Κινδυνεύουν όλα τα σπάνια;


Στην ερώτηση «πείτε μας δύο είδη ζώων που κινδυνεύουν στη χώρα μας» η απάντηση συνήθως έχει να κάνει με φώκιες, αρκούδες, θαλάσσιες χελώνες, δελφίνια, πελεκάνους. Που κατά σύμπτωση(;) είναι όλα ζώα μεγάλου μεγέθους.


Φαίνεται ότι το μέγεθος παίζει σπουδαίο ρόλο στο ενδιαφέρον μας. Αλλο ο μεγάλος και ωραίος πελεκάνος, άλλο το μικρό πουλάκι που φαίνεται – δεν φαίνεται. Το ίδιο μάλλον ισχύει και για το χρώμα και το κελάηδημα. Αλλο το άσπρο πουλί που κελαηδάει ωραία, άλλο το μαύρο κοράκι που φωνάζει «κρα».


Πριν από χρόνια στην Αμερική θεωρήθηκε ότι ο φαλακρός αετός των ΗΠΑ κινδύνευε. Πήραν μέτρα προστασίας και εδώ και οκτώ χρόνια ο περίφημος φαλακρός αετός – «σήμα κατατεθέν» των ΗΠΑ έπαψε να θεωρείται είδος υπό εξαφάνιση. Οι προσπάθειες προστασίας του απέδωσαν και έτσι τον διέγραψαν από τα είδη που κινδυνεύουν.


Από τότε έχω την απορία: Υπάρχει άραγε κάτι αντίστοιχο στη χώρα μας; Κατά τη γνώμη των οικολόγων πετύχαμε σε κάποιο είδος να το προστατεύσουμε τόσο ούτως ώστε να διαγραφεί από τα είδη που κινδυνεύουν;


Αν δει κάποιος τα ελληνικά «κόκκινα βιβλία» για τα υπό εξαφάνιση είδη, διαπιστώνει ότι σχεδόν τα πάντα κινδυνεύουν.


Αυτό φυσικά απέχει από την πραγματικότητα, καθώς εδράζεται σε μια παρανόηση. Απλώς θεωρήθηκε ότι όσα είδη είναι σπάνια κινδυνεύουν εξ ορισμού. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν ισχύει, αλλά άντε τρέξε να αποδείξεις το αντίθετο. Ετσι φαίνεται ότι το ένα στα δύο θηλαστικά και το ένα στα τέσσερα πουλιά είναι σε κίνδυνο.


«Κοτσυφοπέδιο» Χαλανδρίου και χελιδόνια στην Πλάκα


Αν κάποιος δει τα είδη της ορνιθοπανίδας που κινδυνεύουν, διαπιστώνει ότι οι πελεκάνοι της Πρέσπας είναι στις πρώτες θέσεις. Κάτι που δεν ισχύει, αφού έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα σε αριθμούς. Εχοντας μάλιστα – ιδιαίτερα στην Κερκίνη, όπου συχνά μετακινούνται – αναπτύξει ιδιαίτερη εξοικείωση με τους ψαράδες, πηδούν μέσα στις βάρκες για φαγητό. Αν δεις τις εικόνες, σου θυμίζουν κότες που τις ταΐζουν. Κανένας επί του παρόντος δεν έχει διανοηθεί να τους διαγράψει από τα υπό εξαφάνιση είδη.


Οσοι έχουν κήπους στο Χαλάνδρι έχουν διαπιστώσει ότι τα κοτσύφια χαλάνε κόσμο. Το ίδιο ισχύει όχι μόνο για τα προάστια αλλά και για το κέντρο της Αθήνας, τον Λυκαβηττό, την Πλάκα, την Αρχαία Αγορά, το Πανόραμα στη Θεσσαλονίκη.


Αν όμως διαβάσετε έκθεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ορνιθολόγων, θα διαπιστώσετε έκπληκτοι να γράφεται: «Σε όλη την Ευρώπη έχει διαπιστωθεί αύξηση στους πληθυσμούς των κοτσυφιών με εξαίρεση την Ελλάδα. Στην οποία ο πληθυσμός των κοτσυφιών έχει μειωθεί λόγω του κυνηγιού και των φυτοφαρμάκων».


