκαν κρανίο που είχε υποστεί χειρουργική επέμβαση! Τέλος, σε αιγυπτιακό πάπυρο (Νο 10.059 του Βρετανικού Μουσείου) καταγράφονται σε μινωική γλώσσα ιατρικά ξόρκια για τη θεραπεία της βουβωνικής πανώλους! Πώς έγινε κατορθωτή όλη αυτή η πρόοδος σε ένα μόνο νησί;
Την απάντηση μας την είχε δώσει από παλιά ο Θουκυδίδης: «Ο Μίνως είναι ο παλαιότερος κατά την παράδοση που απέκτησε ναυτικό και κατέκτησε αυτήν που ονομάζεται τώρα ελληνική θάλασσα και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος από τα νησιά των Κυκλάδων, τα οποία κυβέρνησε και έγινε ο πρώτος οικιστής τους, αφού εξεδίωξε τους Κάρες και εγκατέστησε τα δικά του παιδιά ηγεμόνες. Οσο μπορούσε καθάρισε ακόμη τη θάλασσα από τους ληστές, για να παίρνει ο ίδιος τις προσόδους». Εκτός από αυτή την αναφορά, και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ονόμασε τις Κυκλάδες «Μινωίδες Νήσους… επεί Μίνως βασίλευσε των νήσων θαλασσοκρατών». Τώρα, τα αρχαιολογικά ευρήματα έρχονται να τους επιβεβαιώσουν. Κατ’ αρχήν, έχουμε τις περίφημες Μινώες, τις πόλεις-ναυστάθμους που λειτουργούσαν ως κέντρα ελέγχου των ευρύτερων περιοχών τους. Εκτός από δύο στην Κρήτη (μία στη Δύση και μία στην Ανατολή) έχουμε βρει Μινώες στην Αμοργό, στη Σίφνο, στην Πάρο, στο νησάκι εμπρός από τα Μέγαρα, στη Μονεμβασιά, αλλά και στη Σικελία (η πόλη Ηράκλεια), στην Παλαιστίνη (η νυν Γάζα) και… στην Αραβία!
Η πιο γνωστή αποικία των Μινωιτών είναι βεβαίως το υπέροχο Ακρωτήρι της Θήρας, με τα τριώροφα κτίρια που βρέθηκαν σχεδόν ακέραια κάτω από την ηφαιστειακή τέφρα. Εκεί βρέθηκαν και σφραγίσματα, τα πήλινα δηλαδή αποτυπώματα σφραγίδων σε πηλό, με παραστάσεις γνωστές από διάφορα όμοια σφραγίσματα που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της Κρήτης. Αλλά ο αρχαιολόγος Δ. Μάτσας ανακάλυψε και στη μακρινή Σαμοθράκη τα ίχνη των μινωιτών εμπόρων. Εκτός από σφραγίσματα βρέθηκαν και δείγματα της μινωικής γραφής. Το πέρασμα στη Μαύρη Θάλασσα είναι από εκεί προφανές, σε συνδυασμό με ευρήματα στη Λήμνο από τον Χρ. Μπουλώτη. Επειτα, ο W. Niemeier, διευθυντής τώρα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, απέδειξε περίτρανα τη μινωική διείσδυση στη Μ. Ασία. Στις ανασκαφές του στη Μίλητο ήρθαν στο φως πάμπολλα μινωικά στοιχεία, κεραμικά, λίθινα, λείψανα τοιχογραφιών, ακόμη και περόνες με κείμενα της Γραμμικής Α. Ο W. Niemeier στη συνέχεια, σε μια ανασκαφή στο Tell Gabri του Ισραήλ, αποκάλυψε τοιχογραφημένα δάπεδα, την κατασκευή των οποίων σχετίζει με τους Μινωίτες. Στοιχεία γραφής έχουν βρεθεί και στον Ασκάλωνα της Παλαιστίνης, τα οποία διασυνδέουν τους Φιλισταίους με τους Μινωίτες. Μινωικά στοιχεία ήρθαν επίσης προσφάτως στο φως στην Qatna της Συρίας από τον R. Pfalzner. Τέλος, η πιο ενδιαφέρουσα ανακάλυψη η οποία σχετίζει τους Μινωίτες με την Αίγυπτο έγινε από τον Αυστριακό Μ. Bietak: Στο Tell-el-Daba της Αιγύπτου (αρχαία Αβαρις), ένα κτίριο της 2ης χιλιετίας π.Χ. βρέθηκε διακοσμημένο με μινωικές τοιχογραφίες – παράσταση ταυροκαθαψίων με έναν γραμμικό λαβύρινθο στο βάθος – που είχαν γίνει από κνώσιους καλλιτέχνες!
Διεθνές εμπόριο
Ολα αυτά μιλάνε για μια πραγματική θαλασσοκρατορία. Οι ατείχιστες πόλεις της Κρήτης προϋποθέτουν αδιάκοπη επαγρύπνηση στη θάλασσα και η μινωική εξάπλωση στη Μεσόγειο και έξω από αυτήν δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συστηματική οργάνωση στόλου, η οποία εξασφάλιζε τη μεταφορά των αγαθών και απομάκρυνε τους πειρατές. Τι εμπορεύονταν οι Μινωίτες; Εξήγαν κρασί, λάδι, ξυλεία από κυπαρίσσια και κέδρους, οικιακά σκεύη, κοσμήματα, αμφορείς, φάρμακα, εισήγαν ελεφαντόδοντο, πολύτιμους λίθους, γυαλί, κασσίτερο… Το εμπόριο, κατά τον αρχαιολόγο Στ. Αλεξίου, ήταν ουσιαστικά βασιλικό και οι έμποροι κατά κάποιον τρόπο υπάλληλοι του βασιλιά. Η διαμετακόμιση προς και από την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή γινόταν από τα λιμάνια της Κρήτης Μάταλα, Κομμό και Ιεράπετρα. Η Ζάκρος συνδεόταν με το Ανατολικό Αιγαίο, ενώ τα Μάλια και η Αμνισός της Κνωσού με το υπόλοιπο Αιγαίο. Σημαντικότατη πάντως παράμετρος της ανάπτυξης του μινωικού πολιτισμού, εμπορίου και θαλασσοκρατορίας πρέπει να ήταν η ανάπτυξη της μεταλλουργίας. Οι πρώτες μεταλλουργικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, παρατηρούνται από την Τελική Νεολιθική Εποχή (3500 π.Χ.) με πρώτο είδος μετάλλου ένα κράμα σε μαλακή μορφή, που αποτελούνταν από χαλκό, αρσένιο και μόλυβδο. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ο ορείχαλκος, ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο (σε αναλογία 85%-95% και 5%-15% αντιστοίχως) που έδινε τη δυνατότητα κατασκευής ανθεκτικότερων αντικειμένων. Η πρώτη χρήση του ορείχαλκου στην Κρήτη χρονολογείται από την Πρωτομινωική ΙΙ Περίοδο (2600-2300 π.Χ.). Μετά τον ορείχαλκο εφευρέθηκαν ο κασσίτερος, ο χρυσός, ο άργυρος κ.ά. Τα ορυχεία της Ιδης έδωσαν στον Μίνωα το μετάλλευμα που χρειαζόταν και τα (τότε) πυκνά δάση της νήσου το καύσιμο για τη χύτευση και την ξυλεία για τη ναυπήγηση του στόλου. Ωστόσο η εξάπλωση προς τα ανατολικά πρέπει σίγουρα να σχετίζεται με την ανάγκη εύρεσης νέων πόρων, όπως τα ανεξάντλητα μεταλλεία χαλκού της Κύπρου και εκείνα του κασσίτερου στα μικρασιατικά όρη του Ταύρου.
Η «μαθήτρια» Αίγυπτος
Η ανακάλυψη της Κνωσού στις αρχές του 20ού αιώνα, από τον Α. Εβανς, έφερε πολλά νέα ερωτήματα. Το κυρίαρχο ήταν ποια ήταν ακριβώς η σχέση των Μινωιτών με τους Αιγυπτίους. Από τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφεί τα τελευταία 100 χρόνια, προέκυπτε ότι η Κρήτη των Μινωιτών ήταν κατά πάσα πιθανότητα μια πολιτισμική αποικία της Αιγύπτου, που πήρε τα φώτα της από εκείνη και ανέπτυξε τη δική της – ευδαιμονικά μοναδική – συνταγή ζωής. Ο «παράδεισος» αυτός κράτησε ως τη σφοδρότατη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, τους κατοπινούς σεισμούς και τις επακολουθήσασες αποβάσεις Μυκηναίων και Δωριέων.