Τον Μάρτιο άκουγα μια εκπομπή-μοιρολόι για τα χελιδόνια, τα οποία δεν έρχονται πλέον στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις. Κάποιοι ορνιθολόγοι έδιναν στοιχεία καταστροφών τα οποία ο εκφωνητής έξαλλος από τη λύπη του μετέφερε σπαραξικάρδια. Διανθισμένα και με την κατάλληλη σάλτσα για την απάνθρωπη τσιμεντένια μεγαλούπολη, τα διαμερίσματα-κλουβιά και τον αλλοτριωμένο καταναλωτή.


Αντε τώρα να παρέμβεις για να πληροφορήσεις τον ρεπόρτερ ότι στην περιοχή της Πλάκας στην Αθήνα έχει βρεθεί από τον εραστή του αθηναϊκού περιβάλλοντος βιολόγο κ. Γρηγόρη Τσούνη η μεγαλύτερη πυκνότητα χελιδονοφωλιών της Ευρώπης.


Πώς να τολμήσεις, επίσης, να τονίσεις ότι στον ουρανό της πόλης της Κέρκυρας κυκλοφορούν περισσότερα από 120.000 χελιδόνια; Στα οποία συμπεριλαμβάνονται και σπανιότατα (τα οποία δεν κινδυνεύουν!) είδη.


Ενα είδος μικρού γερακιού το οποίο συνεχώς ακούω ότι κινδυνεύει από εξαφάνιση είναι το κιρκινέζι. Δεν γνωρίζω αν βλέπω καλά, αλλά στην παλιά Εθνική οδό Βόλου – Λάρισας είδα δεκάδες από αυτά. Το ίδιο και στη διαδρομή Θεσσαλονίκη – Κιλκίς – Δοϊράνη. Στο ίδιο μοτίβο και οι μαθητές κάποιου γυμνασίου του Βόλου, δασκαλεμένοι προφανώς από τους καθηγητές τους, γράφουν σε Οδηγό του Πηλίου που κυκλοφόρησαν πριν από μερικά χρόνια στο πλαίσιο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ότι «η πανίδα του Πηλίου έχει εξαφανιστεί λόγω του κυνηγιού και των φυτοφαρμάκων». Τα επτά γεράκια που εγώ βλέπω να πετούν πάνω από το σπίτι μου στις Μηλιές του Πηλίου, οι αλεπούδες, τα αηδόνια, οι σκαντζόχοιροι, οι σκίουροι είναι προϊόντα νυχτερινών φαντασιώσεων.


Η επέλαση των φλαμίνγκος!


Μολονότι τα φοινικόπτερα ή, επί το γνωστότερον, φλαμίνγκος ήταν άγνωστα στους αρχαίους Ελληνες, ένας από αυτούς, που είχε πλούσιες ορνιθολογικές γνώσεις, τα αναφέρει. Δεν είναι άλλος από τον Αριστοφάνη, ο οποίος στις κωμωδίες του παρέχει σχεδόν πλήρη στοιχεία για 79 είδη πουλιών. Αλλά και ο Αριστοτέλης ήταν επίσης αρκετά πληροφορημένος για τα πουλιά. Τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα γραπτά του που αφορούν τα ζώα και που, σύμφωνα με έγκυρα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε, τα έγραψε στο νησί της Λήμνου. Εναν παράδεισο των birdwatchers από τότε και ως σήμερα.


Τον χειμώνα λοιπόν του 1996 έκπληκτοι οι ορνιθολόγοι διαπίστωσαν ότι στην Αλυκή της Λήμνου είχαν φθάσει περίπου 4.000 φλαμίνγκος. Η δε παρουσία τους στη χώρα μας ακολουθεί μια συνεχώς αυξανόμενη πορεία, της οποίας η εξήγηση επί του παρόντος δεν φαίνεται να είναι διαθέσιμη.


Υπήρχαν βεβαίως στο παρελθόν αναφορές για την παρουσία φλαμίνγκος στην Ελλάδα. Μόνο που ως το 1982 συνολικά ήταν λιγότερες από 30 οι αναφορές για την παρουσία τους – είτε μοναχικών πουλιών είτε σε πολύ μικρά κοπάδια, ιδιαίτερα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπως η Λέσβος.


Από το 1983 όμως που παρατηρείται για πρώτη φορά ένα κοπάδι 200 φλαμίνγκος στο Δέλτα του Εβρου, η κατάσταση αλλάζει άρδην προς το καλύτερο.


Ετσι, χρόνο με τον χρόνο η παρουσία των φλαμίνγκος επεκτείνεται με ρυθμούς περίπου απίστευτους. Και όχι μόνο κάποιες εποχές σποραδικά, αλλά σε πολλές περιοχές με μεγάλα κοπάδια και ενδείξεις επιτόπιας φωλεοποίησης και αναπαραγωγής.


Οι αναφορές λοιπόν για κάποιες χιλιάδες πουλιά σήμερα φαίνονται φυσιολογικές. Με εξαίρεση τα 4.000 άτομα της Λήμνου – που φαίνεται να είναι επί του παρόντος το ρεκόρ – υπάρχουν αναφορές για 3.280 άτομα στον υγρότοπο της Πτελέας.


Σε ό,τι αφορά την επέκταση της διανομής τους μετά το 1983, σήμερα έχουμε αναφορές σχεδόν από όλη την Ελλάδα. Από την Πύλο – ήδη από το 1990 – στη Νότια Πελοπόννησο και το Αργος ως τη Σύρο στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Φυσικά στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχουν γίνει σχεδόν μόνιμοι κάτοικοι. Εχοντας υπόψη και το γεγονός ότι στις διατροφικές τους συνήθειες η μικρή γαρίδα των υπεραλμυρών νερών Artemia salina συνιστά πρώτη προτεραιότητα, είναι λογικό να τα βρίσκουμε κυρίως σε περιοχές αλυκών. Οπως η «φυσική» Αλυκή της Λήμνου, η (λειτουργούσα) αλυκή της Καλλονής στη Λέσβο, οι (τέως) αλυκές του Πυθαγορείου στη Σάμο και στο Τιγκάκι της Κω.


Μια λογική ερώτηση που προκύπτει είναι «από πού ήρθαν;». Η απάντηση φαίνεται να είναι και από τη Δύση (Νότια Γαλλία) και από την Ανατολή και το μακρινό Ιράν. Τούτο προκύπτει από τις καταγραφές πουλιών που είχαν δακτυλιωθεί εκεί. Υπήρξαν ως σήμερα τέσσερις συλλήψεις, από τις οποίες οι τρεις έδειξαν ότι η δακτυλίωση έγινε στην Καμάργκ (Camargue) της Γαλλίας και μία στο Ιράν. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι τα ελληνικά φλαμίνγκος έχουν κυρίως γαλλική καταγωγή και προέλευση, μια και οι δακτυλιώσεις στις χώρες της Ανατολής καθώς και της Β. Αφρικής (μια άλλη πιθανή εστία) δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες.


Οπως και αν έχει το πράγμα, η κατάσταση όπως διαμορφώνεται μας δείχνει ότι η φύση δεν είναι μονίμως «υπό καταστροφή και διάλυση», αφού εκτός από κινδύνους εξαφάνισης έχουμε και φαινόμενο πληθυσμικών αυξήσεων. Οι οποίες μας διδάσκουν ότι έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε για τις λειτουργίες που καθορίζουν τη δομή και τη λειτουργία της.


Κινδυνεύουν τα ήμερα!


Συγχρόνως, και ενώ συνεχώς ακούγονται κραυγές διαμαρτυρίας για τη διατήρηση «άγριων» ειδών φυτών και ζώων που νομίζουμε ότι εξαφανίζονται, ουδέποτε διαπίστωσα να υπάρχουν κινήσεις σωτηρίας για αυτά που ονομάζουμε «ήμερα» είδη.


Μέσα από χιλιετίες παρουσίας στην περιοχή μας, ο άνθρωπος κατάφερε να «εξημερώσει» σειρά φυτών τα οποία χρησιμοποιεί για διάφορους λόγους, με πρώτον απ’ όλους την τροφή. Είτε αναφερόμαστε στα σιτηρά είτε στα όσπρια είτε στις ελιές, στις αμυγδαλιες και στα φρούτα, αναπτύχθηκαν στη χώρα μας αναρίθμητες ποικιλίες οι οποίες σήμερα κινδυνεύουν από εξαφάνιση. Μόνο στις ελιές υπήρχαν δεκάδες ποικιλίες οι οποίες με την εγκατάλειψη που υπάρχει στους ελαιώνες χάνονται.


Και βέβαια πρέπει να κινηθούμε για τη σωτηρία της φώκιας. Αλλά γιατί να μη σκεφθούμε και την περίφημη αμυγδαλιά της Λήμνου, τη δαμασκηνιά της Σκοπέλου, την ελιά της Σύμης;


Εξαφανίστηκαν εδώ και χρόνια πολλές ποικιλίες αχλαδιάς επειδή τις αντικαθιστούν με νεότερες, περισσότερο «παραγωγικές», και το ίδιο ισχύει και στα μήλα. Τα γνωστά φιρίκια, για παράδειγμα, παραχωρούν τη θέση τους σε άλλες ποικιλίες, όπως τα «ντελίσια».