Ψάχνοντας στα απομεινάρια της έκρηξης στη σημερινή Σαντορίνη, βρίσκουμε όντως πειστήρια μιας συγκλονιστικής καταστροφής. Τα ακόμη και 60 μέτρα ηφαιστειακής τέφρας που σκέπασαν το έδαφος του νησιού μιλάνε για ηφαιστειακή έκρηξη τέσσερις φορές ισχυρότερη από εκείνη του ινδονησιακού Κρακατόα – που συνέβη το 1883 και τα σύννεφα τέφρας του ταξίδεψαν σ’ όλη τη Γη. Η έκρηξη καταβύθισε τμήματα του εξωτερικού δακτυλίου του νησιού και άνοιξε δύο νέα κανάλια ανάμεσα στο Ασπρονήσι, στη Θηρασιά και στη Θήρα. Ετσι, από το σχεδόν κλειστό δαχτυλίδι των προηγούμενων αιώνων απέμεινε το τωρινό σύμπλεγμα νησιών.
Η μεγάλη αυτή έκρηξη δεν ήλθε απροειδοποίητα. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από το ότι στις ανασκαφές του Ακρωτηρίου – της μινωικής πόλης των 30.000 κατοίκων που έχουμε βρει θαμμένη εκεί – δεν υπάρχει ούτε ένας νεκρός-θύμα του ηφαιστείου. Αντίθετα, και καταπώς κατέγραψε ένας ζωγράφος στην τοιχογραφία του λίγο προτού εγκαταλείψει οριστικά το νησί, ένα σεισμικό κύμα τσουνάμι είχε χτυπήσει τα παράλια μήνες πριν, πείθοντας τους κατοίκους ότι οι θεοί δεν τους ήθελαν εκεί. Μετά την έκρηξη όμως ένα τσουνάμι πολύ πιο γιγάντιο – εκτιμάται σε ύψος από 35 ως 150 μέτρα! – σάρωσε όλα τα γύρω νησιά και διέλυσε τις βορινές πόλεις και λιμάνια της Κρήτης, 110 χιλιόμετρα μακριά. Ο άνεμος παρέσυρε το δηλητηριώδες νέφος του ηφαιστείου προς τα ανατολικά, σπέρνοντας θάνατο και αρρώστιες σε όλη τη Μέση Ανατολή. Πολλοί συνδέουν τις «10 πληγές του Φαραώ» με τα επακόλουθα αυτού του νέφους και τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας από τον Μωυσή και τους Εβραίους με το «άδειασμα και γέμισμα» της θάλασσας από το τσουνάμι.
Η έκρηξη
Μολονότι τα σημάδια από το πέρασμα της ηφαιστειακής στάχτης είναι διάσπαρτα στην Ανατολική Μεσόγειο, η ακριβής χρονολόγηση του συμβάντος ήταν ως τώρα αδύνατη. Οι αρχαιολόγοι έφθασαν συνδυαστικά στη χρονολογία του 1500 π.Χ. «διαβάζοντας» τα υπολείμματα εμπορεύσιμων ειδών της εποχής (κυρίως αγγεία) που βρέθηκαν στο Ακρωτήρι. Ολη η ιστορία που θέλει την Κρήτη πολιτισμική αποικία της Αιγύπτου βασίζεται στη θεώρηση ότι ο Μίνως έχτισε τα παλάτια του (Υστερος Μινωικός Πολιτισμός ΙΑ – LMIA) επηρεασμένος από τον πολιτισμό του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου. Τότε όμως γιατί η περίφημη αιγυπτιακή καταγραφή των γεγονότων δεν αναφέρει τίποτε για την έκρηξη στη Θήρα; Αν η έκρηξη είχε γίνει έναν αιώνα πριν, ο λόγος θα ήταν απλός: Ο 16ος αιώνας π.Χ. ήταν ο «μεσαίωνας» της Αιγύπτου, καθότι τότε ήταν υποταγμένη στους Υκσώς και σε άλλους επιδρομείς από τη Μικρά Ασία.
Η σκέψη αυτή ενισχύθηκε τόσο από κινεζικές ιστορικές πηγές – οι οποίες αναφέρουν στα «Χρονικά των Μπαμπού» ότι η πτώση της δυναστείας Ξία, το 1618 π.Χ., και η άνοδος της δυναστείας Σανγκ συνοδεύτηκαν από «μια κίτρινη ομίχλη, έναν θολό Ηλιο… παγωνιά τον Ιούλιο, λιμό και καταστροφή όλων των δημητριακών – όσο και από χρονολογήσεις πάγου στη Γροιλανδία και δένδρων στην Αμερική. Συγκεκριμένα, οι γεωτρήσεις πάγου της Γροιλανδίας κατέδειξαν μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη γύρω στο 1644 π.Χ. (+/- 20 χρόνια), ενώ οι δακτύλιοι δένδρων στην Αμερική έδειξαν σημαντική διατάραξη της ανάπτυξής τους μεταξύ των ετών 1629 και 1628 π.Χ. Ηταν όμως το ηφαίστειο της Θήρας ο υπαίτιος ή εκείνο του Aniakchak στην Αλάσκα;
Η χρονολόγηση
Ενόσω η επιστημονική διαμάχη για την ακριβή χρονολόγηση συνεχιζόταν με ανταλλαγές επιστολών μεταξύ αρχαιολόγων και γεωλόγων, ο καθηγητής Walter L. Friedrich του δανέζικου πανεπιστημίου Aarhus συνέχιζε την επιτόπια 30ετή του έρευνα στη Σαντορίνη. Ενας φοιτητής του, ο Tom Pfeiffer, περιδιάβαινε τις απόκρημνες ακτές παίρνοντας δείγματα ηφαιστειακής στάχτης για το διδακτορικό του. Ξαφνικά πρόσεξε κλαδιά να εξέχουν από τον κατάξερο «τοίχο». Ειδοποίησε τον Friedrich και σύντομα διαπίστωσαν ότι ήταν τμήμα μιας ελιάς που είχε θαφτεί κάτω από στρώμα στάχτης βάθους 40 μέτρων. Αποφασίστηκε να χρονολογηθεί με άνθρακα η ηλικία των δακτυλίων του δένδρου, από διάφορες διατομές, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη ακρίβεια. Το κύριο κλαδί μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, στους ειδικούς γερμανούς δενδροχρονολόγους Bernd Kromer και Michael Friedrich. Η τελική μέτρηση κατέδειξε ότι η έκρηξη συνέβη – κατά 98% – το 1613 π.Χ., με περιθώριο λάθους +/- 13 χρόνια. Η εργασία τους δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science» (28 Απριλίου 2006). Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύθηκε και η εργασία της ομάδας του βρετανού καθηγητή Manning, που χρονολόγησε με άνθρακα 127 δείγματα ξύλου, οστών και σπόρων από τη Θήρα, την Κρήτη, τη Ρόδο και την Τουρκία. Τα δείγματα αυτά αναλύθηκαν σε τρία διαφορετικά πανεπιστημιακά εργαστήρια (Οξφόρδη, Βιέννη και Χαϊδελβέργη) και κατέληξαν στη χρονολογία έκρηξης μεταξύ των ετών 1660 και 1613 π.Χ. Παρά την ύπαρξη ακόμη διαφωνούντων στους κύκλους των αρχαιολόγων, στο ίδιο τεύχος του «Science» o αρχαιολόγος Colin Renfrew, του Πανεπιστημίου του Cambridge, παραδέχθηκε ότι «οι δύο ανεξάρτητες εργασίες πείθουν ότι το πρόβλημα της χρονολόγησης της έκρηξης λύθηκε»!