Στις πορτοκαλιές, στις μανταρινιές, στις ροδακινιές, στις κορομηλιές συμβαίνει το ίδιο. Στη θέση των παραδοσιακών κορόμηλων του Πηλίου σήμερα αντικρίζουμε «σανταροζιές».


Μανταρινιές και δαμασκηνιές που χάνονται


Ουδεμία αντίρρηση υπάρχει, να «εμβολιαστούν» οι φημισμένες μανταρινιές της Καλύμνου με τη νέα ποικιλία «Κλημεντίνη» που δεν έχει κουκούτσια. Γιατί όμως να μη διατηρήσουμε και κάποια δένδρα από τα παλιά; Ηταν «λάθος» τους το ότι μας έθρεψαν για αιώνες χωρίς «στάγδην άρδευση», εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, λιπάσματα και φυτοφάρμακα; Εντάξει, δεν λέω, τα καινούργια μανταρίνια δεν έχουν κουκούτσια. Γιατί όμως να μη διατηρήσουμε, έστω ως αξιοθέατο, τα παλιά με τα κουκούτσια;


Αν κάποιος, έστω και πρόχειρα, ασχοληθεί με τις προσπάθειες μεταφοράς, διασταύρωσης και βελτίωσης της δαμασκηνιάς της Σκοπέλου και αναλογισθεί τα περιορισμένα μέσα της εποχής, διαπιστώνει θαυμαστά επίπεδα προσπάθειας, αντοχής και ποιότητας. Η τελευταία βελτιωμένη ποικιλία ξεκινάει από τη Γαλλία και φθάνει στη Σκόπελο διά μέσου Λαμίας!


Είναι – ίσως – φυσικό με τη νέα τεχνολογία η οποία αναπτύχθηκε να μειώσουμε τη χειμερινή κατανάλωση ξερών δαμάσκηνων. Γιατί όμως να χαθεί το δένδρο της δαμασκηνιάς; Δεν είναι και αυτό ένα μνημείο της φύσεως; Φταίει το γεγονός ότι στη δημιουργία του έλαβε μέρος ο άνθρωπος για να το αφήσουμε να εξαφανιστεί;


Ημερα ζώα που εξαφανίστηκαν


Ενώ κανένα άγριο ζώο στην Ελλάδα δεν έχει εξαφανιστεί, μολονότι συνεχώς ακούγονται κραυγές, τουλάχιστον δύο δεκάδες ποικιλιών οικόσιτων ζώων έχουν χαθεί για πάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φημισμένη αγελάδα της Τήνου, και το ίδιο ισχύει για την αγελάδα της Κυρά Παναγιάς στις Σποράδες. Οι βραχυκερατικές αγελαδίτσες της Πρέσπας, από άνω των 1.500 ατόμων που υπήρχαν, έμειναν κάποιες δεκάδες που συνεχώς μειώνονται. Στα εξαφανισμένα πρέπει να προσθέσουμε το γλωσσίτικο πρόβατο, κάποιες άλλες ποικιλίες προβάτων και γιδιών, καθώς και αρκετές ποικιλίες πουλερικών, ιδιαίτερα μερικών πετεινών.


Σύκα Αϊδινίου, αχλάδια «Αχτσέδες», κεράσια «τραγανά» Αγιάσου Λέσβου, μανταρίνι Χίου, βερίκοκο Πόρου, μήλα ρενέτες Αγιάσου, σύκα Κύμης, κεράσι Βιτάλου, μανταρίνι Καλύμνου, βερίκοκο Παυλή, μήλα φιρίκια Πηλίου, δαμάσκηνα Σκοπέλου, βύσσινα Αρκαδίας, σύκα Ταξιάρχη Ιστιαίας Εύβοιας, κουμ-κουάτ Κέρκυρας, τσικουδιά Χίου, μαστολέμονο Χίου, σύκα Καλαμών, βερίκοκα πρώιμα Τίρυνθος, μήλα Πιλαφά, αχλάδια «κοντούλα», βύσσινα Φλώρινας, κεράσια Μετοχίου – Στροπώνων Εύβοιας, τρεις ποικιλίες χιώτικου πορτοκαλιού, κεράσι Γεροπλάτανου Χαλκιδικής.