Αρα οι «Κεφτιού» (Κρήτες) που φαίνονται σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες να προσφέρουν σπονδές στον Φαραώ (τάφος του Νεμπαμούν στις Θήβες, 1417 π.Χ.) δεν είναι «πολιτισμικοί άποικοι», αλλά δάσκαλοι που έδωσαν τα φώτα τους στη μόλις ανανήψασα από τον μεσαίωνά της αυτοκρατορία. Και στην ίδια την Κρήτη, παρά την κατακλυσμική καταστροφή από το τσουνάμι του ηφαιστείου και την επακόλουθη μετανάστευση πληθυσμού, λαμπρά ανάκτορα ξαναχτίστηκαν και οι τέχνες γνώρισαν νέα άνθηση. Μόνο που το θαύμα κράτησε δύο αιώνες. Διότι τον 14ο αιώνα π.Χ. ο παράδεισος ισοπεδώθηκε από σεισμό και παραδόθηκε στις φλόγες, ενώ οι Μινωίτες χάθηκαν από την Ιστορία. Τι απέγιναν; Οσοι δεν συγχωνεύθηκαν με τους εισβολείς Δωριείς, μετανάστευσαν κυρίως στη Μέση Ανατολή και στις μακρινές αποικίες τους. Φήμες – που τώρα ετοιμάζεται να εξετάσει η αρχαιολογική σκαπάνη – φέρουν απογόνους τους σε αποικίες του Καυκάσου και της Υεμένης. Αλλά και ο αρχαιολόγος S. Κ. Chattergi στο βιβλίο του «History and civilization of the Indian people» επιμένει ότι οι Μινωίτες έφθασαν στην Ινδία!
Η ανάλυση DNA και οι επιγραφές
Η καταγωγή των Μινωιτών ήταν πάντα ένα μυστήριο για τους αρχαιολόγους. Το μόνο που μπορούσαν να μας πουν ήταν ότι η τεχνοτροπία των σκευών τους και τα τοπωνύμια έδειχναν συγγένεια με τους Λούβιους, που ζούσαν στη ΝΔ Μ. Ασία. Οι πρόσφατες ανθρωπολογικές έρευνες φωτίζουν… περίπλοκα το θέμα, καθώς καταδεικνύουν μεγάλη συγγένεια των λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Ειδικά η πρόσφατη έρευνα, με βάση το DNA, που συνέκρινε ταφικά ευρήματα στην Οδηγήτρια (Ν. Κρήτη) με υλικό από τους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών (17ος αιώνας π.Χ.), μας λέει ότι οι Μινωίτες είχαν κοινή καταγωγή με τους βασιλιάδες των Μυκηναίων! Δηλαδή, πλήρης επαλήθευση του Απολλόδωρου που μας έλεγε ότι ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος ήταν εγγόνια του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα. Αρα για ποια «ινδοευρωπαϊκή εισβολή» σε «αιγυπτιακή αποικία» μάς μιλούσαν τόσα χρόνια;
Πιο ξεκάθαρη απάντηση μας έδωσε η ανάγνωση των επιγραφών, όπως ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο του 2006 στο 10ο Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο: Τα στοιχεία από τη γραφή Γραμμική Α των Μινωιτών, ύστερα από ενδελεχή μελέτη και των 1.340 ενεπίγραφων ευρημάτων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα που κρύβεται στο 65% του συνόλου των ευρημάτων είναι ένα πρώιμο αιολικό ιδίωμα. Το ιδίωμα αυτό διατηρεί και καταγράφει τη δάσυνση, με αποτέλεσμα – για παράδειγμα – το σύνολο στα λογιστικά αθροίσματα (όλον) να καταγράφεται ως «χουλόν». To υπόλοιπο ποσοστό, του 35% των ευρημάτων, πιθανολογούμε ότι σχετίζεται με τα χιττιτικά ή τα λουβικά. Αυτή η θεώρηση παρουσιάζει τους πρώτους Ελληνες να εγκαθίστανται στην Κρήτη πριν από τη δεύτερη χιλιετία, στο τέλος της τρίτης. Κάτι τέτοιο αντίκειται στην επικρατούσα άποψη της καθόδου των ινδοευρωπαϊκών φύλων, σύμφωνα με την οποία οι Ελληνες κατέφθασαν από τα βόρεια το 1800 π.Χ. ως την Πελοπόννησο, ενώ μετά το 1450 π.Χ. επεκτάθηκαν και ήλθαν στην Κρήτη. Αντίθετα, δικαιώνει τον Ομηρο που μας μιλούσε για πεντάγλωσση Κρήτη: «Εν δ’ άνθρωποι πολλοί απειρέσιοι, και ενενήκοντα πόληες/ άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη/ εν μεν Αχαιοί, εν δ’ Ετεοκρήτες μεγαλήτορες/ εν δε Κύδωνες Δωριέες τε τριχάικες διοί τε Πελασγοί» (Οδύσσεια, τ. 173-176). Η Κρήτη λειτουργούσε ως πέρασμα διαφόρων λαών και γλωσσών, με κοινωνικό χαρακτηριστικό την πολυγλωσσία
Οι Φιλισταίοι και η γραφή τους
Οι Φιλισταίοι μάς ήταν ανέκαθεν γνωστοί από τη Βίβλο: Στη Γένεση (21.32-34, 26.1-8) αναφέρεται ότι στην περιοχή Γέραρα της γης Χαναάν ο Φιλισταίος Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγος Φιχόλ έκαναν συμφωνία με τον Αβραάμ (19ος αιώνας π.Χ.) ώστε να παραμείνει ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων, για πολύ καιρό. Στο Δευτερονόμιο (2,23) αναφέρεται ότι οι Φιλισταίοι είχαν εγκατασταθεί στη νότια παραλιακή λωρίδα της Χαναάν – τον 12ο αιώνα π.Χ. – αφού εξεδίωξαν τους Αυίμ που κατοικούσαν στην περιοχή της Γάζας, και είχαν δημιουργήσει ομοσπονδία (Πεντάπολη) η οποία περιελάμβανε τις πόλεις Αζωτος, Ασκάλων, Ακκαρών ή Εκρών, Γάζα και Γαθ. Από ιστορικής πλευράς οι Φιλισταίοι ήταν δυνατός και μαχητικός λαός. Στον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ διέθεταν 3.000 άμαξες (Σαμουήλ Α’ 13.5) και πλήθος στρατιωτών. Ως τον θάνατο του Ιησού του Ναυή διατηρούσαν όλη τη γη τους. Ο Σαούλ κατάφερε να νικήσει τους Φιλισταίους στην Γαβαά. Αργότερα όμως οι Φιλισταίοι σκοτώνουν τον Σαούλ σε μια μονομαχία στην περιοχή κοντά στην πηγή Ιεζραέλ και κατορθώνουν να πάρουν τις πόλεις τους πίσω. Ο Δαβίδ, ο οποίος είχε νικήσει τον Γολιάθ σε μονομαχία, κατεδίωξε τους Φιλισταίους από τη Γαβαά στη Γεζέρ και αργότερα κατέλαβε τη Γαθ και τα περίχωρά της. Ο Σολομών τελικά κατέλαβε τη γη των Φιλισταίων και στη συνέχεια οι Φιλισταίοι υποτάχθηκαν στους Ασσυρίους, στους Αιγυπτίους, στους Βαβυλωνίους, στους Πέρσες και τελικά στους Ελληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από την εποχή της κατάκτησής τους από τους Ρωμαίους και μετά έπαψαν να αναφέρονται από τους ιστορικούς, αλλά αν σκεφθούμε την αιγυπτιακή επωνυμία τους Plst (Pelesata) και την παλαιοεβραϊκή Pelistim, είναι οι σημερινοί Παλαιστίνιοι! Από πού είχαν έλθει όμως;
Σύμφωνα πάντα με την Παλαιά Διαθήκη, οι σημίτες γείτονες των Φιλισταίων τούς αποκαλούσαν Καφθωρίμ, επειδή προέρχονταν από τη νήσο Καφθώρ. Σε κείμενο της Βίβλου αναφέρεται η Κρήτη ως Kaftor, αλλά και οι μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρουν ότι η νήσος Καφθώρ είναι η Κρήτη. Αντιστοίχως, σε άλλες γλώσσες της Μ. Ανατολής τούς συναντούμε ως Καπτάρα (Kaptara), ενώ οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν την Κρήτη με το παρόμοιο όνομα «Κεφτιού» (Keftiu). Εκφράσεις όπως «η χώρα Κεφτιού», «πλοία της χώρας Κεφτιού» και «έργα της χώρας Κεφτιού» αναφέρονται σε κείμενα που βρέθηκαν σε αιγυπτιακούς τάφους. Η ονομασία Κεφτιού μάλλον προέρχεται από την ονομασία keptor (κέπτωρ) που στα βαβυλωνιακά σημαίνει τοξότης. Η λέξη keptor έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Κεφτιού και Καφθώρ. Η προσφώνηση Keftiu ίσως δηλώνει τη διαχρονική φήμη των Κρητών ως των καλύτερων τοξευτών, οπότε το όνομα της χώρας τους πιθανόν να δήλωνε τη «χώρα των τοξοτών». Εμμέσως στο κείμενο του Σαμουήλ (Α’ 13.20) υπάρχει επίσης αναφορά στην ειδίκευση των Φιλισταίων στη μεταλλουργία. Αλλά και σε αυτή την περιγραφή της αρματωσιάς του Γολιάθ (17:4-8, 17) βλέπουμε στοιχεία καθαρά μυκηναϊκά (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον 12ο αιώνα π.Χ., όπου οι Μυκηναίοι έχουν επικρατήσει επί δύο αιώνες στην Κρήτη): κράνος από ορείχαλκο (Koba), αλυσιδωτή πανοπλία (siryon), κοπίδα (kidon), ακόντιο με ορειχάλκινη αιχμή (hanit), δακτύλιο και κορδόνι σφεντόνας.