Κορακολογία


Λέτε αν ο κόρακας δεν ήταν μαύρος, δεν έκανε «κρα» και δεν έτρωγε πτώματα – ή, καλύτερα, ψοφίμια – να ήταν περισσότερο αξιαγάπητος για τους ανθρώπους; Και ας μη θεωρηθεί βέβαιο ότι η απέχθειά μας προς την πτωματοφαγία είναι το κύριο αίτιο αυτής της αντιμετώπισής του, γιατί υπάρχει και το παράδειγμα των γυπών. Και αυτά τα πουλιά είναι πτωματοφάγα, με άπειρες «ανατριχιαστικές» ιστορίες να τα συνοδεύουν. Αλλά οι σημερινοί προστάτες του περιβάλλοντος σταμάτησαν να χρησιμοποιούν το παλαιότερό τους όνομα – όρνιο – προκειμένου να στηρίξουν ακόμη και ειδικά προγράμματα προστασίας τους. Το παράδειγμα του Δάσους της Δαδιάς στον Εβρο και η εμπλοκή σ’ αυτό ειδικών οργανισμών, όπως η WWF, είναι χαρακτηριστικά.


Φαίνεται ότι το πρόβλημα του κόρακα να μην είναι ιδιαίτερα συμπαθητικός στον άνθρωπο εξακολουθεί να υπάρχει επειδή προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες και δεν κινδυνεύει από εξαφάνιση όπως ο γύπας. Προφανώς φταίει η αναμφισβήτητα υψηλή νοημοσύνη του! Μολονότι μυθολογικά θεωρήθηκε ως το ιερό πτηνό του Απόλλωνα – το Μαντείο των Δελφών είχε (και έχει!) αρκετά κοράκια – η γενική εντύπωση που υπήρχε στους Αρχαίους συνέδεε τον κόρακα με ιεροσυλίες και διαβολικές ιδιότητες. Ειδικά το χαρακτηριστικό του να βγάζει τα μάτια των (νεκρών) ζώων συχνά μεταφερόταν σε δοξασίες. Με επιθέσεις εναντίον ζωντανών βοδιών που όργωναν, προκειμένου να αποδείξει (σε ποιον άραγε;) την ανωτερότητά του.


Ξεχνώντας όμως την ανθρώπινη απέχθεια που τον συνόδευε και τον συνοδεύει («κοράκια» δεν λέμε και τους νεκροθάφτες;), η πίστη στο ταίρι του (ζευγαρώνει μία φορά στη ζωή του) είναι γνωστή. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση του με τα άλλα κοράκια, καθώς είναι γνωστό το «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τη θεώρηση του γεγονότος ότι ζει πολλά χρόνια. Ο Ησίοδος μάλιστα αναφέρει ότι ο κόρακας ζει περισσότερα χρόνια από τις αγελάδες, φτάνοντας διάρκεια ζωής που ξεπερνά τις τρεις γενιές ελαφιών. Και επειδή δεν είναι υποχρεωτικό να γνωρίζουμε πόσα χρόνια ζούσαν κατά την αρχαιότητα οι αγελάδες, τη Δευτέρα 10 Ιουλίου στο Διαδίκτυο διάβασα ότι πέθανε το μακροβιότερο κοράκι σε ηλικία 59 ετών.


Αν ανοίξουμε ένα λεξικό για τη γλώσσα, ο κόρακας καταλαμβάνει πολύ περισσότερο χώρο από ό,τι άλλα, «αγαπητά» στον άνθρωπο πουλιά, όπως ο πελεκάνος ή ο ερωδιός. Τα «όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι», που σημαίνει κάτι το αδύνατον, το «κορακοζώητος» (μακρόβιος), το «κορακιάζω» (διψάω πολύ) και τα «κορακίστικα» (ακαταλαβίστικη γλώσσα) είναι μερικά από τα γνωστότερα παραδείγματα. Που φθάνουν ως τα επαναστατικά (και αντιοικολογικά!) τραγούδια του είδους «μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά».


Αν πάντως βρεθείτε στο βουνό χωρίς να έχετε ακούσει την πρόγνωση του καιρού, καλό θα είναι να έχετε υπόψη σας ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον μαθητή του Θεόφραστο, αν δείτε τα κοράκια να χτυπούν και να κάνουν περίεργες κινήσεις με τα φτερά τους έρχεται καταιγίδα. Μάλιστα σύμφωνα με τον Αρατο την πληροφορία αυτή μεταφέρουν οι κόρακες στον άνθρωπο απευθείας από τον Δία!