Προσφάτως ανακοινώθηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών της τελευταίας δεκαετίας στον Ασκάλωνα (Ashkelon), την παραθαλάσσια πόλη των Φιλισταίων στην περιοχή της Γάζας, νότια του Τελ Αβίβ. Τα ενεπίγραφα κεραμικά με χρώμα κόκκινο που βρέθηκαν ήταν αποτέλεσμα μιας καταστροφής της πόλης κατά τον 16ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές αυτές αποκάλυψαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν αναπτύξει αξιόλογη αγγειοπλαστική τέχνη (ασκαλωναία κεράμια) και αξιόλογη αρχιτεκτονική κατασκευών. Στον Ασκάλωνα οι ανασκαφείς εντόπισαν 19 ενεπίγραφα χρωματισμένα κεραμικά κομμάτια τα οποία αντιπροσωπεύουν μια μορφή αιγαιακής γραφής. Οι ανασκαφείς υποστηρίζουν ότι μερικά από τα ευρήματα είναι δοχεία αποθήκευσης τα οποία έχουν μεταφερθεί πιθανόν από την Κύπρο και την Κρήτη και τα οποία έφθασαν στην αποικία του Ασκάλωνα με τους πρώτους κατοίκους γύρω στο 2000 π.Χ. Οι δε σημάνσεις και χαράγματα που υπάρχουν στα δοχεία αυτά μαρτυρούν ότι χαράχτηκαν αλλού, όχι στον Ασκάλωνα. Από αναλύσεις που έγιναν προκύπτει όμως ότι ένα από τα 19 ενεπίγραφα κεραμικά ευρήματα κατασκευάστηκε από τοπικό άργιλο, γεγονός το οποίο δείχνει ότι οι Φιλισταίοι πιθανόν μετέφεραν την προγενέστερη ικανότητα γραφής στη νέα τους αποικία.
Τα ενεπίγραφα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο τεύχος του Μαρτίου του 2007 του αρχαιολογικού περιοδικού «The Israel Exploration Journal», από δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, τον Φρανκ Μουρ Κρος και τον Λόρενς Ε. Στέιτζ. Ο δρ Κρος, ως ειδικός στις γλώσσες και στις διαλέκτους της Μέσης Ανατολής, αναφέρει ότι η γραφή στα ευρήματα είναι αιγαιακής προέλευσης και τη χαρακτήρισε κράμα κυπρο-μινωικής και Γραμμικής Α γραφής. Στη θέση αυτή συμφωνεί και ο επικεφαλής της ανασκαφής αρχαιολόγος δρ Στέιτζ. Οι δύο αρχαιολόγοι επισημαίνουν ακόμη ότι τα ενεπίγραφα ευρήματα «αποκαλύπτουν για πρώτη φορά ότι οι πρώτοι φιλισταίοι κάτοικοι του Ασκάλωνα ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν, σε μη σημιτική γλώσσα, που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Ισως να μην ήταν υπερβολικό να πούμε ότι οι επιγραφές είναι γραμμένες σε μια γραφή που η βάση της είναι η κυπρο-μινωική γραφή την οποία χρησιμοποίησαν και αλλοίωσαν οι Φιλισταίοι. Εξετάζοντας τις επιγραφές αυτές, μάλλον εξετάζουμε το παλαιότερο χειρόγραφο των Φιλισταίων».
Μετά το 1000 π.Χ. οι Φιλισταίοι, κατακτημένοι από τις σημιτικές φυλές και με την πάροδο του χρόνου, αντικατέστησαν το αλφάβητό τους με το εβραϊκό.
Μπανιέρες και αποχετεύσεις 4.000 ετών
«Μια μέρα, ύστερα από μια νεροποντή, είδα με ενδιαφέρον ότι όλες οι υδρορρόες της μινωικής Αγια-Τριάδας λειτουργούσαν τέλεια και είδα το νερό να τρέχει στους αποχετευτικούς αγωγούς, όπου ένας άνδρας μπορούσε να περπατήσει ορθός. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση αποχετευτικού δικτύου που λειτουργεί έπειτα από 4.000 χρόνια!».
Angelo Mosso (Escursioni nel Mediterraneo e gli scavi di Creta, Treves, Milano, 1907)
Το 1500 π.Χ. το ανακαινισμένο παλάτι της Κνωσού υψωνόταν με τέσσερις ορόφους, που στέγαζαν 1.500 δωμάτια. Αναρίθμητοι διάδρομοι σχημάτιζαν έναν πραγματικό λαβύρινθο, που δικαιολογημένα τροφοδότησε τη φαντασία των υπόλοιπων Ελλήνων με τον μύθο του Μινώταυρου. [Γλωσσολογικά η λέξη «λαβύρινθος» προέρχεται από τη λέξη «λάβυρς», που σημαίνει διπλούς πέλεκυς – το έμβλημα του Μίνωος]. Το πιο ουσιαστικό όμως επίτευγμα των μηχανικών εκείνης της εποχής είναι το πώς διασφάλισαν την υγιεινή συμβίωση τόσων ανθρώπων.
Οπως ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι, οι μινωίτες υδραυλικοί εκμεταλλεύθηκαν την απότομη κλίση του εδάφους για να δημιουργήσουν ένα πλήρες δίκτυο λουτρών και αποχέτευσης. Οι σωληνώσεις αλλού βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το δάπεδο των ανακτόρων και αλλού σε βάθος 3,5 μέτρων. Ο κύριος αποχετευτικός αγωγός ήταν φτιαγμένος από μεγάλες πλάκες σε τετράγωνη διατομή, που δένονταν μεταξύ τους με ξύλινους συνδέσμους. Οι επί μέρους αγωγοί ήταν πέτρινοι – ενωμένοι με είδος τσιμέντου – και βρίσκονταν κάτω από τους διαδρόμους. Για την απορροή του νερού της βροχής χρησιμοποίησαν κεραμικούς αυλούς, με τέλειες γωνίες και συνδέσμους.
Ιδιαίτερης φροντίδας είχε τύχει το λουτρό της βασίλισσας. Εκτός από τους νεροχύτες, μια μπανιέρα μήκους 1,5 μέτρου βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Ηταν κεραμική, ζωγραφισμένη και διακοσμημένη περίτεχνα. Το χρησιμοποιημένο νερό χυνόταν σε μια τρύπα στο δάπεδο, που συνδεόταν με το αποχετευτικό σύστημα και κατέληγε στο ποτάμι. Πολύ κοντά στο δωμάτιο αυτό βρισκόταν και το… παγκοσμίως πρώτο αποχωρητήριο με «καζανάκι»: Εκτός από τη σχισμή στο δάπεδο που αφόδευε στον αγωγό αποχέτευσης και τον κατάλληλα τοποθετημένο ξύλινο πάγκο για τους επισκέπτες του, υπήρχε ειδικός αγωγός που έριχνε νερό καθαρισμού προερχόμενο από δεξαμενή. Τέτοια «WC» υπήρχαν διάσπαρτα αρκετά στο παλάτι. Ναι… όλα αυτά την εποχή που όλοι οι άλλοι «έτρεχαν στη φύση».
Επιστημονικός σύμβουλος: δρ Μ. Τσικριτσής, ερευνητής Αιγαιακών Γραφών